31/8/13

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (5)

Εις παραμονάς εκρήξεως Β΄ Βαλκανικού πολέμου

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Ενόσω οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των συνασπισμένων βαλκάνιων στον Α΄ πόλεμο σε άλλα μέτωπα είχαν επιτυχή έκβαση και σε άλλα επικρατούσε στασιμότητα, οι διπλωματικές διασκέψεις στα ευρωπαϊκά fora αναλάμβαναν την υλοποίηση της «διανομής» των κατακτημένων εδαφών, με βάση δύο αρκετά γενικές «αρχές», «της Βαλκανικής ισορροπίας» και «των εθνοτήτων»: Τόσο η «βαλκανική ισορροπία», που εξαρτιόταν από την ευρωπαϊκή, όσο και οι εν τω γίγνεσθαι τότε «εθνότητες», αντί να αποτελέσουν εγγύηση των νέων συνόρων, νομιμοποιούσαν μάλλον την επικράτηση των συμφερόντων των ισχυρότερων ευρωπαϊκών/ βαλκανικών πολιτικών δυνάμεων. Δεν είχε άραγε αποδειχθεί ότι κάθε προσπάθεια εθνικοποίησης πληθυσμών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ετίθετο πάραυτα υπό αίρεση και ότι, τελικά, μέσα στο οθωμανικό πλαίσιο καμιά διανομή δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ακριβοδίκαιη» κι ακόμα πως (για να θυμηθούμε πάλι τον Χ. Τρικούπη) όποιος θα έπαιρνε τη Μακεδονία, θα μπορούσε να την εθνικοποιήσει;

Στην παρατεινόμενη αναμονή της παύσης του πολέμου, ενώ τα διεθνή γεωπολιτικά διακυβεύματα περιπλέκονταν, «η εκδηλωθείσα θέλησις της Ρουμανίας, όπως παίξη του λοιπού ρόλον βαλκανικόν και να τον παίξη από συμφώνου μετά των Ελλήνων, Σέρβων και των Μαυροβουνίων εδημιούργησαν εν τη Ανατολή νέαν κατάστασιν». Η Ρουμανία είχε τηρήσει ουδετερότητα στον Α΄ πόλεμο συντασσόμενη με την υπόλοιπη Ευρώπη· αυτή ωστόσο η επιλογή της δεν την απάλλαξε από τις πιέσεις της Αυστροουγγαρίας, που φοβόταν την προσχώρηση της Ρουμανίας στη Βαλκανική συμμαχία, και της Ρωσίας, που έβλεπε με τρόμο τη Βουλγαρία να πλησιάζει την Κωνσταντινούπολη και αντίστοιχα επιζητούσε ένα βαλκανικό αντίβαρο. Θέλοντας ωστόσο να επωφεληθεί από τις λεπτές ισορροπίες, η Ρουμανία ήγειρε διεκδικήσεις στο νότο –δεν γινόταν βέβαια λόγος για απελευθέρωση των ομοεθνών της στα αυστροουγγρικά και ρωσικά εδάφη: Έτσι, ανακαλύπτοντας τώρα το βαλκανικό της χαρακτήρα, ζητούσε να ικανοποιηθούν διεκδικήσεις της στη βουλγαρική Δοβρουτσά, βάσει ιστορικών της δικαίων.
Στο μεταξύ, ενώ οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διασκέπτονταν στο Λονδίνο για τη «διανομή» των κατακτημένων εδαφών, η Τετραπλή βαλκανική συμμαχία προήλαυνε ή είχε καθηλωθεί, όπως ο βουλγαρικός στρατός, από το Νοέμβριο, στην Τσατάλτζα, «κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης», όπως τότε έγραφε ο Φερδινάνδος ντυμένος με "βυζαντινόν μανδύα", απορρίπτοντας πρόταση για ανακωχή, με την ελπίδα πως σύντομα θα έμπαινε στην Αγία Σοφία ντυμένος ως βυζαντινός αυτοκράτορας. Ενώ εκκρεμούσε λοιπόν η έκβαση των επιχειρήσεων στο θρακικό μέτωπο, ο Ρουμάνος υπουργός Τ. Ιωνέσκο απαίτησε να δηλώσει «από τώρα» η Βουλγαρία, εάν η μόνη εκκρεμότητα για να προβεί στις εδαφικές παραχωρήσεις προς τη Ρουμανία ήταν η κατάκτηση της πολιορκούμενης Αδριανούπολης. Επειδή ωστόσο και τα δύο μέρη επιδείκνυαν «ζωηράν επιμονήν και αντίστασιν», η πάνοπλη Ρουμανία χωρίς καθυστέρηση, έδωσε «προμηνύματα νέου πολέμου» κάνοντας και επιστράτευση· ταυτόχρονα έθετε το γνωστό από το 19ο αι. «Κουτσολαχικό» ζήτημα στη Βουλγαρία όπως και στην Ελλάδα και τη Σερβία. Έτσι, κάθε μια από τις σύμμαχες χώρες αναγκαζόταν τώρα να αναπροσδιορίσει τη θέση της τόσο απέναντι στη Ρουμανία όσο και στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα η συνοχή της Συμμαχίας να δοκιμάζεται όλο και περισσότερο.
Καθώς οι διαφορές ανάμεσα στους Ρουμάνους συντηρητικούς και φιλελεύθερους, ως προς το εθνικό θέμα, ήσαν ασήμαντες, οι διαφωνίες περιστράφηκαν μόνο γύρω από τη μέθοδο επίλυσής του: Ενώ ο πρωθυπουργός Τίτου Μαγιορέσκου και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκε Ιωνέσκο συνέχισαν τις διπλωματικές επαφές με Σέρβους και Έλληνες, ο υπουργός Γεωργίας Νικολάε Φιλιπέσκου στράφηκε στην Πύλη για πολεμική συμμαχία, στη συγκυρία της πολεμικής στασιμότητας αλλά και της όξυνσης που προκαλούσε το ενδεχόμενο μιας «ατιμωτικής ειρήνης»· εδώ την πολεμική έξαψη του πλήθους κανοναρχούσε, εκτός από τους ουλεμάδες, και το Κομιτάτο που επανέκαμπτε τώρα, από τον Ιούλιο του 1912. Συνεπώς η στιγμή προοιώνιζε αίσια έκβαση στο ταξίδι τού Ρουμάνου εκπροσώπου της φιλοπόλεμης μερίδας: Ο ρωμαντικός υπουργός, ενώ αρχικά αρνιόταν τον πολιτικό χαρακτήρα του ταξιδιού του, αναχωρώντας δεν δίστασε να κάνει «απειλητικές», δηλαδή πολεμικές δηλώσεις.
Τις ίδιες μέρες ο ελληνικός τύπος, ιδιαίτερα ο βενιζελικός (από τον οποίο αντλούμε την ανταπόκριση και τις δηλώσεις του υπουργού), ταυτισμένος για ευνόητους λόγους με τη Ρουμανία, γνωστοποιεί επιπλέον και τα ρουμανικά ιστορικά δίκαια (το «Κουτσοβλαχικό» δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτά) στο αναγνωστικό του κοινό, προετοιμάζοντάς το, έτσι, ψυχολογικά για την «αδύνατη» ειρήνη και τον «δυνατό» πόλεμο (Όχι η αδύνατος ειρήνη αλλ’ ο δυνατός πόλεμος, Ακρόπολις 3-1-1913). Μόνο που ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος –κι όσοι θα ακολουθήσουν– θα κρατήσει υποθηκευμένη την πολιτική και την κοινωνική θέση όλων των βαλκάνιων.
Το σύνολο των παραπάνω διεθνών κατευθυντήριων «αρχών», δηλαδή της «βαλκανικής ισορροπίας», των «εθνοτήτων» και του «Ευρωπαϊκού πατριωτισμού» του πρωθυπουργού της Γαλλίας Ρ. Πουανκαρέ, εξαιρετικά ασαφείς ώστε να αποτελέσουν εγγύηση των νέων συνόρων, παραπέμπουν σε σημερινές ανάλογες αρχές, όπως των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», που εγκαινιάστηκαν στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία, των «εθνοτικών» και λοιπών «ταυτότητων», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» με την επιλεκτική τους εφαρμογή, του ευρωπαϊκού «συνταγματικού πατριωτισμού» του Χάμπερμας κ.ά.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ρουμάνος υπουργός στην Κωνσταντινούπολη, Ιανουάριος 1913

ΑΧ. ΚΑΛ[ΕΥΡΑΣ], Η Ρουμανοβουλγαρική έντασις και αι τουρκορουμανικαί τρυφερότητες. Η αποστολή του κ. Φιλιπέσκου εις Κωνσταντινούπολιν

Ιδιαιτέρα υπηρεσία. Πέραν 30 Δεκεμβρίου.

Ο κ. Φιλιπέσκου, υπουργός της Γεωργίας εν Ρουμανία, φιλοξενείται ως γνωστόν από τριών ημερών εν τη πρωτευούση μας. Τις ο σκοπός τού εις Κωνσταντινούπολιν ταξειδίου του εκλεκτού τούτου μέλους του Ρουμανικού υπουργείου και ισχυροτάτου παράγοντος του συντηρητικού κόμματος εν τω Παραδουναβείω Βασιλείω; Ο Ρουμάνος υπουργός εξέφρασε βαθυτάτην έκπληξιν διότι τινές δημοσιογράφοι απέδωσαν εις την επίσκεψιν αυτού πολιτικήν σημασίαν, ισχυρισθέντες, μάλιστα, ότι πρόκειται περί Τουρκορουμανικής διπλωματικής συμπράξεως εις τας παρούσας λίαν ανωμάλους περιστάσεις. Αλλ’ ο κ. Φιλιπέσκου, εις τους δημοσιογράφους οίτινες επεσκέφθησαν αυτόν σήμερον, εδήλωσεν ότι ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν ως απλούς περιηγητής, ως απλούς διλλετάντης των ωραίων δύσεων και υμνητής του ηλίου και του φωτός, ως συλλέκτης τέλος εκλεκτών ταπήτων, δι’ ούς έχει ιδιαιτέραν ψύχωσιν…. Μού είπον ότι ο κ. Φιλιπέσκου είνε ισχυράς θελήσεως άνθρωπος, δυνατού πνεύματος και διπλωμάτης επιδέξιος. Ατυχώς δι’ αυτόν αι δικαιολογίαι του δεν εφάνησαν πολύ πιστευταί, εις τους θέλοντας να εμβαθύνωσιν εις πάντα. Φαντασθήτε ολίγον τον Ρουμάνον υπουργόν ερχόμενον εν πλήρει χειμώνι εις Κωνσταντινούπολιν διά να εντρυφήση εις το κάλλος του ουρανού μας και εις την γοητείαν του ηλίου μας... Η Κωνσταντινούπολις εις τοιαύτην εποχήν είνε αληθής κόλασις. Βροχαί, θύελλαι, ψύχος, χιών και λάσπη... Πού τα κάλλη της εαρινής φύσεως ή η γοητευτική θωπεία του φθινοπωρινού ηλίου μας. Διερχόμεθα την εποχήν των μελαγχολικωτέρων ημερών. Και ήλθεν ο κ. Φιλιπέσκου διά ν’ απολαύση σπαργώσαν φύσιν και ζωογόνον φως... Ή ήλθε διά ν’ αγοράση Περσικούς τάπητας...
Οπωσδήποτε ο κ. Φιλιπέσκου, και αν πιστεύσωμεν ότι ως υμνητής των φυσικών ωραιοτήτων και του μεγάλου Ηλίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, επωφελήθη της ευκαιρίας διά να επισκεφθή επανειλημμένως τον Μεγάλον Βεζύρην, τον υπουργόν των Εξωτερικών και τον στρατηγόν Ναζήμ πασάν. Παρά τω τελευταίω μάλιστα τούτω ο Ρουμάνος υπουργός παρέμεινεν επί δίωρον. Αγνοώ τώρα εάν από το κονάκιον του Κιαμήλ πασά εθαύμασεν ο Ρουμάνος υπουργός χειμερινά τοπεία ή εις το μέγαρον του Ναζήμ πασά ανεύρε πολυτίμους Περσικούς τάπητας διά την συλλογήν του. Γλώσσαι όμως τινές, μη συγχωρούσαι την ηρεμίαν και αυτών των περιηγητών υπουργών, βεβαιούσιν ότι αι τελευταίαι μακραί συνομιλίαι του κ. Φιλιπέσκου μετά του Μ. Βεζύρου και των λοιπών υπουργών αφιερώθησαν αποκλειστικώς εις το ζήτημα της ειρήνης και των Ρουμανικών αξιώσεων. Εάν δε πιστεύσωμεν και εις τους ισχυρισμούς Ευρωπαίων ανταποκριτών ο ρωμαντικός του Βουκουρεστίου υπουργός μέχρι μυελού οστέων ρεαλιστής, συνδιαλέχθη μετά των Τούρκων Κυβερνητών και περί στρατιωτικών τινών ζητημάτων ουχί, βεβαίως, ασχέτων προς την ενεστώσαν κατάστασιν. Δηλονότι προς την ενδεχομένην –κατά την προσωπικήν μου γνώμιν πολύ απίθανον– επανάληψιν των εχθροπραξιών. Υπό τινων μάλιστα εβεβαιούτο απόψε ότι εις την Ρουμανικήν πρεσβείαν χθες την νύκτα ολίγα λεπτά μετά την άφιξιν του Νουραδουνγκιάν εφένδη εθεάθη εισερχόμενος και ο πρεσβευτής της Αυστροουγγαρίας μαρκήσιος Παλλαβιτσίνι. Τι εκόμιζε; Κλάδον ελαίας; Ή λόγχης;
Οπωσδήποτε η συνδιάλεξις των τριών ανδρών υπήρξε μακρά, αμφιβάλλω δε ολίγον ότι η συνομιλία των περιεστράφη αποκλειστικώς περί τα χειμερινάς γοητείας του Βοσπόρου μας –τι άχαρι ποίημα– ή περί των εν Κωνσταντινουπόλει Περσικών ταπήτων. Τι είνε όλα αυτά; Ρουμανικόν υπό μελέτην πραξικόπημα;
Σήμερον το ενταύθα όργανον της Γερμανικής πρεσβείας έγραφεν απροκαλύπτως, σχολιάζον το ταξείδιον ενταύθα του Ρουμάνου υπουργού. «Η υπομονή του Ρουμανικού λαού έχει τα όριά της. Καλά θα κάμουν οι Βούλγαροι να μη χάσουν καιρόν. Θα είνε πολύ αργά όταν το τηλεβόλον επανακροτήση εις Τσατάλτζαν και τα Ρουμανικά στρατεύματα εισβάλωσιν εις το Βουλγαρικόν έδαφος».
 Ο Φιλιπέσκου συνεδείπνησεν απόψε μετά Αυστριακών και Γερμανών διπλωματών. Αργά θα προσήρχοντο και κυβερνητικοί παράγοντες. Θ’ ανταλλάξωσι πολλάς τρυφερότητας, αλλά δεν πιστεύω όλα αυτά να είνε προμηνύματα νέου πολέμου. Ελπίζω να θριαμβεύση η αρχή του «Ευρωπαϊκού πατριωτισμού» του κ. Ποανκαρέ. Ούτως ή άλλως όμως δυσχεραίνει πολύ την Ρουμανοβουλγαρικήν κατάστασιν η έλλειψις ενός Κίνδερλεν Βαίχτερ και αποστέρησις του Κάιζερ τοιούτου συμβούλου προκειμένου περί των Ρουμανικών πραγμάτων.
(Ακρόπολις 4-1-1913, 1 και 4).

Απειλητικαί δηλώσεις του κ. Φιλιπέσκου διά την Βουλγαρίαν
Ιδιαιτέρα υπηρεσία. Κωνσταντινούπολις 5. Ο Ρουμάνος υπουργός κ. Φιλιπέσκου κατά την αναχώρησίν του, επανακάμπτων εις Βουκουρέστιον μέσω Κωνστάντζας, είπε τα εξής εις τους δημοσιογράφους: “Ήλθον, είδον, απέρχομαι. Πανταχού ησθάνθην απηχήσεις πολεμικών εν τη Σταμπούλ σαλπισμάτων. Δεν πιστεύω εις δεύτερον πόλεμον· τοσούτω μάλλον όσω εύχομαι να επιτευχθώσιν ειρηνικαί επιλύσεις όλων των ζητημάτων. Αλλ’ εάν η Τουρκία αποδυθή εις δευτέραν εκστρατείαν, η Ρουμανία την φοράν ταύτην δεν θα σταυρώση τας χείρας, διότι έχει υποχρεώσεις ιεράς έναντι των τέκνων της. Δεν θα επιτρέψη την δημιουργίαν Μ[εγάλης] Βουλγαρίας εκ της οποίας διηνεκώς θα κινδυνεύη η ησυχία της. Και γνωρίζομεν τι σημαίνουσι Βούλγαροι ισχυροί· θ’ αποτελώσι διηνεκή κίνδυνον δι’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής.
(Ακρόπολις 7-1-1913, 1).   


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, μετάφραση, εισαγωγή Π. Ματάλας, Θεμέλιο, Αθήνα 1993, κεφ. 13ο, σ. 403 κ.ε.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ (;) ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η ειρήνη του Βουκουρεστίου

Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αναμένεται από ώρα σε ώρα η υπογραφή της συνθήκης που θα μείνει στη βαλκανική ιστορία ως η Ειρήνη του Βουκουρεστίου του 1913. […]
Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα με το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα απ’ αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ρουμανίας, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα.
Αυτοί είναι οι καρποί ενός πολέμου που καταβρόχθισε –σε σκοτωμένους, τραυματίες και θύματα της αρρώστιας– πάνω από μισό εκατομμύριο άνδρες. Ούτε ένα από τα βασικά προβλήματα της βαλκανικής ανάπτυξης δεν επιλύθηκε.
Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί μια τελωνειακή ένωση ως πρώτο βήμα προς μια ομοσπονδία όλων των βαλκανικών κρατών. Κι αντί αυτού βλέπουμε την εχθρότητα του καθενός εναντίον όλων, κι όλων εναντίον του καθενός. Τα βαλκανικά κράτη τρέφουν το αμοιβαίο μίσος· και το ίδιο φοβερό μίσος αισθάνονται και τα κομμάτια των εθνών που είναι παγιδευμένα μέσα στα χωριστά κράτη. Οι υλικοί πόροι της χερσονήσου εξαντλήθηκαν για ένα μεγάλο διάστημα και οι εθνικο-πολιτικές σχέσεις έγιναν πιο συγκεχυμένες από ό,τι ήταν πριν τον πόλεμο. Δεν είναι όμως αυτό το χειρότερο: ακόμα και από εξωτερική, καθαρά διπλωματική άποψη, οι βαλκανικές σχέσεις δεν έχουν διευθετηθεί ακόμα. Το ζήτημα των σερβο-ελληνικών συνόρων δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς, οι σχέσεις Σερβίας-Μαυροβουνίου προκαλούν επιφυλακή και η τύχη της Θράκης επικρεμάται σαν ένα απειλητικό ερωτηματικό πάνω από τη χερσόνησο.
Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες.
Στη δεξίωση που πρόκειται να δοθεί το Σάββατο στο βασιλικό παλάτι, προς τιμήν των πληρεξουσίων, πολλά θα ειπωθούν, χάριν των τύπων, για τη μεγάλη σπουδαιότητα της Διάσκεψης του Βουκουρεστίου. Τι αποκρουστική κοροϊδία των όσων υπέστησαν οι λαοί θα είναι αυτοί οι λόγοι! Κι όμως το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε... Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης.

Κιέβσκαϊα Μυσλ [=Σκέψη του Κιέβου], τχ. 206, 8/21 Ιουλίου 1913 (σ. 403 και 408-9).

Δεν υπάρχουν σχόλια: