9/6/13

Ο Κώστας, εγώ και ο Ταχτσής

Προδημοσίευση από το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Πολυχρονίδη, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Οδυσσέας»


Την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα, όχι που γνωριστήκαμε αλλά που μιλήσαμε κάπως παραπάνω, πήρε έναν πολύ όμορφο νεαρό, του είπε να περιμένει στη ρεσεψιόν και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω επάνω.
Ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα του ξενοδοχείου, που έτριζε όσο προσεχτικά κι αν πάταγες. Φτάσαμε στο δωμάτιό του, στο δεύτερο όροφο, εκεί όπου δεχόταν τους «πελάτες». Ακολουθούσα, αλλά πρέπει να ήμουν ολόκληρος ένα ερωτηματικό. Τι διάολο θέλει αυτός... αυτή, ό,τι τέλος πάντων ήταν. Μπήκαμε στο δωμάτιό του, κάτι πήγα να πω αλλά μου έκανε νόημα να μη μιλάω, με πέρασε στο μπαλκόνι. «Περίμενε εδώ», μου είπε συνωμοτικά, «και μην κάνεις φασαρία».
Έκλεισε τα παντζούρια προσεκτικά, αφήνοντας όμως μια χαραμάδα, έτσι ώστε από την έξω μεριά να βλέπω στο δωμάτιο και το κρεβάτι, μου ξαναείπε να περιμένω και να μην κάνω φασαρία.
Τι διάολο θα συμβεί, γιατί όλα αυτά; Περίμενα, έτσι κι αλλιώς δεν κινδύνευα από κάτι.
Σε λίγο ανεβήκανε με το νεαρό, κοίταξε προς το μέρος μου, βεβαιώθηκε ότι ήμουν εκεί, και άρχισαν να γδύνονται. Ο νεαρός τα έβγαλε όλα, αυτός τα απαραίτητα, από τη μέση και πάνω, έβγαλε το μπλουζάκι με το βαθύ ντεκολτέ και την κιλότα, χωρίς να βγάλει τη μίνι φούστα. Αν και κάπως σκοτεινά, το στήθος «της» διαγραφόταν κανονικά, δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτ’ άλλο. Από μπροστά δεν μπορούσα να δω, την περισσότερη ώρα μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Από το λίγο που έβλεπα, δεν μπορούσα να καταλάβω, είχε ή δεν είχε κάνει εγχείρηση, δε φαινόταν πάντως τίποτα.

Ο νεαρός ξάπλωσε ανάσκελα κι αυτός τον καβάλησε από πάνω. Αρχίσανε παθιασμένα φιλά, όχι σαν πουτάνα με πελάτη, αλλά σαν εραστές που είχαν καιρό να ιδωθούν.
«Η πουτάνα», όπως γράφει κι ο Ταχτσής στο Φοβερό Βήμα, κάνοντας μπανιστήρι σ’ ένα μπουρδέλο, την περίοδο που έμενε στο Σίδνεϊ, «όταν κάποιος πήγαινε να τη χαϊδέψει κάτω, έκλεινε τα σκέλια σαν στρείδι, αν πήγαινε να τη φιλήσει στο στόμα ή το λαιμό, τραβιόταν μ’ ένα μορφασμό αηδίας». Εδώ δεν είχε τέτοια. Πάθος, φιλιά, αναστεναγμοί, χαμός. Την έβρισκαν κι οι δυο, το ήθελε και ο νεαρός και η «πουτάνα».
Αυτό το συμβάν στο Σίδνεϊ, το μπανιστήρι στις πουτάνες δηλαδή, πιστεύω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του Κώστα και σημάδεψε τη ζωή του. Γιατί άλλο να είσαι ομοφυλόφιλος και να έχεις κάποιες επαφές κατά καιρούς, κι άλλο να «ντύνεσαι» και να πηγαίνεις με είκοσι ή και τριάντα πελάτες τη βραδιά. Οι νεαροί όμως, που κι αυτός ήθελε να πάρει και δεν του έδιναν σημασία, ήταν εξίσου ευάλωτοι, κι ίσως ακόμα πιο χαζοί από τους άλλους. Πιο πολύ καβαλούσαν την ιδέα της γυναίκας, παρά την ίδια τη γυναίκα, και αν δεν υπήρχε φως μέσα στο δωμάτιο, θα μπορούσες να πιάσεις αυτό το περήφανο αλλά θεόστραβο κομμάτι σάρκας που ’χανε στα σκέλια τους και να το βάλεις σ’ οποιαδήποτε ζεστή, γλοιώδη τρύπα – τα υπόλοιπα ήταν θέμα υποβολής.
Αν λοιπόν ντυνόταν γυναίκα σε κάποιο σκοτεινό σκηνικό, όχι μόνο θα έπαιρνε αυτούς που του άρεσαν, αλλά κι εκείνοι θα ήταν πιο απελευθερωμένοι μαζί του. Δοκίμασε, και τα «κατάφερε» μια χαρά.
Μικρός, στην Κατοχή ακόμα, κι ενώ χτυπούσε συναγερμός, όταν διαισθάνθηκε ότι κάποια μεγαλύτερα παιδιά κάτι θα έκαναν, τους παρακολούθησε, μπήκε στη σκοτεινή αποθηκούλα κι άκουσε τους φαλαγγίτες που πηδιούνταν. Τον πήραν χαμπάρι και όπως γράφει στο Φοβερό Βήμα, τον έδιωξαν: «Δε σου ’παμε ρε συ να φύγεις; Μπρος! Πάρε δρόμο μη φας κάνα βρομόξυλο! Δεν είναι τίποτα». Έτσι ήταν ο Κώστας. Αν υπήρχε ερωτική ατμόσφαιρα γύρω του έπρεπε πάση θυσία να πάρει μέρος. Έτσι –ίσως κάπως άτσαλα στην αρχή, σιγά σιγά όμως βελτιώνοντας τη φωνή, την κίνηση και τους τρόπους– από ομοφυλόφιλος πέρασε στον τραβεστισμό. Άρχισε να βγάζει και λεφτά, πολλά μάλιστα! Στο Φοβερό Βήμα γράφει:
«...αυτό που είχε αρχίσει σαν παιχνίδι, –κι ήταν πάντα ένα παιχνίδι, το πιο μεθυστικό απ’ όσα ήξερα – είχε γίνει και κερδοφόρο, ήταν μάλιστα υποχρεωτικά κερδοφόρο... Ήταν ένα παιχνίδι σαν την πόκα: αρχίζεις να το παίζεις με φασόλια, ύστερα με δεκάρες, για να καταλήξεις να παίζεις το εργοστάσιο, το σπίτι, τη γυναίκα σου, μόνο που στην περίπτωση αυτή ήμουν και ο παίχτης και η γυναίκα μου, μια ντάμα που στο παιχνίδι αυτό είναι πάντα μπαγιαντέρ, και θες δε θες κερδίζεις στο τέλος, αν συμβαίνει να μην έχεις άλλους πόρους γίνεται και βιοποριστικό».
Ας γυρίσουμε στον Ταχτσή με το νεαρό στο ξενοδοχείο κι εμένα να παρακολουθώ απορημένος απ’ τη χαραμάδα. Ο νεαρός περνούσε υπέροχα - πουτάνα και να τη βρίσκει έτσι μαζί του; Όλους τους άντρες τους κολακεύει αν τους γουστάρει πουτάνα. Κατά διαστήματα ο Κώστας τραβιόταν από πάνω του δείχνοντάς μου το «περήφανο» εργαλείο του νεαρού, θα ήταν είκοσι με είκοσι δύο πόντους, ενώ συνέχιζε να φιλάει το νεαρό έτσι που να κόβει το οπτικό του πεδίο προς εμένα και να βλέπω χωρίς να με βλέπει. Ούτε ερεθίστηκα ούτε τίποτα. Το μπανιστήρι χάνει την αξία του αν το ξέρει έστω και ένας ότι παρακολουθείς. Τα ερωτήματα πλήθαιναν. Τι ήθελε από μένα; Και γιατί μου έδειχνε αυτά τα πράγματα; Τι ανωμαλία κι αυτή!
Τότε βέβαια δεν ήξερα ποιος είναι, νόμιζα ότι είναι μια τραβεστί όπως τόσες άλλες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Μάλλον θα την έβρισκε να τη βλέπουν, σκέφτηκα. Έχω κάποιες ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του Κώστα από εκείνη την περίοδο, όπου αναφέρεται στη γνωριμία μας και σε πολλά άλλα. Παραλείποντας κάποια, διαβάστε τι έλεγε ο ίδιος:
14 Ιουνίου ’75
Ό,τι επιβάλλεται σαν «αντικειμενικά» ορθό ή δέον είναι τυραννία. Κάθε κατεστημένο είναι δεξιό – κάθε κατεστημένο, ασχέτως ιδεολογίας.
Έχουν δίκιο – η αγάπη κουνάει και βουνά ακόμα. Η λίγη, μα πολύ λίγη αγάπη που ’νιωσα από χτες βράδυ γι’ αυτό το παιδί, με κάνει σήμερα, παρόλο το ξενύχτι, να πλύνω τα συσσωρευμένα εδώ και μια βδομάδα πιάτα, να σκεφτώ ότι ίσως να ’χει λίγο δίκαιο η αδερφή μου να παραπονιέται –όχι για τα συγκεκριμένα πράγματα που παραπονιέται, όχι όταν με κατηγορεί ότι δεν «ήθελα» να πάρει «καλύτερο» σπίτι, αλλά για παραλείψεις μου, όπως η άρνησή μου να τη βοηθήσω στη δουλειά της– η λίγη αυτή αγάπη που ’νιωσα από χτες βράδυ μου δίνει τη δύναμη να τα κάνω όλ’ αυτά, ακόμα και να γράφω, και μάλιστα αδιαφορώντας πώς το γράφω.
Ο χρόνος μεγαλώνει τρώγοντας τις σάρκες μας. Κοινότοπο
ίσως, αλλά πρώτη φορά το νιώθω τόσο καθαρά, κοιτάζοντας τις σχεδόν οστεώδεις πια κνήμες μου.
Κυκλοφόρησε: ότι πήγαινα στο ΕΙΡΤ ντυμένος γυναίκα! Τι
θαύμα! Μακάρι να ’χα το κουράγιο να το ’χα κάνει. Πόσες γενιές «ευγενών» δούλεψαν για να γράψει ο Lampedusa το Γατόπαρδο! Πόσες γενιές «άσημων» για να γράψω το Τρίτο

Στεφάνι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: