Μερικοί λόγοι για να ασχολείσαι με την τέχνη στην επαρχία
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΓΟΥΡΟΜΥΤΗ
Γενική άποψη Πινακοθήκης Μήθυμνας
|
Είναι αναπόφευκτο το
ερώτημα, που γεννά η απόφαση επανενεργοποίησης της Δημοτικής Πινακοθήκης της
Μήθυμνας στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, μολονότι γρήγορα
γίνεται αντιληπτό ότι ένα τέτοιο ερώτημα δεν αφορά αποκλειστικά τη λειτουργία
τής εν λόγω πινακοθήκης, αλλά τον ίδιο το ρόλο της τέχνης σε εποχές έντονης
κοινωνικής αμφισβήτησης.
Γιατί επιλέγεται να
ανακινηθεί το ζήτημα μιας περιφερειακής πινακοθήκης τώρα; γιατί τέχνη τώρα;
ποιές κοινωνικές και ιστορικές αναγκαιότητες αναδύονται εκ της καλλιτεχνικής
αφύπνισης, όταν μάλιστα αυτή επιτελείται στην περιφέρεια και όχι στα
μητροπολιτικά κέντρα;
Η ανάδυση ενός
καλλιτεχνικού θεσμού, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και γεωγραφική περιοχή,
μπορεί να ιδωθεί ως απόρροια πληθώρας διαφορετικών συντεταγμένων, κοινός
παρανομαστής των οποίων δεν είναι άλλος από τις εκάστοτε συνθήκες κοινωνικής
μεταβολής. Ήδη από το 1959, σε μια διαφορετική ιστορική συγκυρία, ο κοινωνιολόγος
Μιχαήλ Γούτος επεσήμαινε την αναγκαιότητα θέσπισης ενός δημοτικού καλλιτεχνικού
φορέα, στον απομονωμένο αλλά αναπτυσσόμενο αγροτικό οικισμό του Μολύβου. Η ιδέα
αυτή συνδεόταν άρρηκτα με μια αντίληψη που ανταποκρινόταν στην πρόσληψη του
τόπου ως καλλιτεχνικό εργαστήρι, έναν τόπο ικανό να προσελκύει τα
δημιουργικά πνεύματα μακριά από τα κέντρα διαχείρισης των πολιτισμικών αγαθών,
σε μια προσπάθεια σύνδεσης της τέχνης με το κοινωνικό γίγνεσθαι στην πιο
«βασική» του μορφή: την κοινότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα,
πολιτισμός και καλλιτεχνική δημιουργία γίνονται τα μέσα που αναπαράγουν μια ήδη
δρομολογημένη διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε μια τέτοια συνθήκη, το σύγχρονο
μουσείο ή η πινακοθήκη μπορεί να ιδωθούν ως φορείς κοινωνικότητας, στο βαθμό
που αναγνωρίζεται ο κεντρικός ρόλος της καλλιτεχνικής
λειτουργίας στη διαμόρφωση ενός συνδετικού ιστού μεταξύ ατόμων, κοινότητας και
ευρύτερων κοινωνικών συγκροτήσεων. Η επίδραση της καλλιτεχνικής πρακτικής, στο
πάγιο πλέγμα συσχετισμών που διακρίνει σε μεγάλο βαθμό τις τοπικές κοινωνίες,
ενδέχεται να λειτουργήσει ως μηχανισμός στήριξης μιας τέτοιας συνείδησης,
ανασύροντας παραστάσεις, ενώ ταυτόχρονα ωθεί προς μια κριτική θεώρηση των ίδιων
των παγιωμένων συμπεριφορών.
Η σχέση με τον πολιτισμό
παρουσιάζεται, έτσι, όχι ως μια σχέση εξωγενής προς την καθημερινή κουλτούρα
και τις πρακτικές της, αλλά ως σημείο σύζευξης πολλαπλών επιπέδων
αλληλεπίδρασης, όπως το παρελθόν με το παρόν, το τοπικό με το υπερ- και πολυ-εθνικό,
το ατομικό με το συλλογικό. Βεβαίως, μια τέτοια
αντίληψη προϋποθέτει την αποδοχή μιας «ολιστικής» προσέγγισης, δηλαδή την
προσπάθεια τα φαινόμενα να εξετασθούν αλληλένδετα, σαν ένα σύστημα υπό συνεχή
διαμόρφωση και όχι σαν μια κλειστή δομή, η οποία αντιδρά μόνο σε εξωτερικά
ερεθίσματα.
Αυτή η οπτική απορρίπτει
τη σχετικά απλοϊκή σύλληψη της κοινότητας ως μικρόκοσμου και επιτρέπει την
πρόσβαση στη μελέτη ενός «πολύπλοκου πλέγματος συνδέσεων μεταξύ επαρχίας και
χωριού, χωριού και πόλης, πόλης και μητρόπολης, μητρόπολης και κράτους».[i]
Εξάλλου, η αναγωγή σε διαδικασίες «αποαγροτικοποίησης», που συνοδεύει συνήθως
την κριτική διάθεση με την οποία επενδύονται (ορθά) οι επιπολιτισμικές
πρακτικές, προσκρούει εκ των πραγμάτων σε αντίστοιχες διαδικασίες
«αγροτικοποίησης», οι οποίες λαμβάνουν χώρα ξεκάθαρα –αν και σε σαφώς μικρότερο
βαθμό- σήμερα στην ελληνική περιφέρεια. Σε ένα γοργά μεταλλασσόμενο
εκσυγχρονιστικό, αλλά όχι εκβιομηχανισμένο κράτος, η ροή προς την επαρχία έχει
αποκτήσει χαρακτήρα σύγχρονης τάσης και αντίστασης.[ii]
Και ενώ η θεωρία των
κυρίαρχων δομών επιμένει να αντιμετωπίζει την κοινότητα ως ένα σφιχτοδεμένο, πολιτισμικά
διαφοροποιημένο σύνολο, τα εμπειρικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι κατ’ ουσία οι
κοινοτικές συγκροτήσεις διαθέτουν ίσο βαθμό κεντρομόλων όσο και φυγόκεντρων
λειτουργιών, επομένως μπορεί να φαίνονται «αυτόνομες» ή «εξαρτημένες» ανάλογα
με την οπτική γωνία. Σε ένα άλλο επίπεδο, η διακριτότητα και η ομοιογένεια της
πάλαι ποτέ κλειστής κοινοτικής δομής, περικλείεται σφιχτά από την ετερογένεια
της (νέας) εθνικής κουλτούρας, αναδιανέμοντας τα συγκρουσιακά πρότυπα, από το
εμείς (αυτόχθονες) και οι άλλοι (ετερόχθονες), σε αντιπαρατάξεις που είναι λίγο
πολύ κοινές στο εύρος των γεωγραφικών συνόρων, ενώ δεν καθορίζονται από αυτά
(όπως παραδοσιακοί έναντι εκσυγχρονιστών, λαϊκιστές έναντι ελιτιστών, νέοι
έναντι παλαιότερων).
Όταν, ήδη στα μέσα της
δεκαετίας του 1950, οι «κλειστές» κοινοτικές δομές διέρρηξαν τα σύνορά τους
εξαιτίας της βελτίωσης των συγκοινωνιακών και επικοινωνιακών υποδομών, προς
όφελος της συμμετοχής τους στις λειτουργίες της αγοράς, η πολιτισμική
«ανασυγκρότηση» (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής) ήταν όχι μόνο
αναπόφευκτη αλλά και ευκταία. Οι κανόνες ενσωμάτωσης στην κοινότητα παρέμειναν ενεργοί,
μόνο που οι όροι σταδιακά αντικαταστάθηκαν. Οι δεσμοί αλληλεγγύης υποδείκνυαν ένα
σχεδόν κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο, ικανό να ρυθμίζει την κοινωνική και
οικονομική θέση των μελών της κοινότητας∙ στην παρούσα συνθήκη μοιάζουν να έχουν αντικατασταθεί από μια
σύνδεση με τον τόπο, η οποία όμως καθορίζεται
από επαγγελματικές, πολιτικές, θρησκευτικές και άλλες παραμέτρους.
Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι η σύγχρονη περιφέρεια, στο βαθμό που διατηρεί ενεργά ανοιχτές τις
διόδους επικοινωνίας από και προς το εσωτερικό της, γίνεται εκφραστής μιας
υβριδικότητας. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι άγνωστη, καθώς ο σχετικιστικός
χαρακτήρας της έννοιας έχει υποκαταστήσει, προς χάριν ευκολίας, τον ορισμό του
επιπολιτισμού. Πράγματι, κάθε πολιτισμική συγκρότηση θα μπορούσε να εκληφθεί ως
υβρίδιο, εφόσον παρουσιάζει ίσα ή και περισσότερα «εισαγόμενα» από «ντόπια»
στοιχεία. Οι όποιες αρνητικές συνδηλώσεις υποβάλλονται από μια ιδέα περί κατασκευής που αναπαράγεται εκατέρωθεν,
και η οποία με τη σειρά της αποτελεί αγαπημένο αντικείμενο όλων τών –κι ας συγχωρεθεί
ο όρος που δανείζομαι- «υστερολογικών σπουδών».
Στην αντίπερα όχθη,
μακριά από το δίπολο περιφέρειας-κέντρου, αλλά κοντά σε μια διαλεκτική της ομοιότητας
και της διαφοράς, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι στο σύγχρονο κόσμο η πολιτισμική
παραγωγή εξαρτάται από τη σύγκλιση περιεχομένων και την απόκλιση σχημάτων.[iii]
Η επίκληση της πολιτισμικής αυτονομίας (και όχι αυθεντικότητας) περνάει από την
ετερονομία, τη στιγμή που η ομοίωση ανάγεται σε απαραίτητη συνθήκη
διαφοροποίησης. Πρόκειται για μια συνθήκη
που προστατεύει από προκαταλήψεις και πλάνες του παρελθόντος, όπως η
μακρά συλλογιστική, που οδηγούσε, ανάλογα, από την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη
ερμητικά κλειστών κοινωνικών σχημάτων σε αξιολογικές κρίσεις πολιτισμικής κατωτερότητας
ή ανωτερότητας.
Κυρίως όμως προστατεύει
τους ίδιους τους ντόπιους πληθυσμούς από την οικειοποίηση ενός συνόλου
στερεοτύπων περί της «διακριτής τοπικής παράδοσης», που επιτάσσει τη διατήρηση
μιας σειράς από τελετουργικές παραστάσεις, εθιμοτυπικές πρακτικές και
πολιτισμικές επιτελέσεις, οι οποίες έχουν πια αποχρωματιστεί από το βαθύτερο
νόημά τους. Η επίκληση μιας σημαίνουσας πολιτισμικής κληρονομιάς αποτελεί συχνά
το παραπέτασμα, πίσω από το οποίο κρύβονται πολιτικές της ανισότητας σε κάθε
βήμα του δημόσιου βίου. Η πραγματικότητα είναι ότι η όποια παράδοση ή τοπική
κουλτούρα αποδεικνύεται εξαιρετικά προσαρμοστική στις νέες συνθήκες, συχνά
προωθημένη από τα συμφέροντα μιας μικρής ντόπιας ελίτ.
Ο μόνος τρόπος να
αποτιναχθεί η μυθική, σχεδόν μυστικιστική διάσταση της κουλτούρας, και να
αποκαλυφθούν οι αληθινοί συσχετισμοί, οι συγκρούσεις και τα χάσματα που
ενυπάρχουν εντός του θεωρούμενου κλειστού συνόλου, είναι η ανάδειξη της
διαφορετικότητας μέσα από την αμοιβαία ανταλλαγή χαρακτηριστικών τής «ομοιότητας»,
επομένως η επαφή και συνδιαλλαγή εντός και εκτός της κοινότητας, αυτό το
ατελείωτο πάρε-δώσε που συνέβαινε ανέκαθεν και χαρακτήριζε την καθημερινή
πρακτική. Οι κίνδυνοι του επιπολιτισμού ελλοχεύουν εκεί όπου η διαφορετικότητα
συγκαλύπτεται, ενώ προάγεται μια επιπόλαιη ομοιομορφία, κίβδηλο αντίγραφο ενός εργαλειοποιημένου
παρελθόντος, πειστικά εκφρασμένου ως παγκοσμιοποιημένου, αυτο-αναφορικού και
κυρίως ηθικού.
Η τέχνη, όχι συμβολοποιημένη αλλά ως σύγχρονη
καλλιτεχνική πρακτική ενταγμένη στην καθημερινότητα, μετέχει στην ανάδειξη
αυτών των αντινομιών, καθώς αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο συγκέντρωσης πληθώρας
ετερόκλιτων στοιχείων. Εντός του, αφήνεται ανεξέλεγκτη η μεταφορά ιδεών από και
προς ένα εξωγενές περιβάλλον, μετατρέποντας πεπαλαιωμένες πεποιθήσεις σε
ριζοσπαστικές ανακλάσεις και επιστρέφοντάς τες μεταμορφωμένες σε νέο υλικό προς
σχεδίασμα. Ο σκόπελος της πρόσληψης είναι δυνατό να υπερκεραστεί από τη σημασία
της κοινωνικής δράσης, στην οποία μετέχουν η παραγωγή των καλλιτεχνικών έργων
και η δεξίωσή τους στην κοινότητα.
Με άλλα λόγια, η προβολή
των αισθητικών αξιώσεων υποχωρεί μπροστά στην αισθητική απόλαυση, ενώ τα ίδια τα έργα φαίνεται να πληρούν άλλες
προϋποθέσεις, πιο θεσμοποιημένες, ή -για να αποφύγουμε τις συνδηλώσεις- πιο ιστορικοποιημένες, είτε αναφέρονται σε
μια ιστορία του παρελθόντος είτε σε μια ιστορία του παρόντος. Ως τόπος έκθεσης
και εκδήλωσης της αισθητικής λειτουργίας, ο θεσμός της πινακοθήκης οφείλει να
κατακτήσει και στη συνέχεια να διατηρήσει έναν δι-υποκειμενικό καλλιτεχνικό
χαρακτήρα, προκειμένου να καταστεί εν
τέλει ισότιμος συνομιλητής και προπομπός της κοινότητας σε ένα ευρύτερο
γεωγραφικό φάσμα.
Η Δημοτική Πινακοθήκη της
Μήθυμνας μετέχει στον τόπο,
στοχεύοντας στην εγκαθίδρυση ενός δημιουργικού διαλόγου, με άξονα την
καλλιτεχνική δημιουργία μέσα και έξω από την κοινότητα, ενώ προωθεί τη συνεχή
επαναδιαπραγμάτευση των όρων μέσα από τους οποίους συγκροτείται ο διάλογος
αυτός.
Η Χριστίνα Σγουρομύτη
είναι εικαστικός
[i] J. B. Casagrande, “Some observations in the study of intermediate
societies” in V. Ray, Intermediate
societies, social mobility, and communication, University of Washington
Press, Seattle 1959
[ii] Προς αυτή την κατεύθυνση και ο όρος «νέα αγροτικότητα» που επινοήθηκε
πρόσφατα
[iii] M. Sahlins, “Two or three things I know about culture”, The Journal of the Royal Anthropological
Institute, Vol.5, No.3, (Sep. 1999), pp.399-421
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου