2/6/13

"Επιθυμίες κ' αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην"

ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ
Στο πληκτικό χωριό 
Αλεξάνδρεια, αρχές του 20ού αιώνα. Στους πολυσύχναστους και πολύβουους δρόμους, ένας μεσήλικας, "βαθιά μελαχρινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρο μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολή Αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότητα και με φυσιογνωμίαν συμπαθή" (Ξενόπουλος) στέκει "σε ελαφριάν απόκλιση προς το σύμπαν" (Forster). "O Καβάφης!". Ναι, είναι ο Καβάφης, που πηγαίνει είτε από το σπίτι στο γραφείο, είτε από το γραφείο στο σπίτι. Υπάλληλος της Εταιρείας Αρδεύσεων από το 1892 έως το 1922. Κάπου-κάπου σταματά να χαιρετίσει κάποιο γνωστό, κάποιο φίλο. Η ομιλία του ζωηρή, σχεδόν στομφώδης, οι τρόποι του αβροί. Τα μάτια του σπιθοβολούν προδίδοντας άνθρωπο ευρείας σκέψης και καλλιτεχνικής ιδιοφυίας.  Περιπλανιέται στην πόλη που αγάπησε, την Αλεξάνδρεια, στην "πόλη που τον ακολουθεί", στις "συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ χρόνια και χρόνια/… μες σε χαρά και μες σε λύπες/ με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα."

Μπαινοβγαίνει σε εμπορικά μικρομάγαζα, σε καφενεία, σε καπηλειά. Ανασαίνει την ευωδιά των νιάτων, που κανένα βοτάνι "κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων" δε μπορεί πια να επαναφέρει. Παρατηρεί τους διαβάτες, το αρχαίο κάλλος της μορφής τους, την άρτια ομορφιά, τον "υψηλό και τέλεια ωραίο έφηβο/ με τη χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,/με τ΄ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά" και "σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια/ που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά".
     Αυτός, ο γιος του μεγαλέμπορου βαμβακιού απ' το Φανάρι, Πέτρου Καβάφη, και της Χαρίκλειας Φωτιάδη, γεννημένος το 1863, που μεγάλωσε σ' ένα διώροφο αστικό σπίτι με υπηρέτες, νταντά και αμαξά, που στα 9 του χρόνια μεταναστεύει για έξι χρόνια στην Αγγλία (Λονδίνο, Λίβερπουλ), που στα 15 του καταπιάνεται με τη συγγραφή ενός ιστορικού λεξικού, στα 18 του εγκαθίστανται μαζί με την οικογένειά του για τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ο νέος αυτός, που διαβάζει βιβλία δανεισμένα από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που μιλά τέσσερις γλώσσες, αυτός ο έλληνας του παροικιακού ελληνισμού, που ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του πολύ νωρίς κι "αφήνεται κι ενδίδει", αυτός έμελλε να γίνει ο ποιητής που κατεξοχήν "συντηρεί την παράδοση" και συνάμα θεωρείται "γενάρχης της πρωτοπορίας" (Δάλλας).
Κατά την ομολογία του, "είμαι Ελληνικός, προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός", αποποιείται την Αγγλική υπηκοότητα των αποικιοκρατών και παίρνει την ελληνική. Σε πεζά κείμενά του το 1891 ζητά να γυρίσουν πίσω τα Ελγίνεια Μάρμαρα και το 1893 ζητά να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Ο Καβάφης αισθάνεται τον παλμό του διηνεκούς ελληνισμού να κτυπά μέσα του: "κι απ' την θαυμάσιαν πανελλήνιαν εκστρατεία/... βγήκαμ' εμείς/ ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας." Το έργο του βγαίνει μέσα από την ατμόσφαιρα των ελληνικών κοινοτήτων της Μ. Ανατολής, όπου ενηλικιώθηκε και συγκροτήθηκε πνευματικά, σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία ακμή και παρακμή συνυπήρχαν και αλληλοσυμπλέκονταν.
Αθήνα, 1932. Ο Κ. Π. Καβάφης άρρωστος πια -πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα- υποβάλλεται σε τραχειοτομία στον Ερυθρό Σταυρό, η οποία του στερεί τη φωνή του. Λίγες μέρες αργότερα εγκαταλείπει το αναρρωτήριο όπου φιλοξενούνταν στην Κηφισιά για να κατέβει στην Ομόνοια. "Στη φύση πλήττω" θα εξομολογηθεί. Ένα απόγευμα, που κάποιοι φίλοι είχαν πάει να τον επισκεφτούν κι ενώ ήταν μαζεμένοι γύρω του και συζητούσαν, εκείνος τους ζήτησε "συγγνώμη", σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έφυγε. Ένας απ' τους φίλους του τον είδε "να μπαίνει και να βγαίνει στην οδό Αθηνάς, στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου και στους γύρω δρόμους. Περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και προς τα πάνω, με τα μεγάλα δάκτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γιλέκου. Έμοιαζε προχωρώντας να αναπνέει με ηδονή τη σκόνη και τις μυρωδιές της πόλης, που την ώρα εκείνη άρχιζε να πρωτανάβει τα νυχτερινά της φώτα"(Σαρεγιάννης). Η πόλη παραμένει μέχρι το τέλος το καταφύγιό του, το απάγκιο του "βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον/ ολίγη αγαπημένη πολιτεία". Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και "σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος" αποχαιρέτησε, για πάντα, την "Αλεξάνδρειά" του. Τι ειρωνεία όμως. Ο μάστορας τής ειρωνείας, έσβησε στις 29 Απριλίου 1933, ανήμερα των γενεθλίων του!

Το κείμενο, στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο blog των “Αναγνώσεων»

Δεν υπάρχουν σχόλια: