28/4/13

Αλέξης Σεβαστάκης, Ταξίδι εργασίας

Προεικονίζοντας τη σύγκρουση: Το στοίχημα της «ανάπτυξης» και ο ρόλος του ξένου

ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΡΑΠΤΟΥ

Ο «ξένος» και το εννοιολογικό και υλικό αποτύπωμά του στο χώρο, δοκιμάζουν ποικιλοτρόπως την ελληνική κοινωνία. Ο ξένος δεν είναι μόνο ο εξαθλιωμένος μετανάστης, ο οικονομικός ή πολιτικός πρόσφυγας που έρχεται στη χώρα μας και συνηθέστατα εγκλωβίζεται σε αυτήν. Είναι ο «επενδυτής» που στοχεύει στην εκμετάλλευση γαιών και δομών, είναι ο οικονομικός και πολιτικός τοποτηρητής, που επιβάλλει νέα πλαίσια οικονομικής, πολιτικής και αναπόδραστα πολιτιστικής διαχείρισης του τόπου. Είναι όμως και ο οικείος, που απο-οικειοποιείται και συχνά γίνεται ανταγωνιστής και εχθρός. Σε κάθε περίπτωση ο «ξένος», ο «άλλος», είναι πάντα μια ρωγμή και μια απειλή στο υποθετικά ομοιογενές «εγώ», μια απειλή στη συμπαγή δικαϊκά και εθιμικά προσδιορισμένη τάξη. Η ύπαρξη του ξένου, του σύγχρονου νομάδα που εγκαθίσταται σε δεδομένο χώρο, είτε ως ικέτης είτε ως αποικιοκράτης, επιδρά στο αστικό τοπίο και στο ύπαιθρο, οδηγώντας σε χωρικές αναμορφώσεις, διευθετήσεις και αναχρήσεις.                                                               
Με τη γραμματική της νέας αγοράς παρατηρείται η απολύτως συντεταγμένη επιχειρησιακή απόπειρα ανασημασιοδότησης και ανακαθορισμού των συνόρων, των ορίων, των χρήσεων γης. Με την υφαρπαγή της γης και τη χρήση κάθε νομοθετικού τεχνάσματος, η κατοχή και η διαχείριση του χώρου, τόσο στην πόλη όσο και στο ύπαιθρο, αποκτά καθοριστική σημασία. Ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος πουριτανισμός, ως παράθλαση και έκπτωση του μοντέρνου, με την υπερσυστηματική, θρησκευτική σχεδόν δομή του, επιχειρεί μια μονοσήμαντη εδαφικότητα σβήνοντας κάθε προηγούμενο παραγωγικό και μνημονικό ίχνος. Εισάγει μια μετρική του χώρου χωρίς γεωμετρία, μια μετρική συμβολικής ισχύος. Σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο και κρίσιμο πεδίο διαδράσεων, όπου η αβεβαιότητα της επιβίωσης και η ευκαιριακή χρησιμότητα της εργασίας τείνουν να γίνουν καθεστώς, η εγκατεστημένη αίσθηση του ανήκειν σε ένα δεδομένο, σταθερό και συνεκτικό όλο, αποδυναμώνεται δραματικά.[1] Η ευκαιριακή λογική, διατρέχει το σύνολο των σχέσεων, οι οποίες οργανώνονται ως τυχαίες συνάψεις σε ένα υπερεθνικό χωροδικτύωμα.    
                       
Στο δίπρακτο έργο Ταξίδι Εργασίας του Αλέξη Δ. Σεβαστάκη, γραμμένο το 1978, το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, το 1979, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή (και αργότερα σε σκηνοθεσία Λ. Βαρδαρού, το 1986 –Εταιρικός Θίασος Σ.Ε.Η.), εκφράζεται με πυκνότητα και δραματική ένταση η διαδικασία πολλαπλών μετασχηματισμών που υπέστη η ελληνική κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι και την δεκαετία του 1970, τότε που ένα μεγάλο κύμα ελλήνων μεταναστών διασκορπίζονταν ανά την υφήλιο. Στο ίδιο έργο, σαν σκηνή από το μέλλον, προεικονίζεται με ενάργεια η σημερινή συνθήκη περιηγητικής κατοίκησης και κατάχρησης του τόπου, όπως και η νέα πολυπολιτισμική ροή, με όποιες επιπτώσεις  τη συνοδεύουν.                                  
Το δράμα εκτυλίσσεται σε ένα αγροτόσπιτο, από αυτά των υγρών ημιορεινών περιοχών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο μεγάλος αδελφός Τζίμης φτάνει μαζί με δύο αμερικάνους συνεργάτες του στην πατρίδα και η υπόλοιπη πολυμελής οικογένεια τον περιμένει  ανυπόμονα και ανήσυχα: Ο παραδοσιακός, δυναστικός και μικροϊδιοτελής πατέρας. Ο προσγειωμένος Μανώλης, ο δεύτερος αδελφός που έχει δουλέψει και έχει συμπλακεί συναισθηματικά και ηθικά με την παραγωγική γαιοκτησία αλλά κυρίως με την Γη, ως φυσικό και ως εννοιολογικό απόθεμα. Η γεροντοκόρη αδελφή Κατερίνα, ένα είδος αρχείου συντετμημένων πολιτιστικών παραδοχών και κρυσταλλώσεων. Η άλλη αδερφή, η Αγγέλα, που ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή και ο μικρός αδελφός Γιάννης που θέλει να σπουδάσει. Όλοι μαζί συστήνουν ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσεων, μια μικρογραφία της ελληνικής αντιφατικής κοινωνίας, μια μικρογραφία της πολιτικής και πολιτιστικής νεοελληνικής παθογένειας. Ο Τζίμης, που έφυγε με την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αμερική, επιστρέφει ως φορέας προόδου και εκσυγχρονισμού στην πατρίδα, που θεωρεί ότι τον έδιωξε, για να τη μεταχειριστεί στη συνέχεια και με τη βοήθεια του ξένου κεφαλαίου ως διεκδικητικός και στο βάθος πατροκτονικός αποικιοκράτης.                                                                                             
Ο μετανάστης, που ανακαθόρισε τις ορίζουσες της ιθαγένειας και ο εκμεταλλευτής ως φορέας μιας νέας ισχύος, είναι εδώ οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Η συγκυρία θα φωτίσει πότε τη μια και πότε την άλλη πλευρά. Στην ουσία αυτός που επιστρέφει παραμένει ανέστιος και πλάνης, ένας ξενιστής στο σώμα της πατρώας γης. Έτσι, η σχέση με την πατρίδα είναι σχέση χρηματιστική, αξιακά ακηδής.   
Το έργο του Αλέξη Σεβαστάκη αποτελεί παραβολή μιας ιδεολογικής αναστροφής. Πρόκειται για την εκκρεμή ιδεολογική στάση που ταλαιπωρεί την Ελλάδα πολλές δεκαετίες και στην οποία το αναπτυξιακό όραμα υπερτίθεται έναντι των κοινωνικών ζητημάτων γενικά και του τρόπου κατοίκησης και παραγωγικής αλλά και πολιτιστικής  διαχείρισης του χώρου ειδικά. Στο Ταξίδι Εργασίας η μετέωρη θέση του υποκειμένου (δομικά ξένου προς τα  χαρακτηριστικά που το συγκροτούν) φωτίζεται μέσα από το λαβύρινθο των  διαπροσωπικών σχέσεων και  αναγιγνώσκεται με πολιτικούς όρους, στο βαθμό που το υποκείμενο αυτοσημαίνεται ως πολιτικό ον. Το δράμα λειτουργεί ως αιρετικός και αναιρετικός προβολέας των ηθικών και κοινωνικών προταγμάτων, των ταυτοτήτων και των συμβόλων που χρησιμοποιεί ο νεοέλληνας για να επανανομιμοποιηθεί ιστορικά και να σχετιστεί με τον Άλλο, τον  Έτερο. Στο έργο σταθερά τα πάντα μετασχηματίζονται, οι θεωρησιακές μεταβάσεις είναι συνεχείς. Ο μετανάστης αδελφός αποδεικνύεται θλιβερά αναξιόπιστος, οι ξένοι φίλοι και χρηματοδότες είναι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, ο πατέρας είναι δυνάστης, η Αγγέλα είναι άβουλη, που ακουσίως εκπορνεύεται πολιτιστικά στους ηγεμονεύοντες «ξένους». Ο μόνος που αντιστέκεται σθεναρά είναι ο μεγάλος αδελφός Μανώλης. Δομείται και εγκλείεται σε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, που ενσωματώνει τις ανάγκες του τόπου και της οικογένειας και το οποίο συγκεφαλαιώνει το παραγωγικό τοπίο και τα μνημονικά πολιτισμικά ίχνη που αυτό φέρει. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη γιατί είναι αποκλίνουσες οι θεωρήσεις. Η κατάληξη είναι ο φόνος. Ένας φόνος συμβολικός και μια ολοκληρωτική χωρική κατίσχυση έναντι του διαμαρτυρόμενου, εκείνου που αντιστέκεται…                                                          Ο Αλέξης Σεβαστάκης διατυπώνει με γλωσσική ακρίβεια και ένταση, αλλά και με την στάση του διανοούμενου πολιτικού, το νεωτερικό πρόταγμα (στην ελληνική παραφθορά του) για πρόοδο, για  μετασχηματισμό, για «δυτικοποίηση» των δομών της κοινωνίας, που συγχρόνως θα έχει το χαρακτήρα της ιστορικής υπέρβασης, του άλματος πάνω από την μοίρα. Η πολιτική ευλυγισία, η τυχοδιωκτική, μικροσκοπική εκδοχή του πολιτικού, γίνονται βασική συνιστώσα του οικονομικού, αυτορυθμιστικού και αυτοσχεδιαστικού, εργοληπτικού μοντέλου το οποίο συγκροτεί έναν εξαιρετικά θνησιγενή οικονομικό σχεδιασμό και διανέμει άνισα τα ισχνά παραγωγικά αποτελέσματά του. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στην «αδήριτη ανάγκη» πρόσδεσης του νεοελληνικού κράτους στην πειρατική εκδοχή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και όχι στο πολυσύνθετο δικτύωμα του υπερχρονικού ανθρωπισμού. Στο παραγωγικό και πολιτιστικό σύστημα εγκαθίσταται μοχλευτικά και ασεβώς ένα υπέρτερο σύστημα παραγωγικής, εκτατικής και εντατικής επιτάχυνσης, που πολύ λίγο συνεισφέρει στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Για ακόμη μια φορά η νομή και η κατοχή της γης, του κλήρου, η διαχείριση του χώρου είναι το βασικό σημείο της δραματουργικής, της υπαρκτικής, της πολιτικής και πολιτιστικής σύγκρουσης.                        
Ο Σεβαστάκης, αφήνοντας τη νοητή έκβαση του δράματος στην ευχέρεια του θεατή, τον εγκαλεί να δώσει την πολιτική ερμηνεία, να δώσει τη λύση που θεωρεί ως την πλέον συνεπή στο μύθο, και επιτέλους να οργανώσει μια εξατομικευμένη δραματική έξοδο προς τη συλλογική ευθύνη του πραγματικού.

*Το Ταξίδι Εργασίας περιλαμβάνεται στο Αλέξης Σεβαστάκης, Πολιορκίες. Θέατρο, Δίτομη έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000.

Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος


[1] Για τα νέα ερμηνευτικά σχήματα που έχουν αναδυθεί από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και την «κίνηση» των υποκειμένων στα νέα και προσωρινά νοηματικά και χωρικά πλαίσια, βλέπε στο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η Επινόηση της Ετερότητας. Ταυτότητες και διαφορές στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, σ.28-33.

Δεν υπάρχουν σχόλια: