14/8/13

Το κατουροδοχείο στην ...Αγάπης

Συνομιλώντας με την κεραμική Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη, στη χίμαιρα των μεταμορφώσεων ενός Αυγούστου

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

Δημήτρης Χρηστίδης, All Happy, 2009,
σινική μελάνι και μολύβι σε χαρτί, 53 x 65 εκ.
Οι ώρες αιχμής σε λίγο τελείωναν και έπρεπε να τρέξει κατακαλόκαιρο, δεκαπενταύγουστο, να σταθεί πάλι κοντά, να του διαβάσει μέσα στο νεκρό χρόνο της νοσηλείας, κοροϊδεύοντας, οικτίροντας τον εαυτό της, μασουλώντας τσίχλες ακατάπαυστα, θαρρείς τα μηνίγγια της να χτυπάνε σε ρυθμό φόρτε, με μυρωδιές οινοπνεύματος και χλωρίνης νέφτι ίσως, βενζίνη να τη ρουθουνίζεις. Έτρεχε με πονεμένα πόδια να προλάβει, να τον χαϊδέψει, να του δείξει πως πάλι ήταν εκεί στη θέση της. Αγαπούσε δεν αγαπούσε, όταν βρίσκεσαι στο μεταίχμιο δεν καταλαβαίνεις τι’ ν’ τούτα, όλα, πού σε βγάζουν, και έξοδα, παρά μόνον έξοδα, έξοδα, τιμιότητα-να μη χρωστάς τουλάχιστον, πληγές να ξεραθούν, να είναι νηφάλια, όπως άλλωστε σε όλες τις κατεστημένες κοινωνίες έτσι πρέπει να γίνεται στο τέλος, νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Νηφαλιότητα και ψυχραιμία.

Έτσι πρέπει, για να ‘χεις την ελευθερία σου, να τους σιχαίνεσαι, ώσπου να βάλεις έξω μπροστά στην πόρτα ένα μεγάλο κόκκινο ΟΧΙ, κάπως σαν τον κ. Κόϊνερ. Και ήταν μέλος μιας χαζο-κοινωνίας που τη σιχαινόταν κι’ όμως την χαιρετούσε, αλλά ήσαν πια όλα στο τέλος τους. Το τέρμα έμελε να κρίνει το πεπρωμένο του και έτσι αργοπήγαιναν τα πράγματα.
Και καλά τώρα και η αγάπη! Και τι καλά αν το μεγάλο κενό μέσα της ήταν ένα μεγάλο ιδιόκτητο οικόπεδο και να ‘ταν όμορο με το οικόπεδο μεγάλο γύρω της. Τι δε θα χτιζόταν, τι δεν θα.
Η Αγάπη! Ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο π.χ. στο κέντρο της πόλης, με δέντρα με φύλλα ασημένια, κόσμος ν ανεβοκατεβαίνει από τις περίεργες κρεμαστές σκάλες, σαν την «κούνια μπέλλα» του Σισιλιάνου, (κρατάει δεν κρατάει δύο λεπτά, το είχε παίξει η Άννα Τσίτσα στην Αίγλη), υπάλληλοι ομορφοντυμένοι-καλοπληρωμένοι-λιγομίλητοι, της ιδιοκτήτριας του 51%. Ναι, ναι. Αυτό το ονειροσκηνικό άφηνε στο τέλος ένα είδος ηρεμίας, έσκυβε τότε δίπλα του, του έδινε ένα φιλί. Το ημίφως στους θαλάμους άφηνε, κι αυτό, να κυματίζουν κύκλοι στο ταβάνι, κάποια χρώματα της ίριδας τρεμόπαιζαν, έμοιαζαν με μπαλόνια πολύχρωμα που έφευγαν. Τι, το νόημα της ζωής! Αυτό, αυτό ιδίως, το νόημα!
Έβαε τα πόδια της στο απέναντι κάθισμα πιανόταν η μέση, τα κατέβαζε πριζόνταν. Πότε πότε έπαιρνε ένα βιβλίο τσέπης, αυτασιά του πνεύματος στις αράδες του, ποτέ δεν το διάβασε όλο, τι το κουβαλούσε; Ήταν μια τερατώδης εγωϊστική περίοδος με συμπεριφορές χωρίς πολλά λόγια, χωρίς να απαιτείται περιγραφή της ζωής της. Γενναιοδωρία! Γινόταν τόσος λόγος. Γενναιοδωρία προς τα πού; Στο τέλος τι; Όλα λοιπόν μέσα στον κοινό ζελέ κι όποιος κολλήσει καλύτερα στον άλλον δίπλα. Τυχερός όποιος προλάβει και συντριβεί πρώτος. Τώρα που έμπαινε στ’ απόκρυφα της ζωής, οι κονσέρβες ότι οι άνθρωποι ήθελαν να ζουν εν ειρήνη, έμοιαζε με τις κακές δυνάμεις του κακού. Τι είναι η συντήρηση! Όταν μούχρωνε, πολύχρωμα μπαλόνια αραδιάζονταν από τις αντανακλάσεις των φώτων στο ταβάνι. Ύστερα κατέβαιναν προς την κρεμασμένη στον τοίχο ψηλά, κεραμική Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη. Έβγαινε τα βράδια από το κάδρο, ερχόταν κοντά της, της χάιδευε τα μαλλιά, της σιγοψιθύριζε: «Πού να έβλεπες τι έγινε στο Αϊβαλί», και ξαναγύριζε αέρινη ήσυχη μέσα στο κάδρο. Έμοιαζε σα μακρινή μουσική του Σούμαν με οδηγίες για ανίδεους, σαν περνώντας κάτω από το παράθυρο ακούς τη δασκάλα της μουσικής από το δωμάτιο του πρώτου ορόφου.
Με το χρέος βαθιά μέσα της ριζωμένο, παρέμενε στο δωμάτιο του νοσοκομείου.
Έμοιαζε ν’ ακούει όμποε, σκεφτόταν τον Πάνο Βαλσαμάκη, είχε μάθει ότι πέθανε κι ο γιός του, ακουμπούσε το βλέμμα στη Μαντόνα του κεραμίστα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-«παρακαλώ», «καλησπέρα, ο κ. Κ. πως πάει;» «Να σας τον δώσω». «Κ., η κα Β. θέλει να σου μιλήσει». Ο άνθρωπος αν και βυθισμένος στην ύλη του πατς, γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη πλευρά. Μόνον αυτό του έλειπε τώρα.
«Λυπάμαι, αλλά αδυνατεί αυτή τη στιγμή. Ξέρετε, μια και τον αγαπούσατε τόοόσοοο, ελάτε κι από δω να βοηθήσετε στην αλλαγή του κατουροδοχείου όταν δε μπαίνει ο καθετήρας, δηλαδή, να τον γυρίζετε και πότε πότε, να μην ανοίξει, καταλαβαίνετε...» Η άλλη της έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη, ανθυπομειδίασε και της έκλεισε ανεπαίσθητα το μάτι.

Έγειρε δίπλα, έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι του μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης, κλεμμένο σαν έκφραση απ τη Μαντόνα αλλά με άλλες προδιαγραφές είν’ αλήθεια. Είχε νικήσει στα σημεία. Τι; Ένα τιποτένιο τι-ποτά, να πούμε σαν το λικέρ της Τρίπολης, αλλά η εκδίκηση... Αισθάνθηκε επιτέλους τα πόδια της ανάλαφρα, ξεκούραστα. Γύριζε πλέον σαν Κόντε Μόντε-Κρίστος, την κατείχε από παιδί άλλωστε ο κοντεμοντεχριστισμός, αυτός, να πάρεις το αίμα σου πίσω. Και ειρηνικά, ειρηνικά. Μαντόνα μία!
Ο Σούμαν έπαιζε τρεις ρομάντζες για όμποε. Κλάρα Σούμαν, Κλάρα: «Συναρμολογούμε τα ασυναρμολόγητα. Ηθοποιοί ενός θεάτρου του εξτρεμισμού».
«Γιατί όχι, είναι όμως μάλλον παραποιημένοι στίχοι του Μαγιακόφσκι», ψιθύρισε η κεραμική Μαντόνα, με πλάγιο όμως ερωτηματικό στην κατάφασή της.
Του χάδεψε το κατατρυπημένο χέρι, κοιμήθηκαν πλάτη με πλάτη, κι επιτέλους η σπονδυλική της στήλη ζεστάθηκε. Η Αρετή (;) επαγγέλεται «συν πόνοις και ιδρώτι» (Ξενοφ. Απομν. ΙΙ,Ι,28). Το άλλο πρωϊ όμως;

«Ημών έκαστος... τα αυτού πράττων» (Πλάτ.Πολιτ. Δ΄ 441/Ταυτόν 8).

Δεν υπάρχουν σχόλια: