26/5/13

Ο Καβάφης του Νίκου Εγγονόπουλου

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

Με την απόλυτα ιδιότυπη γραφή και την έκκεντρη ματιά του, ο Εγγονόπουλος συνεχίζει να φέρνει σε αμηχανία τους μελετητές, που τον προσεγγίζουν «ψηλαφώντας στα σκοτεινά». Οι περισσότερες παρατηρήσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για τη σχέση του με τον Καβάφη είναι αποσπασματικού χαρακτήρα και κινούνται στα πλαίσια της παράθεσης θεματικών και φραστικών αναλογιών του έργου τους, ενώ δεν αποφεύγεται πάντα η ερμηνευτική αυθαιρεσία. Μια μονογραφία που θα εξέταζε τον διάλογο του υπερρεαλιστή ποιητή με τον Καβάφη στη χρονική εξέλιξή της και σε όλες τις διαστάσεις της -ποιητική, εικαστική, κριτική, σκηνογραφική, ενδυματολογική, ιδεολογική-, πέρα από την εύλογη χρησιμότητα που θα είχε για τη μελέτη του ίδιου του Εγγονόπουλου, θα εμπλούτιζε τις γνώσεις μας  για τους τρόπους με τους οποίους προσέλαβε η γενιά του '30 την ποίηση του αλεξανδρινού. 
Θα διατρέξω εν συντομία ορισμένα από τα σημεία-σταθμούς στη διασταύρωση των δυο ποιητών, ξεκινώντας από το 1935, έτος κατά τη διάρκεια του οποίου δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε έναν πολυτελή τόμο τα 154 «επίσημα» ποιήματα του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια. Τριτοετής φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, ο εικοσιοκτάχρονος Εγγονόπουλος ζωγραφίζει, υπό την επίδραση του Κόντογλου, τον βυζαντινής τεχνοτροπίας πίνακα «Η θυσία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή», που αποτίει έναν εικαστικό φόρο τιμής στον Καβάφη, καθώς παραπέμπει φανερά σε ένα από τα εμβληματικότερα ποιήματά του, το «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου∙ ποιητού εν Κομμαγηνή∙ 595 μ.Χ.».
Τρία χρόνια μετά δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου, Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν, που περιέχει αρκετές διακειμενικές αναφορές στην καβαφική ποίηση, όπως είναι, για παράδειγμα, το προθετικό σύνολο «εν μέρει - εν μέρει», που χρησιμοποιείται στην υπερρεαλιστική περιγραφή της Ελεωνόρας («ίσως ακόμη/ να είναι/ εν μέρει πεύκο/ και εν μέρει/ ανελκυστήρ») και ανακαλεί τον καβαφικό στίχο «εν μέρει εθνικός κ' εν μέρει χριστιανίζων» του ποιήματος «Τα επικίνδυνα». Δεν πρόκειται για  σύμπτωση, ούτε απλώς για μια παιγνιώδη ανατροπή της φράσης του Καβάφη: η έκφραση «εν μέρει - εν μέρει» προβάλλει ως αισθητικό και ιδεολογικό modus vivendi, κοινό και στους δυο ποιητές, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Μιχάλης Άνθης.
Η επικολυρική σύνθεση Μπολιβάρ (1944) στάθηκε η αφορμή για να συσχετιστεί για πρώτη φορά ο Εγγονόπουλος με τον Καβάφη από την κριτική. Ενθουσιασμένος που η πατριωτική σύνθεση τού μέχρι τότε «ανυπότακτου» Εγγονόπουλου τού έδινε την ευκαιρία να τον στρατολογήσει στις τάξεις της μοντερνιστικής ομάδας των Νέων Γραμμάτων, ο Αντρέας Καραντώνης από τη μια μιλά για στενή συγγένεια του έργου με τον Ύμνο των αντρείων του Παλαμά και από την άλλη παρατηρεί ότι ο Εγγονόπουλος, «ερωτοτροπώντας στανικά με την άμεση πεζολογία, κατόρθωσε να της υποκλέψει ουσιωδέστατα ποιητικά μυστικά, όπως παλαιότερα ο Καβάφης και τα τελευταία χρόνια ο Σεφέρης» (1945). Ο Μπολιβάρ  περιέχει, εξάλλου, αρκετές και ενδιαφέρουσες απηχήσεις στην ποίηση του Καβάφη.
Το πρώτο από τα «λίγα» και «πικραμένα», όπως ο Εγγονόπουλος τα αποκαλεί, ποιήματα της συλλογής Ελευσις (1948) απηχεί ευρηματικά το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», εκφράζοντας μια αίσθηση ασφυξίας που θα μπορούσε να συνδεθεί με τη βαριά ατμόσφαιρα του Εμφυλίου. Έτσι, οι  καταληκτικοί στίχοι του καβαφικού ποιήματος («κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/ κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του») μετασχηματίζονται σε μια κραυγή προσωπικής αγανάκτησης: «σκέψου πως είν' αδύνατο/ πως είναι κι' απολύτως περιττό να ξεφωνίσης και να πης/ όλη τούτη τη φλόγα/ όπου τρώει τα σωθικά σου/ και την κρατάς/ έ, συ!/ τόσο καλά/ τόσο σφιχτά/ τόσο βαθειά φυλακισμένη/ μέσα σου».
Το ίδιο έτος, ο Εγγονόπουλος φιλοτεχνεί μια  προσωπογραφία του Καβάφη, αναπλάθοντας τη γνωστή ανφάς φωτογραφία του άρρωστου ποιητή που τράβηξε ο Κυριάκος Παγώνης στο εργαστήρι του γλύπτη Τόμπρου το 1932. Ο Εγγονόπουλος υιοθετεί επιλεκτικά στοιχεία βυζαντινής τεχνοτροπίας, ζωγραφίζοντας μια μοντέρνα σύνθεση με παλαιούς κώδικες, στο πνεύμα του καβαφικού «Ένδοξού μας βυζαντινισμού». Βυζαντινά είναι η με γραμμές σχεδιασμένη απόδοση σκιών και φωτισμών στο πρόσωπο του Καβάφη, η χειρονομία, που θυμίζει στάση των χεριών μετωπικών αγίων (ελαφρώς παραλλαγμένη, όμως, έτσι ώστε να πλησιάζει την «πραγματική» χειρονομία ενός ανθρώπου που μιλάει), καθώς και η πίσω μορφή, η οποία ως ιδέα του άγγελου που έρχεται εκ θεού ολοκληρώνει το εγχείρημα «αγιοποίησης» του Καβάφη. Στο ειλητό που κρατά ο άγγελος αναγράφονται οι δυο πρώτοι στίχοι του καβαφικού ποιήματος «Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας»: «Δόκιμε σοφιστή  που απέρχεσαι εκ Συρίας/ και περί Αντιοχείας  σκοπεύεις να συγγράψεις», ως μια τιμητική επίκληση του θείου στον «δόκιμο» ποιητή μέσα από τα ίδια του τα λόγια.
Ζωγραφίζοντας τον Καβάφη, ο Εγγονόπουλος  θέλησε, όπως αργότερα εξηγεί, να «διορθώσει» τη φωτογραφία του Παγώνη: «Ήταν πολύ καταπονημένος, αλλά είχε μια φλόγα μέσα του, αυτή τη θεϊκιά φλόγα. Και αυτή τη φωτογραφία δεν ήθελα να την αφήσω έτσι και με τον πίνακά μου την καθάρισα. Ο Καβάφης ακόμη και στα γηρατειά του ήταν έφηβος, ωραίος, δε μπορούσε ποτέ να είναι κουρασμένος». Η αντίθεση του εγγονοπουλικού Καβάφη με την εικόνα του σοφού γέρου, με την οποία ο αλεξανδρινός είχε ταυτιστεί τόσο από τον Σεφέρη και τον Τσίρκα όσο και από πλείστους άλλους μελετητές, δεν θα μπορούσε να είναι εντονότερη. Ο Εγγονόπουλος αυθαιρετεί προς τους βυζαντινούς εικαστικούς κώδικες ντύνοντας τον ποιητή με χρωματιστό σακάκι και  μοντέρνο φουλάρι και «ρετουσάρει» τη φωτογραφία μαυρίζοντας και πυκνώνοντας τα γκρίζα μαλλιά, ζωντανεύοντας την έκφραση του προσώπου, αφαιρώντας το προδοτικό της ηλικίας προγούλι, προικίζοντας με ένα σαρκώδες πάνω χείλος το θλιμμένο στόμα του ποιητή και δίνοντας, με το παιχνίδι των χρωμάτων, κίνηση και δυναμισμό στο γνωστό μονόχρωμο μεταξωτό φουλάρι του Καβάφη, το οποίο μετατρέπεται από τεκμήριο της ασθένειας σε έμβλημα πνευματικού κύρους.
Εννέα χρόνια αργότερα, το 1957, στη συλλογή Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, οι απηχήσεις στην ποίηση του Καβάφη πληθαίνουν. Το εκτενές ποίημα «Ενοικιάζεται», ιδιαίτερα, συνομιλεί εμφανώς με τον «Ήλιο του απογεύματος», αφαιρώντας όμως το κυρίαρχο στο καβαφικό ποίημα σεξουαλικό στοιχείο και δίνοντας έμφαση στον παράγοντα του πρόσκαιρου και μεταβατικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής.
Στα πενηντατέσσερα χρόνια του, το 1961, ο Εγγονόπουλος αναφέρεται για πρώτη φορά στον Καβάφη σε πεζό κείμενό του. Έκτοτε δεν παύει να κάνει λόγο για  τον αλεξανδρινό ποιητή -τον οποίο κατατάσσει δεύτερο στον κατάλογο των προτιμήσεών του μετά τον Σολωμό- σε πεζά και συνεντεύξεις του, υπογραμμίζοντας την ελληνικότητά του, την εχθρότητα που αντιμετώπισε από μερίδα των κριτικών και την ομοφυλοφιλία του. Συντηρητικής, θα λέγαμε, στάσης, (όποτε συνδιαλέγεται με ερωτικά καβαφικά ποιήματα παρακάμπτει το ομοφυλοφιλικό στοιχείο), ο Εγγονόπουλος αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα του ομοτέχνου του ή και να αποσυσχετίσει «ένοχα» ποιήματά του από το σεξουαλικό στοιχείο. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσή του σε συνέντευξη τού 1981: «αυτούς τους βλάκες που ερμήνεψαν τον Καβάφη και τον κατήγγειλαν για αυνανιστή, επειδή σκεφτόταν παλιές του ευτυχίες. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από το να θυμάται κανείς τα ωραία πράγματα» - υποπτεύεται κανείς ότι εδώ ο ποιητής έχει στον νου του τον Κ.Θ. Δημαρά και τη γνωστή ψυχαναλυτική ερμηνεία του για τον ρόλο, στο έργο του, της μονήρους απόλαυσης του ποιητή ως πηγή έμπνευσης.
Το 1963 ο Εγγονόπουλος ζωγραφίζει τον υπερρεαλιστικής τεχνοτροπίας  πίνακα «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων», που παραπέμπει στο ποίημα του Καβάφη «Στα 200 π.Χ.». Δυο χρόνια μετά, στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που επιτάσσει στην έκδοση του πρώτου τόμου των απάντων του από τον Ίκαρο, εμφανίζει ως οδηγούς του στο ζήτημα της λογοτεχνικής αξιοποίησης της ελληνικής γλώσσας «τ' αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη».
Επιστέγασμα της ποικιλοτρόπως εκφρασμένης εκτίμησης του υπερρεαλιστή ποιητή για τον Καβάφη συνιστά το τετρασέλιδο πεζό κείμενο «Καβάφης, ο τέλειος», που έγραψε το 1982, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του. Το κείμενο κινείται στα όρια μεταξύ εγκωμίου και αγιογραφίας, πάντοτε μέσα από τη χιουμοριστική και ανατρεπτική κάθε σοβαροφάνειας ματιά του Εγγονόπουλου. «Μπροστά στις Πυραμίδες δεν συζητάς, την αρχιτεκτονική τους, αλλά μένεις άφωνος. Ήταν τόσο μεγάλος, που δεν του ξέφυγε κανένα ψεγάδι κι όπου υπάρχει τέτοιο είναι ηθελημένο», γράφει ο Εγγονόπουλος προκλητικά. Πρωτοτυπεί συσχετίζοντας τον Καβάφη με τον Σολωμό αλλά και τον τουρκαλβανό ποιητή της Αληπασιάδας Xατζή-Σεχρέτ και σκιαγραφεί, αιφνιδιάζοντάς μας, τον Καβάφη ως μια καλοκάγαθη ύπαρξη. Το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί, ως ένα βαθμό, συνέχεια της  προσωπογραφίας του 1948, καθώς ο Καβάφης εμφανίζεται να έχει «μεγάλη αγάπη για την ανθρωπότητα» και για να τον πλησιάζει κανείς πρέπει «να κάνει τον σταυρό του, να οπλίζει το μέτωπό του με το σημείο του σταυρού». Τονίζεται, ακόμη, ο άδικος κατατρεγμός του για την ομοφυλοφιλία του και η ταλαιπωρία που υπέστη από τους ανταγωνισμούς της συντεχνίας του: «Του Καβάφη τού είχαν αλλάξει τα φώτα οι βλάκες», «Πρέπει να χύνουμε δάκρυα, πολλά δάκρυα γι' αυτά που τράβηξε».     
Οι τελευταίες αυτές παρατηρήσεις μπορούν να συσχετιστούν με το ποίημα «Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (και του καθενός μας -άλλωστε)», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1968 και εν συνεχεία ενσωματώθηκε στην  τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου, η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Οι ερμηνευτικές εκδοχές που έχουν κατά καιρούς προταθεί από τους μελετητές οδηγούν, παρά τις διαφορές τους, στο συμπέρασμα ότι το ποίημα έχει μικρότερη (ή και καμία) σχέση με τον ίδιο τον Καβάφη και περισσότερη με τον ίδιο τον Εγγονόπουλο, ο οποίος, κατά τη συνήθειά του να χρησιμοποιεί προσωπεία για να μιλήσει για τον εαυτό του, κάνει το ίδιο και στην περίπτωση του Καβάφη. Ωστόσο, παρά την απουσία του διδακτικού στοιχείου, την έντονα λαϊκότροπη εκφορά του λόγου και την αλλαγή του μέτρου και του γραμματικού προσώπου, το «Σύντομος βιογραφία» δεν φαίνεται να στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας απόστασης από το «Η πόλις» στον βαθμό που έχει θεωρηθεί, αλλά αναδεικνύει γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη, τα οποία ο Εγγονόπουλος μοιράζεται με τον Αλεξανδρινό ποιητή. Υποβάλλεται, θα λέγαμε, μια αίσθηση συναλληλίας των δυο ομοτέχνων, τους οποίους συνδέει η κομβική, στο έργο του Εγγονόπουλου, εμπειρία του κοινωνικού κατατρεγμού. Αξιοδάκρυτος, όπως είδαμε, ο Καβάφης, διωκόμενος μέχρι εξοντώσεως ο Εγγονόπουλος, όπως συχνά εμφανίζεται στα γραπτά του («Προσπάθησαν να με μαράνουν», «Μόλις είδαν έναν άνθρωπο λαγαρό, προσπάθησαν να τον αφανίσουν» κλπ.). Το αίσθημα της μοναξιάς και της παγίδευσης διατρέχει το έργο και των δύο ποιητών. Το «Σύντομος βιογραφία» βρίσκεται μάλιστα πλησιέστερα στην πρώτη εκδοχή του «Η πόλις», το οποίο πρωτογράφτηκε το 1894 με τίτλο «Στην ίδια πόλι». Η μορφή αυτή παρατίθεται και σχολιάζεται από τον Στρατή Τσίρκα στο βιβλίο του Ο Καβάφης και η εποχή του (1958), το οποίο ο Εγγονόπουλος, διαπιστωμένα ενήμερος της καβαφικής βιβλιογραφίας, θα πρέπει να είχε διαβάσει. Δεν ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι αν δεν υπήρχε αυτή η πρώτη μορφή το «Σύντομος βιογραφία» δεν θα είχε γραφτεί∙ ωστόσο, με τον εξομολογητικό τόνο και τις καθημερινές εκφράσεις της -«μισώ τον κόσμο εδώ που με μισεί», «αηδίασε το μάτι μου, αηδίασε το αυτί»- το «Στην ίδια πόλι» βρίσκεται πλησιέστερα στο κλίμα του ποιήματος του Εγγονόπουλου απ' ό, τι η αποστασιοποιημένη και λογιότερη τελική μορφή που δόθηκε στο «Η πόλις» το 1910.
Επιπλέον, η λαϊκότητα του «Σύντομος βιογραφία» δεν είναι ξένη προς το έργο του Καβάφη, στο οποίο το λαϊκό στοιχείο είναι παρόν τόσο θεματικά, με τους λαϊκούς νέους, τη λαϊκή κραιπάλη, τις λαϊκές γειτονιές, τα λαϊκά κρεβάτια του έρωτα, όσο και γλωσσικά, καθώς, όπως επισημαίνει ο Νίκος Φωκάς, η γλώσσα του Καβάφη, αν και εκλεπτυσμένη, περιέχει αιφνίδιες και δραστικές αγοραίες εκφράσεις (κράτηξα, κάθεμαν, απόψι, όληνα κλπ), ιδιωματικούς και διαλεκτικούς τύπους και λέξεις υβριδικές, που συγκερνούν το λαϊκό με το λόγιο στοιχείο. Το λαϊκό με το λόγιο ανακατεύονται -συστηματικότερα βέβαια και πιο ανατρεπτικά- και στο έργο του Εγγονόπουλου. Με τις παύλες και τις παρενθέσεις του, εξάλλου, το «Σύντομος βιογραφία» υποσκάπτει την υποτιθεμένως αποκλειστικά λαϊκή εκφορά του και αποκτά μια λογιότητα που παραπέμπει στην επίσης ιδιαίτερα προσεκτική στίξη του Καβάφη. Ακόμη, ο σπασμένος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του ποιήματος του Εγγονόπουλου ούτε αποκλειστικά λαϊκός-δημοτικός είναι (προσέξτε τη μετρική επιτήδευση των τελευταίων στίχων της τρίτης στροφής), ούτε τόσο ξένος προς τη μετρική του «Η πόλις», όπου διακρίνονται αρκετοί ιαμβικοί οκτασύλλαβοι («στην κόχη ετούτη τη μικρή», «που τόσα χρόνια πέρασα», «η πόλις θα σε ακολουθεί» κλπ). Τέλος, η παρένθεση του τίτλου («και του καθενός μας - άλλωστε») θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα σχόλιο στην οικουμενικότητα της καβαφικής ποίησης, στην παγκόσμια απήχηση της οποίας ο Εγγονόπουλος αναφέρεται ήδη το 1963. Παρά την παρενθετική διευκρίνηση, πάντως, τη μοίρα του έγκλειστου, του πικραμένου, του παρεξηγημένου και μοναχικού ανθρώπου ο Εγγονόπουλος την αποδίδει στους καλλιτέχνες, και γενικότερα στους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους, που αισθάνεται ότι, όπως και ο ίδιος, ασφυκτιούν στα πλαίσια της πεζής αστικής ζωής, των κοινωνικών συμβιβασμών αλλά και της εχθρικής στάσης προς τη διαφορετικότητα.

Σύντομος Βιογραφία
του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη
(και του καθενός μας – άλλωστε)


..δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
K. KABAΦH
H πόλις

νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τα στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του
σ' αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ' αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν
εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε -φορές-
πως τη χαράν ευρήκε σπανίως
κάποτε θέλησε κι' αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μα εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι

Είναι εντέλει ένα ιδιαίτερο, στο είδος του, τιμητικό ποίημα για ποιητή, καθώς με τον «καμουφλαρισμένο», θα λέγαμε, τρόπο με τον οποίο παραπέμπει στη θεματική και την τεχνοτροπία του Καβάφη, λειτουργεί ως παρωδία του είδους της τιμητικής συντεχνιακής ποίησης. Παρωδιακό θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως προς το είδος της λογοτεχνικής βιογραφίας, καθώς συνοψίζει προκλητικά τη βιογραφία του ήρωά του στη στενόχωρη σχέση του με την πόλη του.  
Ο Εγγονόπουλος επιλέγει να τιμήσει τον Καβάφη συνομιλώντας με ένα ποίημα που βρίσκεται πλησιέστερα προς το ψυχικό κλίκα της όψιμης ποίησης του ίδιου, ειδικά εκείνη της Κοιλάδας με τους ροδώνες, όπου η ορμητικότητα παλαιότερων ποιημάτων του έχει δώσει τη θέση της σε μια μελαγχολικότερη και πιο σκεπτικιστική διάθεση, με χαμηλότερους τόνους και πιο έντονα εκφρασμένη την αίσθηση της ματαιότητας και του μοιραίου της ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό, εξάλλου, στη συλλογή αυτή πληθαίνουν οι απηχήσεις φιλοσοφικών στίχων του Καβάφη: «η άσπρη σημαία είναι το σημάδι/πως παραδίδεστε και πως τα κάστρα πια για πάντα καταρρέουν»,  «Μην πεις ποτέ πως μας εγέλασαν/ όχι/ έτσ' είν' η ζωή -απλούστατα- Γρηγόρη» κ.ά. Περισσότερο από τον ιστορικό και τον ερωτικό Καβάφη ο Εγγονόπουλος προτιμά τον φιλοσοφικό, εκείνον που μιλά για τη ανθρώπινη μοίρα, την ανάγκη, το πεπρωμένο, την τύχη που γυρίζει, ανατρέπει, γελοιοποιεί, τη ματαιότητα της ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά και την αμυντική στροφή στα ενδότερα της ύπαρξης, την αξιοπρέπεια της ηθικής αντίστασης, και πρωτίστως τον παρηγορητικό, λυτρωτικό, αλλά όχι σωτήριο, ρόλο της τέχνης, έτσι όπως εκτίθεται μοναδικά στο «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου», το πρώτο ποίημα του Καβάφη με το οποίο συνδιαλέχθηκε ο Νίκος Εγγονόπουλος.         

Δεν υπάρχουν σχόλια: