ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
Χρήστος
Βαγιάτας, Libertas, ξύλο
|
Η σύγχρονη κριτική
της ιδεολογίας που έχει δεχθεί επιρροές από τον μεταδομισμό εκκινεί από τη θέση
ότι κάθε σύλληψη της «αντικειμενικής πραγματικότητας» κατασκευάζεται μέσα από
λόγους. Δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, καμία αδιαμεσολάβητη, αντικειμενική θεώρηση
των πραγμάτων. Ορίζοντας ως ιδεολογικό τον λόγο εκείνο που επιδιώκει την
επιβολή της πλήρους κυριαρχίας του, η μεταδομιστική κριτική επιδιώκει να
εντοπίσει και να διασαλεύσει τις συγκεκριμένες ρητορικές, συναισθηματικές,
δομικές και άλλες διαδικασίες με τις οποίες μια ιδεολογική εκφορά επιχειρεί να
εμφανιστεί ως η απόλυτη αλήθεια και να εμποδίσει την αμφισβήτηση. Ανάμεσα σε
άλλα, η ιδεολογία φυσικοποιεί ως αυτονοήτους και συμπαγείς τους ορισμούς που
δίνει στα πράγματα, κουκουλώνει ανταγωνισμούς, αντιθέσεις, κενά και ανεπάρκειες
στην αφήγησή της, εξάπτει τα πάθη του φόβου, του ενθουσιασμού ή της σαγήνης.
Η καταχρηστική
καταφυγή σε ρητορικά τεχνάσματα σε βάρος μιας επεξεργασμένης επιχειρηματολογίας,
μιας στέρεας εμπειρικής τεκμηρίωσης, μιας αναγνώρισης αποχρώσεων και
αβεβαιοτήτων, σε βάρος, εν γένει, μιας διάθεσης
«διαλογικής αναζήτησης της αλήθειας από κοινού», γίνεται προφανώς εντονότερη
και συστηματικότερη υπό συγκεκριμένες συνθήκες∙ όταν, δηλαδή, το καθεστώς κυριαρχίας
με το οποίο διαπλέκεται ένας ιδεολογικός σχηματισμός γίνεται όλο και πιο ωμό,
αυταρχικό και αδύνατο να νομιμοποιηθεί με τη δύναμη των νοημάτων αντί της γυμνής
βίας.
Δεν είναι
λοιπόν τυχαίο ότι σήμερα που η αυταρχική εκτροπή του μνημονιακού ολιγαρχικού καθεστώτος
έχει χάσει σχεδόν κάθε έλλογο έρεισμα πέρα από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς
του, μια στρατιά συγγραφέων και δημοσιολόγων σε διάφορα μετερίζια λειτουργούν
και αυτοί ως όργανα καταστολής, με στόχο να τιμωρήσουν, να φοβίσουν, να
καταστείλουν την επιθυμία της αντίστασης και της εξέγερσης, να απαγορεύσουν την
αναζήτηση εναλλακτικών ακόμη και στη σκέψη. Και, βέβαια, η «θεωρία των άκρων»,
που ταυτίζει τη φασιστική ακροδεξιά με τη ριζοσπαστική αριστερά, είναι το πιο
κοινότοπο εργαλείο τους.
Από τη σκοπιά
αυτή, το παράδειγμα της επιμέλειας του Κωστή Σταφυλάκη στην ομαδική έκθεση
σύγχρονης τέχνης με τίτλο «Στα όρια τού μαζί»[1]
παρουσιάζει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.. Ο
επιμελητής της έκθεσης που «επιχειρεί να διερευνήσει την αμφιθυμία και τις αντοχές
μας απέναντι στο συλλογικό υποκείμενο» εισάγει την παρουσίαση των έργων με ένα
εκτενές θεωρητικό κείμενο για τη «συλλογικοποίηση της ζωής» στην Ελλάδα τον
τελευταίο ενάμιση χρόνο.[2]
Ο κεντρικός σκελετός του επιχειρήματος είναι
σαφής και τριμερής.
Πρώτο
μέρος/επίπεδο, μια σειρά διαπιστώσεων: «Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είμαστε
μάρτυρες μιας αναβίωσης των συλλογικοτήτων» που οφείλεται σε ποικίλους
παράγοντες, όπως «η διονυσιακή σαγήνη της συλλογικής διαμαρτυρίας... η
ιδεολογική κυριαρχία των διανοητικών σχημάτων μιας μετα-αναρχικής
μικρο-ουτοπικής ριζοσπαστικότητας». Μαθαίνουμε, ειδικότερα, ότι το «λεξιλόγιο
της σύγχρονης ριζοσπαστικότητας οργανώνεται με βάση τη νεοεισαχθείσα ορολογία
των ‘κοινών’» που προέρχεται από τους Hardt και Νegri και έχει κυριαρχήσει
σε μια «πανσπερμία κολλεκτίβων που πλέον αυτοπροσδιορίζονται χρησιμοποιώντας το
εννοιολογικό και σημαντικό πεδίο της κοινότητας».
Προχωρούμε
στο δεύτερο μέρος/επίπεδο σε μια κριτική αποτίμηση των εγχειρημάτων αυτών, του
περί κοινών λόγου που τα διέπει και των αντίστοιχων πολιτικών δράσεων. Διακρίνεται
εδώ «σε υπολογίσιμο βαθμό η οπισθοδρομική νοσταλγία της κοινοτικής αρμονίας»
και «μια χιλιαστικής προέλευσης ιδεολογία –[η] αποθέωση του ‘εδώ και τώρα’ ως
προσδιορισμένο σωτηριακό γίγνεσθαι». Αυτή η αξιολόγηση συμπληρώνεται (στο
τέλος) με μια αποστροφή για τους ιδεολογικούς ταγούς που «φλερτάρουν με τον
σύγχρονο εθνοκοινοτισμό... Για τους υπερ-ουμανιστές Hardt και Negri η κινητήρια δύναμη της κοινότητας δεν είναι
βέβαια η εθνότητα, αλλά η αγάπη... Δηλαδή σίγουρα αποτυχία». Μεταβαίνουμε,
έπειτα, στην κριτική των συναφών πολιτικών πρακτικών. «Η ‘κορύφωση’ της
συλλογικοποίησης που περιγράφουμε είναι σίγουρα η ανάδυση του κινήματος των
αγανακτισμένων». Πληροφορούμαστε ότι πίσω από αυτές τις αντιδράσεις κρύβεται η
εκτεταμένη επισφάλεια του σύγχρονου πρεκαριάτου που «ευνοεί την ατζέντα του
νεοφασιστικού λαϊκισμού» και έτσι «η Χρυσή Αυγή επιτυγχάνει να εκφράσει σήμερα
την ανάγκη για ‘κοινότητα’ με τον πλέον ‘αυθεντικό’ τρόπο».
Το ζουμί: τα καταδικασμένα
στην αποτυχία κοινοτιστικά εγχειρήματα της σύγχρονης τέχνης διέπονται από μια
οπισθοδρομική, σωτηριολογική, εθνο-κοινοτιστική ιδεολογία που βρίσκει την
«αυθεντικότερη» έκφρασή της στη Χρυσή Αυγή. Τουτέστιν, ο ναζισμός είναι η βαθύτερη
αλήθεια των συλλογικών καλλιτεχνικών δράσεων της εποχής μας, όπως και των
πολιτικών της αγανάκτησης και της αναγέννησης των κοινών.
Τρίτο και
τελευταίο μέρος/επίπεδο: η αντιπρόταση δια του Helmuth Plessner. Το κλασσικό έργο Τα όρια της κοινότητας αυτού του κοινωνικού φιλοσόφου του
μεσοπολέμου (1924) είναι «κεντρική πηγή έμπνευσης για τη διαμόρφωση της
θεματικής της έκθεσης». Στο κλίμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αναδύθηκε ένα
«σύνθετο-υπόγειο ρεύμα αντιφιλελευθερισμού, αντικοινοβουλευτισμού» κ.ο.κ. Αυτή
η κουλτούρα οδηγούσε κατά τον γερμανό θεωρητικό στην άνοδο του αυταρχισμού και
γι’ αυτό υποστήριξε «την αξία... της διαπροσωπικής απόστασης, ακόμη και την
κοινωνική αλλοτρίωση… μια ορισμένη ψυχρότητα και ιδιωτικότητα είναι απαραίτητα
στοιχεία της μοντέρνας ζωής». Κατά τον Σταφυλάκη, λοιπόν, «μια τέτοια κριτική
έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια εποχή που η ριζοσπαστικότητα αναζητά καταφύγιο
στην à la Hardt και Negri θεωρία των ‘κοινών’». Η συνταγή του Plessner εν έτει 2012 στην Ελλάδα σημαίνει με δυο
λόγια: αποδεχθείτε την αλλοτρίωση, την ψυχρότητα και την ιδιωτικότητα, γιατί
αλλιώς οδηγούμαστε σε μορφές συλλογικής κινητοποίησης που εκκολάπτουν τον
ναζισμό.
Ο στυλοβάτης μιας
τέτοιας επιχειρηματολογίας για τις καλλιτεχνικές κολλεκτίβες, τον κοινοτισμό
και τους κινδύνους του σήμερα είναι, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ίδια η
έννοια της κοινότητας και οι αντίστοιχες πρακτικές. Αυτή είναι το κοινό
στοιχείο με τον φασισμό. Αλλά η ταύτιση της φασιστικής και οποιασδήποτε άλλης
κοινότητας προϋποθέτει ότι ο όρος και οι πρακτικές που την ενσαρκώνουν έχει μια
ενιαία και σταθερή ουσία όπου εμφανίζεται. Αυτή η φυσικοποίηση των λέξεων και
των πραγμάτων είναι μια θεμελιώδης λειτουργία της ιδεολογίας που θέλει να
παρουσιάσει τις ερμηνείες της για τις λέξεις και τα πράγματα ως κάτι δεδομένο
και αυταπόδεικτο, συγκαλύπτοντας την ιστορική μεταβλητότητα και πολλαπλότητα
των εννοιών και των πρακτικών –τον ριζικό πολιτικό ανταγωνισμό γύρω από τη
συγκρότησή τους.
Δεχόμενοι ότι
σε κάποιον βαθμό ισχύει εμπειρικά αυτή η στροφή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης
στη συλλογικότητα και την κοινότητα, πώς τεκμηριώνεται ότι πρόκειται για μορφές
κοινοτισμού με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά του φασισμού; Δεν έχει κατατεθεί
κάποιο επιχείρημα, εκτός από την ιδεολογική διαμεσολάβηση του λόγου περί
«κοινών» στο έργο των Hardt και Negri, για το οποίο υποβάλλεται η ιδέα ότι
διαποτίζει τα αντίστοιχα καλλιτεχνικά εγχειρήματα της ημεδαπής.
Τι μπορεί να
σκεφτεί κανείς για τη στόχευση μιας τεχνοκριτικής θεώρησης, όταν ισχυρίζεται ότι
οι Hardt και Negri «φλερτάρουν με τον σύγχρονο εθνοκοινοτισμό»
και ότι η θεωρία τους «υπόσχεται ευθέως ότι μπορεί να αποκαταστήσει μια
εμπειρία της κοινότητας», ενώ στο έργο των ιδίων συναντά τις παρακάτω θέσεις:
«Η δημιουργία του κοινού, και συνεπώς το συμβάν της εξέγερσης, δεν είναι μια
διαδικασία συγχώνευσης ή ενοποίησης... αλλά κυρίως θέτει σε κίνηση έναν
πολλαπλασιασμό των μοναδικοτήτων που συνδέονται με τις διαρκείς συναντήσεις στο
κοινό».[3]
«Η μοναδικότητα επιδίδεται πάντα σε μια διαδικασία διαφοροποίησης... προβάλλει
το κοινό ως ένα πεδίο πολλαπλοτήτων και καταστρέφει έτσι τη λογική της
ιδιοκτησίας... Η επαναστατική διαδικασία της κατάργησης της ταυτότητας, προϋποθέτει την καταστροφή όλων των θεσμών
της διαφθοράς του κοινού όπως η οικογένεια, η εταιρία και το έθνος».[4]
Γιατί το έθνος, μεταξύ άλλων, «υποβάλλει το κοινό σε άκρως περιοριστικές
λειτουργίες: το έθνος ορίζεται εσωτερικά και εξωτερικά από ιεραρχίες και
αποκλεισμό... αποκλείει ή υποτάσσει όλους/ες εκείνους/ες που είναι
διαφορετικοί/ές... Το κάλεσμα να θυσιαστούμε για τη δόξα και την ενότητα του έθνους
και του λαού ηχεί φασιστικό στα αυτιά μας».[5]
Τα «κοινά»,
λοιπόν, των Hardt
και Negri, όπως και τα κοινά ορισμένων τουλάχιστον από τις καλλιτεχνικές
κολλεκτίβες που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όχι απλώς δεν
έχουν σχέση με τις προκαπιταλιστικές ή φασιστικές κλειστές, αρμονικές, οργανικές,
ιεραρχικές και ηγετοκεντρικές κοινότητες αλλά αγωνίζονται να συσταθούν ως το ακριβώς αντίθετό τους.
Σκέφτεται
κανείς, λοιπόν, ότι αυτές οι απόψεις, ένα δείγμα των οποίων σχολιάσαμε εδώ,
εμπεδώνουν μια ισοπεδωτική σκέψη που θέλει να απαγορεύσει την κριτική αυτόνομη
διερεύνηση, να επιβάλει ένα Denkverbot
[απαγόρευση σκέψης] σχετικά με την αναζήτηση αλληλέγγυων μορφών του κοινωνικού
δεσμού πέρα και από την καπιταλιστική λαίλαπα και από τον φασιστοειδή ή απλώς
συντηρητικό εθνοκοινοτισμό. Εξού και το κεντρικό μοτίβο τους, η επίκληση του
ναζιστικού φόβητρου για όσους/ες τολμούν να αναζητήσουν κάτι πέρα από τη
σημερινή κοινωνική εξάρθρωση και αλλοτρίωση, την οποία μας καλούν διά του Plessner ή άλλων, να αποδεχθούμε.
Η απόκρουση
αυτών των διανοητικών εγχειρημάτων είναι μια αναγκαία στιγμή της δημιουργικής
πολιτικής πράξης σήμερα. Γιατί η εναλλακτική οικοδόμηση προϋποθέτει την
υπέρβαση του φόβου της καταστολής και του φόβου του αγνώστου, ώστε να κρατάμε
ανοικτό το πεδίο της δυνατότητας στη σκέψη και τη δράση, το πεδίο του ελεύθερου
και τολμηρού πειραματισμού στη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων.
Ο Αλέξανδρος
Κιουπκιολής διδάσκει Σύγχρονες πολιτικές θεωρίες στο ΑΠΘ
[1]
Αυτή είναι η τρίτη έκθεση που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2012 στα
πλαίσια του σχεδίου The Symptom Projects,
μιας πρωτοβουλίας του Αποστόλη Αρτινού και του Κώστα Χριστόπουλου.
[2] Κώστας Σταφυλάκης,
«Στα όρια του μαζί», http://the-symptom-projects.blogspot.gr/2012/09/blog-post_26.html#more (πρόσβαση 7/12/2012).
[3] Michael Hardt, Antonio Negri
(2009) Commonwealth, Cambridge,
Mass.: Belknap Press of Harvard University Press, σ. 350.
[4]
Ε.α., σ. 339, η έμφαση δική μου.
[5]
Ε.α., σ. 163.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου