28/4/13

Ο πλούτος του ελάχιστου

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ

ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, 
Τα τετράστιχα της πικρής βροχής, εκδόσεις Άγρα, 2001
Ατάκτως ερριμμένα, εκδόσεις Άγρα, 2012


Μετρημένες κουβέντες σε μικρές δόσεις. Τα ποιήματα του Τάκη Μενδράκου είναι αποστάγματα βίου τα οποία προσφέρονται στον αναγνώστη επεξεργασμένα στη ρητορική του ελάχιστου. Πρόκειται για ποίηση μινιμαλιστική που χωράει σε λίγο χώρο τη συσσωρευμένη δυναμική ενός συμπυκνωμένου νοήματος. Μάλλον σπάνιο δείγμα σε μια εποχή όπου συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: κατάχρηση της γλώσσας, πλεόνασμα λόγου με ασήμαντη ποιητική αντήχηση. Μετά από πολύχρονη διαδρομή στη λογοτεχνική γραφή και στη λογοτεχνική μετάφραση, κρατώντας τα ψήγματα της εμπειρίας και της νοσταλγίας μιας άλλης εποχής και ενός άλλου ήθους, ο Μενδράκος θέλει να κλείσει τον κύκλο διακριτικά και ψιθυριστά. Ξέροντας σε ποιους μιλά, και σε ποια εποχή, νιώθει μιαν επιφύλαξη που περνά και στην ποιητική φράση. Σαν να θέλει να πει ότι «έρχομαι από άλλον τόπο και χρόνο, γι’ αυτό θα πω τα λιγοστά λόγια μου χωρίς να σας ενοχλήσω· δεν είμαι αφελής, γνωρίζω ότι κοιτάτε αλλού και έχετε κλειστά αυτιά· εγώ όμως θα αφήσω ένα ίχνος, κάτι σαν λογοτεχνική διαθήκη, για όσους θα με αναζητήσουν».

Δεν τελειώνει όμως σε αυτή την οικονομία λόγου η ποιητική χειρονομία του. Στις δύο λακωνικές συλλογές που τις χωρίζει το χάσμα μιας δεκαετίας διαπιστώνει κανείς την αφομοίωση μιας μακράς παιδείας που περνά διακριτικά στο στημόνι της γραφής. Ξεμυτίζουν εδώ κι εκεί σήματα της διαδρομής, το κυριότερο όμως είναι ότι η θητεία στην ποιητική συντεχνία και η πείρα στην άσκηση της γλώσσας αποτυπώνονται συνολικά στον λόγο του Μενδράκου, συγκροτούν το σύμπαν μιας μοναχικής προσωπικής ποιητικής. Από τις πιο βαρύνουσες παρουσίες, υπό την έννοια ότι διατηρεί διαρκή διάλογο μαζί της, είναι εκείνη του Καβάφη: «Δεν είναι πως δε προσπαθήσαμε,/ ούτε η φωνή μας ήταν σαν των Τρώων· / ήταν ίσως λίγο παράτονη, λίγο εφηβική. /  Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές, / συμβαίνει πάντοτε με την απάθεια του χρόνου: Πλέον χωρίς εμάς! … Ε, και λοιπόν;»
Ακόμη και στις πιο λυρικές στιγμές του νιώθει να τον τρυπά η ματιά του Αλεξανδρινού και αμέσως επανακάμπτει στην επίγνωση ότι στην ιστορία ερχόμαστε πάντα αργά. Αυτό κάνει τις πιο εξομολογητικές στιγμές του ακραία, και κάποτε ειρωνικά, υπαινικτικές. Ένα άλλο προτέρημα του Μενδράκου είναι η έλλειψη ξιπασιάς. Θυμόσοφος και νηφάλιος δεν πέφτει στις σκοτεινές λακκούβες της ευκολίας και της πόζας. Διότι γι’ αυτόν ήταν πάντα έτσι. Πόσο μάλλον τώρα που από τη δύση του καιρού αναμετριέται πάλι με την αγάπη μιας ζωής: τη μάχη με τις λέξεις, ως δύσκολη συμβίωση και ως διαρκή αγωνία. Αν θα μπορούσε κανείς να πει κάτι καίρια συμπερασματικό για μια τέτοια ποιητική φωνή είναι η απλή διαπίστωση ότι ο αναγνώστης δεν θα χάσει τον χρόνο του, αντίθετα θα ακούσει ποίηση που λέει πολλά ξοδεύοντας λίγα.
Η θεματική δεν είναι πρωτότυπη. Δεν είναι ποτέ πρωτότυπη. Για κανέναν ποιητή. Γενικά η πρωτοτυπία χάθηκε μια για πάντα με τον μοντερνισμό. Αυτό που μετρά είναι πως μιλάς μετά από αυτό το γεγονός. Ο Μενδράκος δεν επιχειρεί να ανοίξει καινούργιους δρόμους αλλά να μιλήσει με όσα σύνεργα διαθέτει χωρίς να εκτεθεί στον αναγνώστη του και χωρίς να τιμωρήσει την ποίηση. Δεν σταματά όμως σε αυτό. Με μια μικρή κίνηση αποδεικνύει ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από τους ποιητές της σειράς που μας ταλαιπωρούν. Έτσι, μιλώντας για το αναπόφευκτα επερχόμενο τέλος θα πει: «Ο θάνατος συνήθως έρχεται σε δόσεις / και είναι μονάχα ο κεραυνός/ που η δύναμή μου /δεν προφταίνει να φθαρεί». Την ίδια στιγμή που η ποίηση σκοντάφτει στην απόλυτη αδυναμία, έχει το κουράγιο να αρθρώσει τον λόγο της αγάπης αλλά με την πικρή υπονόμευση ενός ερωτηματικού: «Αν επιτέλους το τολμήσω / πάνω στα κύματα να περπατήσω / άραγε η έγνοια σου / θα με κρατήσει στον αφρό;». Ο Μενδράκος πολιορκεί τη μεταφυσική την ίδια στιγμή που την απαρνείται ή την υπονομεύει.
Στην ίδια προοπτική βλέπουμε να προσεγγίζει και τη σχέση του με τον χρόνο και με αυτό που λέγεται  ανθρώπινη ιστορία. Παραθέτω στη συνέχεια αποσπασματικά δείγματα για μπορέσει ο αναγνώστης να πάρει μια γεύση και όχι, όπως συνήθως γίνεται με τις βιβλιοκρισίες για ποιητικά έργα, να ακούσει μόνο το λόγο του παρουσιαστή, χωρίς ίχνος από το ίδιο το έργο. Ιδού λοιπόν:
«Αξιώθηκα της μακροθυμίας σου, / Κύριε, / μου έλειψε όμως η οργή σου / κι ένιωσα τόσο μόνος!»
«-Τι έγιναν τα κυπαρίσσια; / -Τά ’κοψαν / γιατί το τοπίο / βρήκε άλλους τόπους να πενθεί»
«Προφητικές γραφές, / κουρέλια όνειρα / στου ανέστιου / το ταπεινό ντουλάπι»
«Ήθελες πάντα σου να είσαι / πλάι στην καρδιά των γεγονότων, / ώσπου οι παλμοί της Ιστορίας / κατάστρεψαν την ακοή σου»
«Ταριχευμένα όνειρα, / νεκρές πυγολαμπίδες δίχως φως, / ορμή που πέτρωσε πριν ξεκινήσει: Μουσείο που δεν είναι για παιδιά»
«Δεν θέλω πια να βλέπω, / ούτε ν’ ακούω, /  όταν η αστραπή / γίνεται πυγολαμπίδα»
«Αποδημητικό πουλί / ξέχασες να επιστρέψεις / κι ας ήρθε η Άνοιξη· / ή μήπως και δεν ήρθε;»
«Αν βρείτε τα κομμάτια μου στο δρόμο σας, /  παρακαλώ μαζέψτε τα / και φέρτε τα μου πίσω! / Ίσως, κάποια στιγμή, / να μην κατάλαβα σωστά / το νόημα εκείνων των εξαίσιων γραφών».
Γράφοντας για τον Μενδράκο δεν έχω μόνο τη χαρά ότι γράφω για έναν φίλο που τον γνώρισα αργά αλλά έχω και την πεποίθηση ότι γράφω για έναν ποιητή που δεν με έκανε ούτε στιγμή να δυσφορήσω ούτε στιγμή να θυμηθώ τον φλύαρο χυλό της εποχής. Και αυτό λίγο δεν είναι …

Δεν υπάρχουν σχόλια: