12/5/13

Edward W. Said, Διανοούμενοι και Εξουσία

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Όσο βαθαίνει η κρίση που βίαια βιώνουμε και μετεξελίσσεται από κρίση χρέους σε κρίση οικονομικών επιλογών, πολιτικών θεσμών και αξιακών προταγμάτων, τόσο εντείνεται και μια διάχυτη συζήτηση περί ευθύνης ή σιωπής των διανοουμένων απέναντί της ή ακόμη εντονότερα της καταγγελίας ότι όσοι από αυτούς μιλούν, εκφράζονται ως «πολύτιμοι υπηρέτες» της εξουσίας. Πρόκειται για μια συζήτηση και ένα Λόγο που επανέρχεται σε κάθε εποχή κρίσης και ο οποίος εμπεριέχει ένα ιδιότυπο κράμα κρυφής γοητείας και απόρριψης, θαυμασμού και λοιδορίας, προς μια υπαρκτή ή αναμενόμενη δύναμη, αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας πολιτών, από την οποία απαιτούμε ένα Λόγο κριτικής αμφισβήτησης.

Το ποιους ακριβώς εγκαλεί αυτός ο Λόγος και ποιος είναι ο ιδιαίτερος Ρόλος τους στη σύγχρονη εποχή μας βοηθά να κατανοήσουμε ο Παλαιστίνιος καθηγητής τού Columbia, Edward W. Said –που έφυγε από τη ζωή το 2003– στο βιβλίο του «Διανοούμενοι και εξουσία» εκδόσεις SCRIPTA, Αθήνα 1999, το οποίο αξίζει να ξαναδιαβάσουμε κάτω από το φώς των τελευταίων εξελίξεων. Πρόκειται για μια σειρά ομιλιών–αναλύσεων, που έδωσε στα 1993 στη γνωστή ραδιοφωνική εκπομπή Reith του BBC, την οποία είχε εγκαινιάσει στα 1948 ο Μπέρτραντ Ράσελ. Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση, έχω την αίσθηση ότι διόλου δεν στερούν το τελικό δοκίμιο από την επικαιρότητά του στο σήμερα - το αντίθετο μάλιστα.
Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να θεωρηθεί κλασσικός ο Σαΐντ και το συγκεκριμένο του δοκίμιο. Το θέμα όμως που διαπραγματεύεται είναι κλασσικό και απασχολεί την Πολιτική Θεωρία και Πράξη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, συγκροτώντας ένα τεράστιο βιβλιογραφικό corpus. Όπως και η λέξη διανοούμενος, που ως νεολογισμός ήρθε να υπερβεί την λέξη λόγιος από την εποχή της υπόθεσης του άδικα καταδικασμένου γαλλοεβραίου λοχαγού Άλφρεντ Ντρέυφους και το “Μανιφέστο των Διανοουμένων” στα 1897, όταν μετά το δριμύ “Κατηγορώ” του Εμίλ Ζολά συνυπογράφουν, αλληλέγγυοι με αυτόν, μια σειρά ηχηρά ονόματα της πολιτιστικής δημιουργίας και της πολιτικής ζωής της Γαλλίας (ανάμεσα τους οι: Ανατόλ Φράνς, Μαρσέλ Προυστ, Ζαν Ζωρές, Λέον Μπλούμ, Ζυλιέν Μπεντά, Κλεμανσώ και ο δικός μας Γιάννης Ψυχάρης). Ένα Μανιφέστο το οποίο αντιστρέφοντας τα επιχειρήματα των υπερασπιστών της κρατικής σκοπιμότητας, ότι εκμεταλλεύονται την όποια επιστημονική, πολιτική ή καλλιτεχνική εγκυρότητά τους και αναμειγνύονται σε υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν καμιά αρμοδιότητα, καθιερώνει μια νέα μαχητική ταυτότητα, αυτή του Διανοούμενου. Μια ταυτότητα ενός Δημόσιου Λόγου που θεωρεί χρέος και ευθύνη την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και την κριτική όλων των εξουσιαστικών Θεσμών. Η οποία σύμφωνα με μια παλιότερη σκέψη του Μαρξ «αναλαμβάνει μια ανελέητη κριτική του υπάρχοντος, ανελέητη με την έννοια ότι η κριτική δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στα ίδια της τα συμπεράσματα, ούτε μπροστά στις συγκρούσεις της με την οποιαδήποτε εξουσία»
Πιστός σ’ αυτή την γενεσιουργό ταυτότητα της κατηγορίας Διανοούμενοι ο Σαΐντ επιχειρεί με ένα αυστηρά μεθοδολογικό τρόπο και πλήθος εντυπωσιακά παραδείγματα από την κλασσική λογοτεχνία –απόρροια της επαγγελματικής του σχέσης με την συγκριτική φιλολογία- να δει όχι απλά το ποιοι εντάσσονται σε αυτήν, αλλά κυρίως το ποιοι την υπηρετούν συνειδητά, σε αρμονία με τον γενεσιουργό λόγο δημιουργίας της και ποιος ο κοινωνικός τους ρόλος στο σύγχρονο κόσμο. Αναλύοντας πρωταρχικά τις δυο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις, εκείνη του Αντόνιο Γκράμσι κι εκείνη του Ζυλιέν Μπεντά. Σύμφωνα με τον πρώτο, «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι ωστόσο δεν λειτουργούν όλοι ως διανοούμενοι μέσα στην κοινωνία». Στο άλλο άκρο ο Μπεντά ορίζει τους διανοούμενους ως μια μικρή ελιτίστικη ομάδα χαρισματικών και ηθικά προικισμένων φιλοσόφων–βασιλιάδων που αποτελούν τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους.
Είναι σαφές ότι ο Σαΐντ απορρίπτει τις αριστοκρατικές, βαθιά συντηρητικές αντιλήψεις του Μπεντά -όσο και αν θεωρεί την εικόνα που πλάθουν ελκυστική και επιβλητική- αναδεικνύοντας επαγωγικά τις αντιφάσεις που περικλείουν, ιδιαίτερα στις δυναμικές πραγματικότητες του σημερινού κόσμου. Αντίθετα με τον διορατικό ορισμό του Γκράμσι, σύμφωνα με τον οποίο όλοι όσοι εργάζονται σε κάποιο τομέα που συνδέεται με την παραγωγή ή την κατανομή της γνώσης είναι διανοούμενοι - τον οποίο βλέπει να επιβεβαιώνεται στο σήμερα με τα πάμπολλα νέα επαγγέλματα, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών παραγωγών, πανεπιστημιακών, ειδικών πληροφορικής, συμβούλων διοίκησης επιχειρήσεων, πολιτικών εμπειρογνωμόνων, κυβερνητικών συμβούλων, συντακτών εξειδικευμένων εκθέσεων αγοράς και ουσιαστικά όλο το φάσμα της μαζικής σύγχρονης δημοσιογραφίας. Γεγονός που αναδεικνύει την πρωτοποριακή γκραμσιανή σύλληψη στα Τετράδια της Φυλακής, η οποία απέδιδε στους διανοούμενους, και όχι στις κοινωνικές τάξεις, κεντρική θέση στις λειτουργίες των σύγχρονων κοινωνιών. Ακριβώς δε από αυτή την παραδοχή συγκρούεται με τις αρνητικές παραδηλώσεις της έννοιας διανοούμενοι και διανόηση που κυριαρχούν στην αγγλοσαξονική κουλτούρα –και όχι μόνο, προσθέτουμε εμείς- όπως και με τις απόψεις –κυνικές και υβριστικές τις χαρακτηρίζει– οι οποίες θεωρούν ότι δεν υπάρχει κλίση για τη διανόηση και πανηγυρίζουν μάλιστα γι’ αυτό. «Διαφωνώ –γράφει– όχι μόνο επειδή μπορεί όντως να διατυπωθεί μια συνεκτική περιγραφή της εν λόγω κλίσης, αλλά επειδή πλέον ο κόσμος βρίθει όσο ποτέ άλλοτε από επαγγελματίες, ειδήμονες, συμβούλους – εν ολίγοις από διανοούμενους που ο κυριότερος ρόλος τους είναι να παρέχουν την αυθεντία τους, αποκομίζοντας σημαντικότατα κέρδη». Άλλωστε «στη νεώτερη ιστορία δεν έχει υπάρξει μεγάλη επανάσταση χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων κατ’ αντίστροφο τρόπο δεν έχει υπάρξει ποτέ αντεπαναστατικό κίνημα χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων»!
Και από την συνειδητοποίηση της ιστορικής αυτής πραγματικότητας, αντιπαλεύει τις λεγόμενες μεταμοντέρνες αντιλήψεις για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων χειραφέτησης και διαφωτισμού και των οικουμενικών αξιών, τάση μετατροπής του διανοούμενου σε ένα απλό υπέρ-εξειδικευμένο απρόσωπο επαγγελματία ή επιτήδειο ειδικό, που το μόνο που τον απασχολεί στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι να κάνει καλά τη δουλεία του. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο διανοούμενος έχει «έναν πολύ συγκεκριμένο δημόσιο ρόλο ... κεντρικό σημείο (του οποίου) είναι η ικανότητα αναπαράστασης, ενσάρκωσης και άρθρωσης ενός μηνύματος, ενός οράματος, μιας στάσης, μιας φιλοσοφίας, ή μιας άποψης, που πραγματοποιούνται ενώπιον, αλλά και εκ μέρους, ενός κοινού ... του οποίου αποτελεί τον εκπρόσωπο, μα όχι τον τιμητή. Οι κομματικοί δεσμοί, το εθνικό πλαίσιο και η πρωταρχική αίσθηση νομιμοφροσύνης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποσκελίζουν το κριτήριο της αλήθειας σχετικά με την ανθρώπινη δυστυχία και καταπίεση. Κανένα άλλο στοιχείο δεν παραμορφώνει το δημόσιο πρόσωπο του διανοουμένου, περισσότερο από τη λοξοδρομία, την επιφυλακτική σιωπή τον πατριωτικό φανφαρονισμό, τη μελοδραματική αναδρομική αποστασία.
Γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό ρόλο του διανοούμενο ως «ξένου», «ερασιτέχνη», και ανατροπέα του όποιου status quo. Ως άνθρωπο που αρνείται να αφομοιωθεί, ο οποίος λόγω της θέσης του, οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα σε δημόσιο επίπεδο, να αντιπαρατίθεται στην ορθοδοξία και τον δογματισμό –και όχι να αποτελεί την πηγή τους– να αντιστέκεται στη στρατολόγησή του από διάφορες κυβερνήσεις ή τις μεγάλες επιχειρήσεις και αφ’ ετέρου ο λόγος της ύπαρξής του είναι η εκπροσώπηση των ανθρώπων και των θεμάτων που κατά κανόνα τείνουν να λησμονούνται ή αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν». Από την σκοπιά αυτού του κοινωνικού ρόλου, του είναι «ειλικρινά απωθητική ... η μακάρια αμεριμνησία των διανοουμένων που βρίσκονται στην εξουσία», ενώ το «χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων μεγαλώνει μέρα με την μέρα» ή εκείνο των «διαφόρων ψυχρών πραγματιστών και ρεαλιστών που επινόησαν τερατώδη μυθεύματα όπως η Νέα Παγκόσμια Τάξη και η σύγκρουση των πολιτισμών» σε ένα κόσμο που «οι πολιτισμοί έχουν σε μεγάλο βαθμό αναμειχθεί και η αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζουν τις ιστορικές διαδρομές τους είναι τόσο έντονες, που αποκλείουν κάθε προσπάθεια να διαχωριστούν ριζικά σε μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις ‘Ανατολή’ και ‘Δύση’»
Αντίθετα ο διανοούμενος έχοντας πλήρη επίγνωση της αλληλεπίδρασης τοπικού, υποκειμενικού και του εδώ και τώρα, οφείλει να δρα στηριζόμενος σε αρχές οικουμενικές: όλοι οι άνθρωποι σ’ όποιο έθνος και αν ανήκουν, δικαιούνται να αντιμετωπίζονται από τις κοσμικές εξουσίες βάσει ορισμένων στοιχειωδών κανόνων ελευθερίας και δικαιοσύνης, οι σκοπιμότητες ή οι εξ αμελείας παραβιάσεις αυτών των κανόνων πρέπει να καταμαρτυρούνται και να καταπολεμούνται με γενναιότητα»! Με αυτή την αντίληψη για το δημόσιο ρόλο του διανοουμένου υποστηρίζει ότι παράλληλα δεν υπάρχει ιδιωτεύων διανοούμενος αλλά τα άτομα που χαρακτηρίζονται από αυτή την κλίση –«ασχέτως αν αυτή λέγεται ομιλία, συγγραφή, διδασκαλία ή τηλεοπτική εμφάνιση- από τη στιγμή που προχωρούν σ’ αυτή, εισέρχονται αυτόματα στη δημόσια σφαίρα ... Ούτε όμως υπάρχει μόνο ‘δημόσιος’ διανοούμενος που να χρησιμεύει σαν σημαιοφόρος, εκπρόσωπος ή σύμβολο ενός αγώνα, ενός κινήματος ή μιας άποψης. Ενυπάρχει πάντοτε η προσωπική απόχρωση και η ατομική ευαισθησία στοιχεία που δίνουν νόημα σ’ όλα όσα λέει ή γράφει ... Πάνω απ’ όλα σκοπός του διανοούμενου ... είναι να ενοχλεί, να αντιλέγει ή και να δυσαρεστεί ακόμη».
Έχει ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση ότι αυτός ο κοινωνικός ρόλος οδηγεί τον διανοούμενο «πολλές φορές να αισθάνεται ανίσχυρος απέναντι στο ισχυρό δίκτυο των κοινωνικών εξουσιών ... να μην έχει την δυνατότητα να πραγματοποιήσει άμεσες αλλαγές και ορισμένες φορές να περιορίζεται στο ρόλο του μάρτυρα κάποιων δραματικών γεγονότων τα οποία διαφορετικά θα αποκρύπτονταν». Κάτι καθόλου όμως αμελητέο!
Βέβαια αυτή η συμπεριφορά ούτε φιλίες με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ούτε επίσημες τιμές εξασφαλίζει: «Η θέση αυτή είναι μοναχική, αυτό είναι σίγουρο, μα αξίζει πάντα πολύ περισσότερο από την αγελαία ανοχή της ισχύουσας κατάστασης των πραγμάτων».
Και αυτό, τον αμφισβητησιακό κοινωνικό ρόλο όσο απομακρυνόμαστε από την κεντρική πολιτικό-πολιτισμική κεντρική σκηνή, το συναντάμε στη διευρυνόμενη νέα κοινωνική δυναμική. Αρκεί να απαλλαγούμε –πράγμα όχι τόσο εύκολο– από την αναπαραγωγή των «επωνύμων» προσώπων τού κυρίαρχου δικτύου δημοσίων σχέσεων, της Αριστεράς μη εξαιρουμένης. Αρκεί να απαλλαγούμε από τα αρνητικά σύνδρομα για τους δικούς μας οργανικούς διανοούμενους και την δυσφορία που γεννά η κριτική τους. Και να ανοίξουμε διόδους παρουσίασης των δημιουργικών τους σκέψεων και στάσεων αποδεχόμενοι τον κεντρικό τους ρόλο σύμφωνα με την Γκραμσιανή ανάλυση !

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εάν στην Εξουσία ισχύει "Αρχειν Αρχεσθαι" τότε οι Διανοούμενοι μαθητεύυν κι' Αθλούνται σαν παιδαγωγοί! ενώ στην ελληνική μυθολογία "Διανοούμενοι και Εξουσία" ίσως σημαίνουν "Ηρακλής και Ευρυσθέας",