26/5/13

Η μνήμη και το σώμα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«Τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοι εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι.» (Κ. Π. Καβάφης). Που σημαίνει ότι ακόμα και τα «ζωηρότερα γεγονότα» χρειάζεται πρώτα να φυλαχτούν στη μνήμη∙ να προστατευθούν «από τον παντού και πάντα ενεδρεύοντα, κίνδυνο της φθοράς –και βέβαια όχι οποιασδήποτε φθοράς, αυτής που ούτως ή άλλως περιβάλλει τα πρόσωπα και τα πράγματα, αλλά  μόνον εκείνης που δεν μπορεί να αισθητοποιηθεί, να γίνει εκμαυλιστική πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Να φυλαχτούν στη μνήμη αναλλοίωτα -ή έστω σαγηνευτικά αλλοιωμένα-, διατηρώντας τους ήχους, τις οσμές, την υφή και την αφή τους, ώσπου αιφνίδια μία στιγμή, από κάποιο ερέθισμα της σκέψης, των αισθήσεων ή του σώματος, να ανασυρθούν και να περάσουν στο μυαλό. Μάλιστα, προκειμένου για πρόσωπα (αδιάφορο αν πέθαναν ή ο μακροχρόνιος χωρισμός τα εξομοίωσε με τους πεθαμένους), αυτά ανασύρονται με πάντα ζωντανή την αίσθηση της πραγματικά ή φανταστικά βιωμένης επαφής μαζί τους× με τη μορφή τους ανέπαφη από τον χρόνο, με τις χειρονομίες, τις στάσεις και τις κινήσεις του σώματός τους σταματημένες μέσα στην αλλοτινή κίνησή τους –«ινδάλματα ηδονής».

Μνήμη όχι ανέμελα αφημένη, εκτεθειμένη στις διαβρωτικές συναισθηματικές αναθυμιάσεις της νοσταλγίας, αλλά προστατευτικά ηνιοχημένη από της νοήσεως τις επιταγές∙ και γι’ αυτό νηφάλια, εκκολαπτική και όσο χρειάζεται αφυπνιστική και μεγεθυντική εικόνων, συμβάντων και καταστάσεων «τόσο λίγο εκτιμηθέντων» στο «αλλοτινό» παρόν τους. Ελαστική, μάλλον ενδοτική στου σώματος τα ηδυπαθή ξυπνήματα, στου δέρματος τους διεγερτικούς κυματισμούς, στα φανερά ή κρυφά, βουβά αγγίγματα ή μιλήματά του. Διαμεσολαβητική ανάμεσα σ’ αυτήν την ίδια, τη νόηση και το σώμα (όπως και η νόηση και το σώμα, εξάλλου, διαμεσολαβούν ανάμεσα στον εαυτό τους και τη μνήμη)× διαμεσολαβητική και, συγχρόνως, διεκδικητική του παρόντος, διακριτικά φροντίζοντας να περιβάλει με τη ρεμβαστική χροιά της τα συμβαίνοντα∙ ώστε το σώμα να έχει πάντα να θυμάται.
Μνήμη, μπορεί όχι ενσυνειδήτως, επιλεκτική∙ καθώς, σαν υπακούοντας σε δυσερμήνευτα, πολλές φορές, και δυσεξιχνίαστης προέλευσης και σκοπιμότητας κελεύσματα, επιλέγει τα ινδάλματά της και τα εναποθέτει, ως προποιητικό υλικό, στα λαβυρινθώδη ενδιαιτήματά της. Τα «επιλέγει» και τα διατηρεί σε μία κατάσταση ετοιμότητας τέτοια, ώστε την ώρα που οι αισθήσεις και η νόηση εγείρονται ποιητικά -«την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν», όπως θα έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης)-, να προσφέρονται για μιαν όσο γίνεται αισθαντικότερη, αισθησιακότερη και αισθητικότερη αναπαράσταση και αναβίωσή τους× με τέτοια ακρίβεια -ενισχυμένη από την αύρα του πνεύματος και τις θερμές και ερωτοπαθείς πνοές και ανασασμούς του σώματος του ενθυμούμενου- που οποιαδήποτε άλλη αναπαραστατική διαδικασία, λ.χ. η ζωγραφική, δεν θα μπορούσε τόσο ζωντανά να αποδώσει («Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή, / με το μολύβι απεικόνισίς του. / […] Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο. / […] Πιο έμορφος με φανερώνεται / τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό»). Και μνήμη θα τολμούσα να την πω παραμυθητική× ένα από τα «φάρμακα της Τέχνης της Ποιήσεως», που κάνει «…-για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή» («Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.»)∙ επειδή τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι στιγμές, οι χώροι, οι τόποι, και όλα όσα φυλάγονται στους κόλπους της διατηρούνται αναλλοίωτα, ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο× κι ο χρόνος που κύλησε από το σταμάτημα όλων αυτών, ως τη στιγμή της «δραματοποιημένης» ανάκλησής τους, μοιάζει σαν να μην πέρασε ποτέ, σαν «ατελεύτητα παρών».
Αλλά και μνήμη αλλιώς διαμεσολαβητική, συνδετική καλύτερα να πω∙ ένας χώρος υλικός, σωματικός, ανάμεσα στο αίσθημα και τη νόηση, που συνδέει τις δύο αυτές «περιοχές»  και τις καθιστά, υπό προϋποθέσεις, συνεργάσιμες για την αισθητική «στερεοποίηση» του ποιήματος. Ή μνήμη-σκηνικό, στα όχι και τόσο σταθερά -μάλλον ασταθή και με διαρκώς μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες- όρια του οποίου, δραματικά εναλλάσσονται τα περασμένα με τα τωρινά, ώσπου να ενωθούν και, «εν Φαντασία και Λόγω», να γίνουν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο παρόν, συνθέτοντας τη φευγαλέα της Τέχνης «ηδονή», που με «περίσκεψη» κλεισμένη, προστατευμένη μες στο ποίημα, «σχεδόν σαν υλική φαντάζει». «Εν Φαντασία και Λόγω». Οπότε αναρωτιέμαι αν είναι η φαντασία το ενδιαίτημα της μνήμης ή το αντίστροφο×  αν είναι αυτή -η φαντασία- που ενδιαιτάται στους περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου φωτισμένους, ερημικούς ή πολυσύχναστους διαδρόμους της μνήμης× όπου νηφάλια, εγκρατής, με υποσταλμένες τις φύσει πτητικές της ιδιότητες, συγχρωτίζεται με τον έμψυχο, τον άψυχο, τον αισθητό και τον νοητό κόσμο που την περιστοιχίζει, με τρόπους αβρούς επιδαψιλεύοντας, όπου και όποτε χρειαστεί, την αύρα της, στο μέτρο που της το επιτρέπει ο παντεπόπτης Λόγος.
Επειδή εν προκειμένω την αισθάνομαι -τη φαντασία- να συμπεριφέρεται και να δρα μονίμως κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της νόησης, ο «αισθησιακός συντελεστής» της οποίας «στερεοποιεί» αισθήματα, σκέψεις, ιδέες και συγκινήσεις, στενά συναρτημένες με πρόσωπα, αντικείμενα, συγκεκριμένους τόπους (δωμάτια, δρόμους, μαγαζιά κλπ.), ατμόσφαιρες και καταστάσεις, που κάποτε, τη στιγμή της «πλήρους αισθησιακής απόδοσής τους», «σταματήθηκαν» και εγκιβωτίστηκαν στη μνήμη∙ απ’ όπου μετά από καιρό ανασύρονται αναλλοίωτα. Κυρίως ανασύρονται αδιάβρωτα ή, εν πάση περιπτώσει, όσο χρειάζεται διαβρωμένα από την υγρασία μιας διάθεσης φύσει νοσταλγικής -όπως αυτή του Κ. Π. Καβάφη-, ενός ψυχισμού επιρρεπούς σε ατέρμονες αναδιφήσεις συμβάντων του ατομικού του βίου αλλά και της ιστορίας, σε συγκεκριμένες στιγμές ή περιόδους της οποίας αναζητεί το κατάλληλο, το αρμόζον στην κάθε φορά προκύπτουσα αισθησιακή-αισθητική περίσταση προσωπείο, και μιας μάλλον εγγενούς μελαγχολίας, απόσταγμα της μόνιμης αίσθησης του φόβου της φθοράς που απειλητικά τον διακατέχει: της φθοράς του σώματός του, της μορφής του, των προσώπων και όλων όσα τον περιβάλλουν.
Κι ακόμη, ανασύρονται διατηρώντας ακέραιη την υλική τους υπόσταση∙ τη σωματικότητά τους, καλύτερα να πω, άρα και την αισθησιακή και την αισθητική, για το σώμα, τη νόηση και τη φαντασία, διεγερσιμότητά τους. Πολύ περισσότερο για το σώμα -με την αποκλειστικά δική του μνήμη, ιστορία και συμμετοχή στην ιστορία-, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια αυτό, σαν ανταποδοτικά λειτουργώντας, να συμβάλει στην αισθησιακή και στην αισθητική στερεοποίηση του «υλικού της ποιήσεως». Κι ο ποιητής μοιάζει εξαρτημένος από την πραγματική ή φανταστική ιστορία του σώματός του∙ και υποτακτικός της μνήμης, αφήνεται στις ηδονόπαθες εκπομπές της, επιζητώντας τη διέγερση της νόησης και των αισθήσεών του∙ εξαρτημένος, υποτακτικός της, μα όχι παθητικός δέκτης των αναθυμιάσεών της, απεναντίας, μάλιστα, τολμηρός πολιορκητής της, προκειμένου να της αποσπάσει ό,τι αισθάνεται ότι ανταποκρίνεται στη διανοητική, αισθηματική, αισθητική και αισθησιακή «ένταση» από την οποία διακατέχεται.
Μνήμη με δράσεις, αντιδράσεις και συμπεριφορές του σώματος, και σώμα με την ευαισθησία και τα δωρικά λικνίσματα της μνήμης που «ετάχθη» να φυλάει∙ πλασμένο από κομμάτια της και από τα θερμαντικά και σκοτεινά εκχυλίσματά της. Με πάντα εναργή και ενεργή την υλική του υπόσταση, ακόμα και τις στιγμές των πλέον εντατικών πνευματικών ή ονειρικών ενοράσεων ή ενατενίσεων. Και πάντα επιφορτισμένο με τον ρόλο του κύριου, αν όχι του αποκλειστικού, κινητήριου μοχλού μιας τέλεια, «εν Φαντασία και Λόγω», επεξεργασμένης λεπταίσθητης μνημοτεχνικής.

Σ’ ένα βιβλίο παλιό 

Δεν υπάρχουν σχόλια: