26/5/13

Καβάφης και δημοτικό τραγούδι

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ασχολήθηκε, και αυτή είναι ίσως μία λιγότερο γνωστή πλευρά του, συνειδητά και συστηματικά με το δημοτικό τραγούδι, κυρίως μέσω του δοκιμιακού/κριτικού έργου του – έργου, βεβαίως, που προϋποθέτει μία αντίστοιχη συστηματική ανάγνωση των δημοτικών τραγουδιών επί σειρά ετών[1]. Καθώς, δε, ο ίδιος υποτιμούσε την μη ποιητική κειμενική παραγωγή του, ξεχωρίζοντας από αυτήν ως αξιόλογες τρεις μόνον βιβλιοκρισίες του[2], είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ανάμεσα στα τρία αυτά επίλεκτα κείμενα βρίσκονται, αφ’ ενός, η κριτική του για τον τόμο Εκλογαί από τα τραγούδια τού Ελληνικού λαού του Ν. Γ. Πολίτη και, αφ’ ετέρου, η κριτική του για τον τόμο Καρπαθιακά Δημοτικά Άσματα του Μ. Γ. Μιχαηλίδη. Στις κριτικές αυτές (η κριτική για το δεύτερο βιβλίο είναι οπωσδήποτε λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη για το πρώτο) διαπιστώνονται οι πλούσιες γνώσεις τού ποιητή ως προς το αντικείμενο «δημοτικό τραγούδι», καθώς είναι σε θέση να κάνει συγκρίσεις και να παραθέτει και από άλλες αντίστοιχες συλλογές, ενώ, παράλληλα, γίνονται σαφή τα αισθητικά, εντελώς προσωπικά ενίοτε, κριτήρια που οδηγούν τις προτιμήσεις του (ή ακόμα και τις “διορθωτικές” τάσεις του). Έτσι, επί παραδείγματι, διαβάζουμε ότι προτιμά έναν στίχο ποιητικώς ανώτερο ακόμη και έναντι του αυθεντικού ή αυθεντικότερου, ο οποίος, όμως, δεν είναι εξίσου «έντεχνος» ή «ονειρώδης» και, επίσης, ακούμε τις εξομολογήσεις του σχετικά με τα μοιρολόγια, τα οποία είναι εκείνα που «απ’ όλη μας την δημοτική ποίησι» τον «ελκύουν πιότερο. Στην συγκίνησί των αφίνομαι, κ’ η υπερβολή τού θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου· στον θάνατον εμπρός τέτοιον καϋμό θέλω»[3]. Στις προαναφερθείσες δύο βιβλιοκρισίες, και πάντα στο πλαίσιο της σχέσεως του κριτικού–δοκιμιογράφου Καβάφη με το δημοτικό τραγούδι, θα πρέπει, βέβαια, να προσθέσουμε «το σχέδιο εισαγωγής σε μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών για παιδιά – συλλογή που πιθανότατα ανατέθηκε τελικά σε άλλον και εκδόθηκε ανώνυμα από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο της Αιγύπτου», αλλά η οποία «βασίστηκε κυρίως στην δική του επιλογή τραγουδιών», ολοκληρωμένη ήδη πριν την γραφή τού «σχεδίου», όπως αποδεικνύει στην εμπεριστατωμένη μελέτη του ο Γ. Π. Σαββίδης[4].
Η εν λόγω «ανθολογία των δημοτικών τραγουδιών για τα παιδιά» (1921) αποτέλεσε το κύκνειο άσμα τού Εκπαιδευτικού Ομίλου της Αιγύπτου, το οποίο, μάλιστα, ως εκδοτική πράξη θεωρήθηκε τότε «όχι απλώς εκπαιδευτικά πρωτοποριακή μα και πολιτικά τολμηρή». Πόσω μάλλον το ίδιο το γραμμένο από τον Καβάφη «σχέδιο εισαγωγής», το οποίο χαρακτηρίζεται από τον Γ. Π. Σαββίδη ως μία «από τις πυκνότερες εκφράσεις του ‘συμπαθητικού’ κριτικού στοχασμού τού Καβάφη κατά την έκτη δεκαετία της ζωής του (1914-1923)», ενώ διαπιστώνεται ότι «η ‘αιρετική’ στιβαρότητά του ξεπερνούσε κατά πολύ τις αμήχανα ‘προοδευτικές’ προδιαγραφές των περισσότερων μελών του Ε.Ο.Α.», με τις απόψεις των οποίων διαφαίνονται ριζικές διαφορές από την πλευρά του Καβάφη. Παραθέτω εδώ, ενδεικτικά, τις τελευταίες γραμμές αυτού του «σχεδίου εισαγωγής»: «[…] είναι ένα καλό εφόδιο για έναν έφηβο όταν ανοίγει το βιβλίο κανενός σύγχρονου ποιητού, να έχει εξοικειωθεί διά της αναγνώσεως των δημοτικών ασμάτων στον λαϊκό ελληνικό στίχο – με τον έμορφο ίαμβον, με τες δεκαπέντε συλλαβές του που πότε γρήγορα κ’ ελαφρά τρέχουν πότε βαρυά και βραδέως κινούνται»[5].
Στην εποχή ακριβώς κατά την οποία ο Καβάφης απασχολείτο με την ανθολόγηση των δημοτικών τραγουδιών, πιθανότατα, δε, κατά την διάρκεια της υπηρεσιακής άδειάς του μεταξύ 23 Ιουνίου και 30 Σεπτεμβρίου 1920[6], θα τοποθετήσουμε, λοιπόν, την αναφορά τού πρώτου στίχου, «Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια», από το ποίημα «Πάρθεν» (χρονολογημένο τον Μάρτιο του 1921), το οποίο αποτελεί και το κυριότερο δείγμα τής στενής σχέσης τού ποιητή με την δημοτική ποίηση, δείγμα ενταγμένο αυτήν την φορά στο λογοτεχνικό έργο του[7]. Η εκτενής και διεξοδική εξέταση αυτού του ποιήματος από τον Ξενοφώντα Κοκόλη (ο οποίος αξιοποιεί και τις, λίγες συγκριτικά, προηγηθείσες σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές)[8] αποδεικνύει πράγματι ότι το «Πάρθεν» αποτελεί κορυφαίο και μάλιστα μοναδικό δείγμα τού διακειμενικού διαλόγου προσωπικής και δημοτικής ποίησης στο έργο του Καβάφη, δείγμα ανήκον στην ώριμη καλλιτεχνική του περίοδο.

ΠΑΡΘΕΝ

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό τής Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’  τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν άθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στού κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας εν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».[9]

Σύμφωνα και με τον Ξενοφώντα Κοκόλη, στο «Πάρθεν» «περιέχεται η εκτενέστερη μέσα στο σύνολο του καβαφικού ποιητικού έργου ενσωμάτωση ασύμβατου γλωσσικού υλικού», ενσωμάτωση η οποία, ως γεγονός και μόνον, αρκεί για να δικαιολογηθεί η άποψη, διατυπωμένη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, «ότι το Πάρθεν ‘γενετικά δεν ανήκει πουθενά’»[10]. Την αίσθηση, δε, της μοναδικότητας που μας αφήνει το «Πάρθεν», ο Ξ. Κοκόλης υποστηρίζει πειστικά πως «την χρωστούμε στο είδος τού υλικού που ενσωματώνεται», με άλλα λόγια, στην «κατασκευαστική τόλμη» τού Καβάφη να αναμείξει φράσεις, όχι λέξεις απλώς, «της ποντιακής διαλέκτου με τα συντηρητικά ελληνικά του υπόλοιπου κειμένου». Στην προρρηθείσα γλωσσική μοναδικότητα, σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη άπαξ, ουσιαστικά, ρητή αναφορά από τον Καβάφη στον «ψυχολογικό κόμπο Άλωση της Πόλης» αποδίδεται το γεγονός ότι το ποίημα, αν και άρτιο τεχνικά, παρέμεινε ανέκδοτο.
Είδαμε και νωρίτερα πόσο τα μοιρολόγια είλκυαν τον Καβάφη, πιότερο απ’ όλη μας την δημοτική ποίηση. Ο τραπεζούντιος θρήνος, λοιπόν, που ενσωματώνεται στο «Πάρθεν», και με τον οποίο συντονίζεται ο ποιητής (θέτοντας μία σειρά από ερωτήματα, τόσο, αφ’ ενός, για την πολιτική διάσταση του ποιήματος και την κίνηση προς μια αντικατάσταση του ατόμου από μια συλλογική συνείδηση, όσο και, αφ’ ετέρου, για την ένταξη του «Πάρθεν» στα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη[11] αλλά και για το συναφές, κατά μία έννοια, ζήτημα της ορθότητας της κατηγοριοποίησης των δημοτικών τραγουδιών[12]), τεκμηριώνει με τον πλέον έγκυρο τρόπο για έναν καλλιτέχνη, δηλαδή, με την λογοτεχνική πράξη, την προαναφερθείσα δήλωση του ποιητή. Επιπλέον διαπιστώνεται ότι, στην περίπτωση του Καβάφη, πρόκειται για μια ποίηση προσωπική που διαλέγεται μέσω σαφώς προσδιορισμένων διακειμένων με την δημοτική για να συντονιστεί, τελικά, μαζί της,
Συμφωνώντας, δε, σε γενικές γραμμές[13], με την επεξεργασμένη αναλυτικά από τον Αλέξη Πολίτη αντίληψη για την «Δεύτερη ζωή των δημοτικών τραγουδιών», στην γραπτή, πλέον, μορφή τους, μορφή που ενσωμάτωσε μεγάλο πλήθος και εξίσου μεγάλη ποικιλία λόγιων παρεμβάσεων και νοθεύσεων, δεν θα μπορούσαμε, βέβαια, να αμφισβητήσουμε και το γεγονός μιας τρίτης ζωής, στο πλαίσιο ή στην εκδοχή τής παρουσίασης των δημοτικών τραγουδιών εντός τού λογοτεχνικού έργου άλλων, επώνυμων, δημιουργών. Σε αυτήν την τρίτη ζωή, μάλιστα, η σημασία των προηγούμενων νοθεύσεων ίσως και να υποσκελίζεται από μία καινούργια, μάλλον ευπρόσδεκτη, ενσωμάτωση – αυτήν που προκύπτει ως αποτέλεσμα από την ποικιλότροπη συμπαρουσία προσωπικής και δημοτικής ποίησης στο ίδιο κείμενο. Στην θετική αντιμετώπισή της, αυτή η συμπαρουσία διαβεβαιώνει για την αδιατάρακτη συνέχεια της δημοτικής παράδοσης στην δυναμικότερη και όχι στην συντηρητική εκδοχή της.


[1]. Βλ. σχετικά και στο Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τόμος Β′, Ερμής, Αθήνα, 1987, σσ. 220-221.
[2]. Βλ. σχετικά στο Κ. Π. Καβάφη, Τα Πεζά (1882; – 1931), Φιλολογική επιμέλεια: Μιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003, σ. 14.
[3]. Βλ. Τα Πεζά, ό.π., σσ. 119-120, 122.
[4]. Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Ο Καβάφης συντάκτης μαθητικής ανθολογίας δημοτικών τραγουδιών», Μικρά Καβαφικά Β′, Ερμής, 1987, σσ. 205-246/ κυρίως σ. 218 κ.ε.
[5]. Βλ. Τα Πεζά, ό.π., σ. 306. Θα συμπληρώναμε, εδώ, ακολουθώντας την ερευνήτρια Σταματία Λαουμτζή, ότι «[…] την εικόνα της επίμονης συναναστροφής του [Καβάφη] με τα κείμενα της δημοτικής παράδοσης συμπληρώνει η σύνταξη ενός Λεξικού, όπου θησαύρισε για χρηστικούς λόγους λέξεις και φράσεις, για πολλές από τις οποίες παραπέμπει στα Δημοτικά Τραγούδια του Passow, στις Παραδόσεις και Παροιμίες του Νικολάου Πολίτη, στον Β′ τόμο των Κυπριακών του Σακελλαρίου και αλλού»· βλ. στο «Κ. Π. Καβάφης – Γ. Σεφέρης και δημοτικό τραγούδι», Κονδυλοφόρος 1 (2002), σσ. 75-90/ εδώ, σ. 76. Στον τόμο Τα Πεζά, ό.π., σσ. 277-278, καταχωρίζεται το «σχεδίασμα εισαγωγής» που είχε συνθέσει ο Καβάφης για το εν λόγω «Λεξικό», ενώ στα Μικρά Καβαφικά Β′ (ό.π., σσ. 311-332) ο Γ. Π. Σαββίδης συμπεριλαμβάνει την πρώτη και εκτενή σχετική κριτική αναφορά από κοινού με τα αντίστοιχα τεκμήρια.
[6] Βλ. σχετικά στο Μικρά Καβαφικά Β′, ό.π., σ. 221.
[7]. Για κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπου «το δημοτικό τραγούδι ερέθισε (αλλά όχι έντονα) τον μηχανισμό της καβαφικής έμπνευσης», βλ. στο Ξενοφών Α. Κοκόλης, «Θερμοπύλες» και «Πάρθεν». Ένα πλην κι’ ένα συν στην ποίηση του Καβάφη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1985, σ. 42 και στο Σταματία Λαουμτζή, ό.π., σ. 78. Επιπλέον, στην ίδια αυτήν μελέτη της, η Στ. Λαουμτζή ερευνά, αφ’ ενός, τους «μορφολογικούς τρόπους του δημοτικού τραγουδιού», οι οποίοι εγγράφονται στην ποίηση του Καβάφη και, αφ’ ετέρου, την θεματική σχέση με το δημοτικό τραγούδι, η οποία, τροποποιημένη, εμφανίζεται ως «ένα είδος θεματικής μονάδας» μέσα στην ποίηση του Αλεξανδρινού.
[8]. Πρόκειται για την μελέτη του Ξ. Α. Κοκόλη, «Πάρθεν. Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση», αναδημοσιευμένη στο βιβλίο του Θερμοπύλες και Πάρθεν, ό.π., σσ. 31-66.
[9]. Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Ποιήματα (1882-1923), Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος, Αθήνα, 1982, σσ. 183-185.
[10]. Παρατίθεται από τον Ξ. Κοκόλη, ό.π., σ. 41.
[11]. Για μία διαφορετική οπτική ως προς την (συμβατική) διάκριση των ποιημάτων του Καβάφη, αφ’ ενός, και ως προς τις καβαφικές προσεγγίσεις, αφ’ ετέρου, βλ. στο κείμενο της Ελένης Πολίτου– Μαρμαρινού, «Ο Καβάφης και ο γαλλικός Παρνασσισμός», στο βιβλίο της Συγκριτική Φιλολογία Από τη θεωρία στην πράξη, Ελληνικά Γράμματα, 2009, σσ. 191-216, καθώς και στο άρθρο τού Μ. Γ. Μερακλή, «Εποχές και εκδοχές των καβαφικών προσεγγίσεων», Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 30 Απρίλη 1988, σ. 26.
[12]. Βλ. π.χ. σχετικά στο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2010, σσ. 327, 402-403. Να σημειωθεί εδώ ότι με το ποντιακό τραγούδι, του οποίου στίχους ενσωματώνει ο Καβάφης, έχει ασχοληθεί (και παραπέμπει, μάλιστα, μεταξύ άλλων, στην πρώτη του έκδοση) ο Αλέξης Πολίτης στην μελέτη του «Της Αγιάς Σοφιάς το τραγούδι», ό.π., σσ. 351-359 (γίνεται, δε, αναφορά και στο τραγούδι υπ’ αριθμόν 195 του Passow από όπου αντλεί και ο Καβάφης)· εκεί γίνεται και πάλι λόγος για τον “συμφυρμό” ιστορικότητας και θρήνου στα δημοτικά τραγούδια για αλώσεις πόλεων.  
[13]. Βλ. π.χ. και τις σχετικές αντιρρήσεις τού Μ. Γ. Μερακλή· παρατίθενται στο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 217/ Σημ. 2.

Η προθήκη του καπνοπωλείου 

Δεν υπάρχουν σχόλια: