15/3/13

Εμφύλιος και κρίση

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

ΝΙΚΟΣ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ, ΕΛΕΝΗ ΠΑΣΧΑΛΟΥΔΗ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (επιμέλεια): Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013

Ο Καρλ Γιάσπερς, διαπραγματευόμενος τη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης, παραθέτει δύο αξιωματικές αποφάνσεις, που έγιναν με απόσταση αιώνων κι από πρόσωπα μ’ εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία: «Η νόηση είναι μια πόρνη, έλεγε ο Νικόλαος Κουζάνος, διότι προσφέρεται σ’ οποιονδήποτε. Η επιστήμη, είπε επίσης ο Λένιν, είναι μια πόρνη διότι πωλείται σε οποιαδήποτε ταξικά συμφέροντα». Είναι αδύνατο, συνεχίζει ο Γιάσπερς, να αποδειχθεί επιστημονικώς πως πρέπει να υπάρχει η επιστήμη. Ή, η εκλογή ενός αντικειμένου, που γίνεται ανάμεσα από την απειρία των όντων, για να ερευνηθεί επιστημονικά από ενδιαφέρον προς αυτό το ίδιο το αντικείμενο, είναι μια εκλογή που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επιστημονικά. Ή οι ιδέες που μας οδηγούν επαληθεύονται κατά τη διαδικασία της έρευνας, αλλά οι ίδιες δεν επιδέχονται διερεύνηση.
Παρ’ ότι οι ιδέες και οι έννοιες δεν επιδέχονται διερεύνηση ως αφηρημένες οντότητες,  μπορούν να μελετηθούν από τη στιγμή που εντάσσονται σ’ ένα συμβολικό σύστημα για λόγους πολεμικής ανάγκης. Και μάλιστα τα ειδοποιά γνωρίσματα  μιας ιδέας ή έννοιας γίνονται ορατά στην πολεμική της λειτουργία. Αυτά ισχύουν και επαληθεύονται από το μέγιστο δυνατό εμπειρικό υλικό που μπορούμε να προσκομίσουμε, και σ’ αυτό το υλικό εντάσσεται με παραδειγματική βεβαιότητα το βιβλίο Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα.


Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επιστημονικά η επιστημονική διερεύνηση του εμφυλίου ως τραύμα που πρέπει να επουλωθεί σήμερα, δικαιολογείται ιδεολογικά και πολιτικά ως μια στρατηγική κοινωνικής πειθάρχησης μέσα στην κρίση. Πρόκειται εν ολίγοις για μια ακόμη ιδεολογική χρήση της ιστορίας, απάντηση στην πολιτική που τουλάχιστον μέχρι πρότινος έβγαλε από το περιθώριο την πολιτική αριστερά.
Ο Νίκος Δεμερτζής μας εισάγει στη θεματική και τον προβληματισμό του βιβλίου, με κάποια συνθήματα που τα τελευταία χρόνια είδε γραμμένα στους τοίχους με μαύρη μπογιά: «Μίσος ταξικό», «όχι άλλη Βάρκιζα», κι άλλα παρόμοια. Τα συνθήματα αυτά τα εντάσσει σε μια πολιτική μνησικακίας, στην οποία αντιπαρατίθεται η πολιτική της συγγνώμης και του πένθους. Το πολιτισμικό τραύμα του εμφυλίου υποτίθεται ότι ενόσω υφίσταται αποτρέπει μια πολιτική της συγγνώμης όπως την εννοεί η Άρεντ, δηλαδή ως μια συγγνώμη που θα δώσει τη δυνατότητα για μια νέα αρχή. Η συγγνώμη, με τη σειρά της, περνά μέσα από μια επώδυνη διαδικασία  πένθους.
Η εκλεκτικιστική αντιπαράθεση της μνησικακίας και της συγγνώμης, λησμονεί κατά πως φαίνεται ότι η άρνηση της μνησικακίας, τουλάχιστον όπως τη διατύπωσε ο Νίτσε, αφορά την άρνηση της χριστιανικής ηθικής των δούλων που λαχταρούν την ελευθερία των ελίτ∙ η συγγνώμη της Άρεντ, από την άλλη, αναφέρεται σε μια κατάφαση της χριστιανικής ηθικής με προαπαιτούμενο την ισότητα πρόσβασης στη δημόσια σφαίρα. Εν πάση περιπτώσει, αυτά τα συνθήματα στους τοίχους από τον αντεξουσιαστικό χώρο όσο συγκρουσιακά κι αν ακούγονται δεν παύουν να αναμοχλεύουν το ζήτημα των θυμάτων αυτής της κρίσης, των περιθωριοποιημένων νεολαίων. Η πολιτική τής μνησικακίας εδράζεται στην παθητικότητα και στην αποδοχή του κυρίαρχου αξιακού συστήματος, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συνθήματα εκφέρονται από νεολαίους αποκλεισμένους από τη δημόσια σφαίρα του κυρίαρχου κομματικού συστήματος και των ευνοουμένων του. Οι συμβολικές αναφορές σχετίζονται με γνωστούς από τον εμφύλιο και δώθε αποκλεισμούς, κι έχουν ως βάση την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και των αξιών του.
Από την άλλη πλευρά το πένθος, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στην τρέχουσα βιβλιογραφία, ακολουθεί μια σειρά από στάδια: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Σύμφωνα με τους συγγραφείς του τόμου, στους μεταπολιτευτικούς χρόνους η ηγεμονία της αριστεράς -που θυματοποίησε τον εαυτό της- δεν άφησε περιθώρια, παρά την εθνική συμφιλίωση, για μια αντιμετώπιση του εμφυλίου με τους όρους πένθους, κι αυτό φαίνεται πως αντανακλάται στις αντιπαραθέσεις για το μνημόνιο που συνδυάζονται με τις μνήμες του εμφυλίου. Εάν προβάλουμε αυτήν την επιστημονική θεώρηση στη δημόσια σφαίρα του σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτά τα στάδια του πένθους αντί να επουλώνουν το πολιτισμικό τραύμα του εμφυλίου επανέρχονται καθημερινά μέσω της μικρής επιστήμης, της εκλαΐκευσης δηλαδή επιστημονικών ευρημάτων, για να οξύνουν το αριστερό σύνδρομο της ήττας, και επιβάλλουν την πειθάρχηση στις δεσπόζουσες πολιτικές.
Οι συμμετέχοντες στον τόμο αυτό, παρ’ ότι διαχειρίζονται το «πολιτισμικό τραύμα» από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ακολουθούν τον γενικό τόνο, ο οποίος δίνεται ευθύς εξ αρχής με το αίτημα «η μελλοντική συλλογική ζωή να έχει ανάγκη από λιγότερες ζωτικές αυταπάτες, να εξαρτάται λιγότερο από καθησυχαστικούς μύθους και να θεμελιώνεται ολοένα και περισσότερο στην πολιτική της ευθύνης...». Είναι ένα ζήτημα κατά πόσον η συλλογική ζωή θεμελιώνεται στη συλλογική ευθύνη - και κατ’ επέκταση στη συλλογική ενοχή. Και είναι ένα επιπλέον ζήτημα ότι μια πολιτική της ευθύνης υποτάσσει την πολιτική στην ηθικολογία προϋποθέτοντας τον ατομοκεντρισμό και την αποδόμηση των συλλογικών υποκειμένων. Όσοι υπερασπίζονταν τέτοιες απόψεις κατά το παρελθόν, σε πιο αθώους καιρούς, έφθασαν να αποφαίνονται ότι ο εκάστοτε διαδηλωτής –ιδωμένος προφανώς στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή- αναζητά το στήθος της μητέρας του. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να ανατρέξουμε στη σοβιετικού τύπου ψυχιατροποίηση της διαφωνίας για να διαπιστώσουμε πως όταν η δημόσια σφαίρα καταλαμβάνεται από ιδιωτικά τραύματα, τότε η αντίστροφη διαδρομή είναι η αποδόμηση των δημόσιων ταυτοτήτων σε ιδιωτικότητες, που μέσα στην κρίση δεν μπορεί παρά να ακολουθούν τη λογική ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Ο τόμος δεν εμπεριέχει τέτοιες ακραίες «επιστημονικές» τοποθετήσεις, αλλά με βάση την κοινωνιολογική μεθερμηνεία ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών όρων επιχειρεί να αποδομήσει την πολιτική ταυτότητα όσων συλλογικών υποκειμένων εντάσσουν στο συμβολικό σύστημα μνήμες του εμφυλίου. Η μνήμη είναι επιλεκτική. Αυτό σημαίνει, όπως επισημαίνει κι ο Ν. Δεμερτζής, ότι τα εκάστοτε υποκείμενα από το σωρό των ιστορικών γεγονότων επιλέγουν όσα δομούν την πολιτική τους ταυτότητα (πράγμα που έχει κάνει κατά κόρον ο συνεργάτης του τόμου Ν. Μαραντζίδης) για να προσανατολιστούν μέσα στην ελλαδική κρίση και να συγκροτήσουν την πολιτική τους ταυτότητα. Ωστόσο στην περίπτωση της αριστεράς, και γενικότερα με την εξαίρεση των νικητών, ο εμφύλιος δεν αποκόπηκε από την εθνική αντίσταση· όλως αντιθέτως η έμφαση πάντοτε δίνεται στην εθνική αντίσταση και στο ΕΑΜ σαν μια παραδειγματική μορφή οργάνωσης μέσα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως η σημερινή κρίση. Έτσι στη διαμόρφωση ανταγωνιστικής ταυτότητας απέναντι στην αριστερά, η αμυδρή αυτή μετατόπιση στην έμφαση ή και η αποκοπή των δύο είναι το μείζον διακύβευμα αυτού του τόμου.
Τη σχέση εθνικής αντίστασης κι αριστεράς την επισημαίνει βέβαια ο Π. Παναγιωτόπουλος, συνεργάτης κι αυτός του τόμου. Εξετάζοντας τις «πολιτικές της ιστορίας 2010-12» θέτει επαρκώς το ζήτημα των ιστορικών αναλογιών και αρκετών ζητημάτων που θα πρέπει να απασχολήσουν την αριστερά, μια και πάλι σ’ αυτήν πέφτει το βάρος. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, οι αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, και δη στην κατοχή, συνέβαλαν στην αύξηση της επιρροής της αριστεράς, αλλά άγγιξαν τα όριά τους με τις τελευταίες εκλογές. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι τελεσφόρες για τη διαχείριση της κρίσης στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό γιατί είναι «εστιασμένες στην περιγραφή πολιτικών κι όχι οικονομικών κρίσεων». Το πρώτο που θα έλεγε εδώ κανείς είναι το προφανές, ότι στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης η πολιτική συμφύρεται με την οικονομία, διεξάγεται δηλαδή με όρους οικονομικούς, και άρα ο διαχωρισμός που επιχειρείται είναι μάλλον αφελής ακόμη και για τη νεοφιλελεύθερη σκέψη. Το δεύτερο και αυτονόητο είναι ότι οι ιστορικές αναφορές δεν συνεπάγονται πως δεν πρέπει να δοθούν απαντήσεις με βάση τα σημερινά δεδομένα, αλλά ότι η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα είναι αναγκαία συνθήκη για κάθε λογής ριζοσπαστική λύση.
Σε κάθε περίπτωση ο τόμος είναι ερεθιστικός και για έναν επιπλέον λόγο: ανοίγει ζητήματα που σε μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να περάσουν απαρατήρητα όπως, για παράδειγμα, το αίτημα ή η ευχή «η μελλοντική συλλογική ζωή να έχει ανάγκη από λιγότερες ζωτικές αυταπάτες, να εξαρτάται λιγότερο από καθησυχαστικούς μύθους». Αναμφίβολα κάτι τέτοιο παραπέμπει σ’ έναν άλλο κόσμο απ’ αυτόν που ζούμε και σ’ ένα είδος διαφορετικό από το ανθρώπινο. Το ερώτημα είναι εάν συγκροτεί μια ουτοπία η μια δυστοπία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: