19/5/13

Η "αποξένωση" του Καβάφη

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Ο Γιώργος Σαραντάρης έγραφε: "Ο Βαρίκας σα μόνο πρόδρομο του [Ζήση] Οικονόμου στη νεοελληνική ποίηση αναφέρει τον Καβάφη. Αλλ' αν ο Καβάφης έβλαψε τη νεοελληνική γλώσσα στην ενότητά της, δημιουργώντας ναι μεν ύφος προσωπικό, αλλά όχι ομιλία που να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας, ο Οικονόμου απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από το πάτριο έδαφος, γιατί δεν υπακούει μήτε καν σε κάποια λόγια παράδοση της γης του, όπως συμβαίνει με τον Καβάφη". Από τη διατύπωση του Σαραντάρη μένει σαφώς το "προσωπικό ύφος" και η ομιλία που δεν "συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας", παρ' όλο που "υπακούει σε κάποια λόγια παράδοση", κάθε φορά που το έργο του Καβάφη επιχειρεί να εισχωρήσει στα νεοελληνικά μας με την αναμφισβήτητη αύρα του, κάπως ασταθή μεν αλλά αναμφισβήτητη ως προς την υφολογία του την προσωπική, μακριά από τη γλώσσα της νεοελληνικής ποιητικής.
Ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε πως ο Καβάφης -και ο Σολωμός και ο Κάλβος- δεν ήξερε ελληνικά. Άρα, δεχόταν την αναμφισβήτητη αύρα του Καβάφη, τον απέκλειε όμως, ομοίως, αν και με εντελώς διαφορετική προοπτική από εκείνη του Σαραντάρη, από τα έργα και τις ημέρες της νεοελληνικής γλώσσας που συγκροτεί το σώμα της νεοελληνικής ποιητικής.

Έκτοτε, μεσολάβησαν πολλά ρεύματα και κινήματα ποιητικά, μοντερνιστικά, ή, προσφάτως, και μεταμοντερνικά. Σε όλα αυτά, η αύρα του καβαφικού έργου οπωσδήποτε εξακολούθησε να πλανάται μέσα στην ασφυκτική της καβαφολογία, ο Καβάφης όμως έμεινε "εκτός γλώσσης", ανοικονόμητος και χωρίς να μεταβολίζεται στο σώμα της νεοελληνικής ποιητικής, απροσάρμοστος στην ορθοδοξία της ποιητικής, έστω και αν οι γλώσσες οι ποιητικές όχι λίγες φορές επεδίωκαν την ανορθοδοξία, πάντα ωστόσο εντός της "λαλιάς" που "λαλούσε" η ελληνική γλώσσα την οποία ο Καβάφης δεν ομιλούσε, παρά την υπακοή του "σε κάποια λόγια παράδοση".
Ο Βύρων Λεοντάρης έχει γράψει: "... δεν θα έπρεπε να αποδίδεται μια 'ιστορική αίσθηση' ή ένα 'αίσθημα χρονικού συνταυτισμού' στον Καβάφη, αφού σίγουρα είναι καθηλωμένος σε μια καθηλωμένη στον εαυτό της ιστορική περίοδο, χωρίς την αίσθηση και εποπτεία του ιστορικού γίγνεσθαι [...]. Το ματαιωμένο παρελθόν καθώς θαλασσοδέρνει το σώμα του έγκλειστου το κάνει να ηχεί τη φωνή του. Ο έγκλειστος μιλάει με όλο του το σώμα. Γιατί δεν έχει άλλον εαυτό. Γιατί το σώμα του δεν έχει άλλον τρόπο επιβεβαίωσης". Από την εξαιρετικά διεισδυτική διατύπωση του Λεοντάρη μένει σαφώς η καθήλωση του Καβάφη σε "μια καθηλωμένη στον εαυτό της ιστορική περίοδο" και επιπλέον το καβαφικό σώμα, άρα και η ποίηση η καβαφική, που "ηχεί τη φωνή του". Θα προσέθετα ασφαλώς "και μόνο τη φωνή του", θέλοντας να τονίσω ότι η καβαφική ποίηση ακούει πράγματι μόνο τη φωνή της, καθηλωμένη στον χρόνο και στον εαυτό της. Από εδώ μάλιστα προκύπτει και η αγωνία του Σαραντάρη, όταν τον Καβάφη θέλει να τον πολιορκήσει με τις δικές του ποιητικές συνηχήσεις:
Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;
Ο Αντώνιος της ποίησής σου η Αλεξάνδρεια.
Δικαιούμαι λοιπόν να πω: ο Καβάφης θέλησε να είναι μόνος -γλωσσικά, υφολογικά, ποιητικά, ιστορικά. Και επιπλέον θέλησε να ηχεί την καθήλωσή του, που σημαίνει ότι αντιστάθηκε στην αποκαθήλωση, που θα έκανε την αναμφισβήτητη αύρα του να βρει τουλάχιστον κάποιες ρηγματώδεις διαδρομές μέσα στο νεοελληνικό ποιητικό σώμα. Ωστόσο, αυτό είναι ένα πρώτο συμπέρασμα που μου φαίνεται κάπως επιδερμικό μέσα στο προφανές.
Μπορεί πράγματι ο Καβάφης να μην αγάπησε ποτέ του μια Ρωξάνη. Και μπορεί ο Αντώνιος της ποίησής του να ήταν πράγματι η καθήλωσή του στην Αλεξάνδρεια, που και αυτή ήταν καθηλωμένη στον εαυτό της. Όμως αυτός δεν είναι ο λόγος του αποκλεισμού του από το νεοελληνικό ποιητικό σώμα: ο "έκλειστος" δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο "αποκλεισμένος" - η ποίηση που ακούει μόνο τη φωνή της δεν σημαίνει ότι δεν ηχεί μέσα σε άλλους ήχους, δεν σημαίνει ότι αποξενώνεται από τους άλλους ήχους. Σκέφτομαι ότι ο πραγματικός λόγος του αποκλεισμού και της αποξένωσης του Καβάφη (παρά την συντριπτική υπεροχή της ποιητικής του αύρας) είναι ότι η ποιητική του φωνή δεν "συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά" των νεοελληνικών μας, άρα και των ποιητικών μας τροπισμών, και επιτέλους ότι δεν ξέρει τα ελληνικά του Σεφέρη, δηλαδή τα ελληνικά που θεωρήθηκαν ο προνομιακός και μοναδικός τόπος ανάπτυξης των ποιητικών (μας) γλωσσών και εξακολουθούν να θεωρούνται με αυτόν τον τρόπο. Κατά συνέπεια, η "αποκαθήλωση" της "καθηλωμένης" γλώσσας δεν αφορά τον ίδιο τον Καβάφη, αλλά πιθανώς τη νεοελληνική μας ιδεοληψία και καθήλωση στη λαλιά που συμβαδίζει αυτονοήτως με τη διαμορφωμένη, αν όχι κατασκευασμένη, λαλιά της κυριαρχούσης ποιητικής γλώσσας.
Ο Τέλος Άγρας έχει διατυπώσει διαφορετικά το ερώτημα: "Ο Καβάφης", αποφαίνεται, "δεν είναι ο κατεχόμενος από την ιερή μανία, που θέλει ιδιαίτερη μύηση για την κατανόηση των χρησμών της και που μεταχειρίζεται τη σκληρή εκείνη ποιητική διάλεκτο∙ η ποίησή του είναι μόλις λίγη έξαρση απάνω από την καθημερινή ομιλία. Χωρίς πίστη, γεμάτη αμφιβολία, σκεπτικισμό, πεσιμισμό -στερείται φυσικά τη μεγαλόφωνη διατύπωση, που εμπνέει η πεποίθηση και η κατηγορηματική πίστη προς το ιδανικό". Μήπως εντέλει, η "αποξένωση" του Καβάφη από τα νεοελληνικά μας οφείλεται στην από μέρους του ανυπαρξία ποιητικής διαλέκτου αντίστοιχης προς την κρατούσα ποιητική διάλεκτο, ή εν πάση περιπτώσει προς τη "μανία" του με την οποία οι επίγονοι επεχείρησαν και κατά κανόνα επιχειρούν να διαμορφώσουν μια γλώσσα ποιητική μέσα στην οποία ασφαλώς η "καθημερινότητα" του Καβάφη δεν χωρούσε στην "καθημερινότητα" αυτής της ποιητικής γλώσσας;
Ας επιχειρήσω έναν σύγχρονό του, τουλάχιστον, ποιητικό παραλληλισμό, χωρίς καμιά απολύτως συγκριτική πρόθεση, ούτε αξιολογικά ούτε υφολογικά, προς την καβαφική ποιητική. Θα μπορούσα να αναρωτηθώ χωρίς μεγάλη δυσκολία και εξ αφορμής της καβαφικής "αποξένωσης", μήπως ανάλογα στοιχεία δεν βρίσκουμε αίφνης στην αποξένωση του Τάκη Παπατσώνη από το corpus της νεοελληνικής μοντερνικής ποιητικής γλώσσας, από την ποιητική διάλεκτο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου κ.λπ.; Με την ίδια ευκολία που ο Καβάφης δεν διάβηκε καν το κατώφλι των ποιητών, ο Τάκης Παπατσώνης παρέμεινε "άγνωστος" για τη γραφίδα των επιγόνων (του) και εξακολουθεί να αποτελεί μια "ιδιαίτερη" γραφή "προσωπικού ύφους" και τίποτε περισσότερο. Μάλιστα, ο Νίκος Φωκάς, μιλώντας για τη γλωσσική ιδιαιτερότητα του Παπατσώνη, τον συνδέει ουσιαστικά με την ποιητική διάλεκτο του Καβάφη. Γράφει: "Μιξοκαθαρευουσιάνικη γλώσσα -με πολλή θυμοσοφία πολύ συχνά- όπου συνυπάρχουν, όπως και στον Καβάφη, πολλά ταυτόχρονα παραδοσιακά ιδιώματα, συμφιλιωμένα, και καθόλου ξένα το ένα προς το άλλο, μέσα σε μια καινούργια γλωσσική σύμβαση κι ευταξία...".
Η γλωσσική σύμβαση και ευταξία του Καβάφη, ανάρμοστη με τη γλωσσική σύμβαση του σώματος της νεοελληνικής μοντερνικής ποιητικής γλώσσας, είναι που αποξένωσε τον Καβάφη από το νεοελληνικό ποιητικό γλωσσικό συν-κείμενο, και αποδυνάμωσε, μέχρις εξαφανίσεως, τη δύναμη της εισχώρησής του στους τρόπους και στους τροπισμούς των ποιητικών επιδόσεων των μεταγενεστέρων. Αυτό, ωστόσο, σημαίνει ασφαλώς και αποδυνάμωση του ποιητικού κέντρου, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται το ποιητικό μας σώμα και η ποιητική μας φωνή.
Υπάρχει βέβαια και το πρόβλημα της γλωσσικής νοοτροπίας, όπως το έθεσαν για τον Καβάφη κάποιοι παλαιότεροι, και κυρίως ο Τέλος Άγρας και ακολούθως ο Κλέων Παράσχος. Για τον Άγρα, οι λέξεις του Καβάφη "εξαντλούν διαθέσεις, όχι συναισθήματα". Είναι ίσως αυτή η νοοτροπία που κάνει τη γλώσσα του Καβάφη περιεχόμενο της ποίησής του, έτσι που να προκαλεί, αν μη τι άλλο, την αμηχανία των επιγόνων. Πώς είναι δυνατόν η γλώσσα όχι να περιβάλλει την ποιητική ιδέα, αλλά αυτή η ίδια να είναι η ποιητική ιδέα; Αυτό φαίνεται ανυπόστατο, αλλά συγχρόνως και ανεπίτρεπτο για το ποιητικό ιδίωμα που πασχίζει να δημιουργήσει μια γλώσσα και που, κατά κάποιον τρόπο, "χρησιμοποιεί" τη γλώσσα ως όχημα. Πιστεύω ότι τέτοιο όχημα δεν μπορεί να βρεθεί στην καβαφική γλώσσα. Διότι η καβαφική γλώσσα είναι πράγματι ένα "petit fatalisme" και αυτό ακριβώς είναι και η ποίησή του, ένας petit fatalisme. Η ποίηση -η φωνή- του Καβάφη δεν εδραιώνει παρά μόνο τη γλώσσα του, και αντιστρόφως, η γλώσσα του Καβάφη δεν εδραιώνει παρά μόνο την ποίησή του. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος της "αποξένωσής" του, ένας ίσως μοιραίος λόγος για το δικό μας πλέον ποιητικό σώμα, για τη δική μας ποιητική φωνή.

David Hockney, 10 Rue Lepsius, 1966, 
φέρει χειρόγραφο κείμενο: "Cavafy always in the shade to hide his wrinkles", 
μελάνι σε χαρτί, 32 x 25.5 cm, Ιδιωτική συλλογή

Δεν υπάρχουν σχόλια: