22/3/13

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού

1821 ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Για ένατη συνεχόμενη χρονιά οι «Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού» συνεχίζουν την πορεία τους στο σώμα αυτής εδώ της εφημερίδας. Αυτή τη φορά, όμως, δίχως την φροντίδα της Μάρθας Πύλια, η οποία, όλα τα προηγούμενα χρόνια, άφησε το στίγμα της στον δημόσιο λόγο, όχι μόνο περί της ελληνικής επανάστασης αλλά και της προεπαναστατικής κοινωνίας. Πράγματι, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ανατρέχοντας σε όλα τα αφιερώματα που επιμελήθηκε, ότι στον πυρήνα τους δεν είχαν το ίδιο το «γεγονός» της επανάστασης του 1821 αλλά προσπαθούσαν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να φέρουν στο φως της δημοσιότητας θραύσματα μιας παρελθούσας συνολικής κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, η νοητή γραμμή  που συνδέει τα δεκάδες κείμενα που προηγήθηκαν των σημερινών, βρίσκεται σκοπίμως σε αντίθεση με  μια εικόνα περί της επανάστασης, πλασμένη από σχολικά αναγνώσματα και τον κυρίαρχο λόγο. Μια νοητή γραμμή η οποία εμμένει ακριβώς πέρα από την εθνωφελή ρητορική, περί ηρώων κι ενδόξων μαχών σε μια μεγεθυμένη κι αποκομμένη στιγμή. Σε αντιπαράθεση με τούτη τη «μαγική» εικόνα εφόσον, κάθε ιστορική συγκυρία, όσο «εξαιρετική» ή «μοναδική» κι αν φαντάζει, είναι γέννημα πολλών χρονικοτήτων, πολλών εποχών, οι οποίες, εκ των υστέρων και δι' αυτής της (φαινομενικά) μη «κανονικής» στιγμής νοηματοδοτούνται, παράγοντας μια τομή στο ιστορικό συνεχές. Μαγική αλλά και ιδεολογικά φορτισμένη εικόνα, αφού μέσω αυτής της "λογοκρισίας", επιτυγχάνεται ο εγκιβωτισμός της ιδρυτικής στιγμής του ελληνικού εθνικού κράτους σε μια ιδιότυπη υγειονομική ζώνη, όπου το «πριν» είναι ολότελα μαύρο κι εχθρικό  και το «μετά» αιωνίως ίδιο.

Αντίθετα με τους συνήθεις πανηγυρικούς, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, αναπαράγουν τους κοινούς τόπους, αλλάζοντας καμιά φορά μονάχα το ιδεολογικό τους πρόσημο, τα αφιερώματα της Μάρθας κινούνταν πάντοτε μακριά από απλοϊκές γενικεύσεις, αθεμελίωτα πλην φανταχτερά σχήματα, άτεγκτες βεβαιότητες, αποκαθηλώνοντας, στο μέτρο του δυνατού, κάποιες ένοχες σιωπές κι ένοχες πλάνες. Όλα αυτά δεν είναι, από μόνα τους, διόλου λίγα ή ασήμαντα. Ο στόχος, όμως, ήταν εντέλει άλλος: Η προσπάθεια εξοικείωσης του αναγνωστικού κοινού μιας εφημερίδας με τα πιο πρόσφατα πορίσματα της ιστορικής επιστήμης.
Μια εργασία ιδιαιτέρως παραμελημένη στον τόπο μας, θεωρούμενη ακόμα ως πάρεργο ή ως κάτι που σπανίως θεωρείται ως «συνδρομή στην επιστήμη», βρήκε στο πρόσωπό της έναν υποδειγματικό εκπρόσωπο. Η εξοικείωση λοιπόν ήταν ο στόχος, και όχι η λεγόμενη «εκλαΐκευση», όρος που παραπέμπει σε μια σχέση υποταγής, σχέση δασκάλου που μιλά από καθέδρας σε αδαείς, αναπαράγοντας την διάκριση μεταξύ «ειδήμονα», «τεχνοκράτη» και πειθήνιου αναγνώστη, θεμελιώνοντας περισσότερο μια σχέση εξουσίας παρά μια παιδευτική σχέση. Ο ικανός επιστήμονας γνωρίζει την παραπάνω διαφορά. Και η Μάρθα την αναγνώριζε. 
Γιάννης Κολιός
Μπαίνω στον πειρασμό να ανατρέξω στο εισαγωγικό της κείμενο  για το Αφιέρωμα του 2007. Εκεί, αναφερόταν σε κάποιες απόψεις, οι οποίες παρότι «έχουν κατατεθεί στη διαθέσιμη βιβλιογραφία», όμως «δεν έτυχαν ποτέ της προσοχής όσων περιφέρουν τα περιχαρακωμένα, εύληπτα μοντέλα τους προς δημόσια χρήση», από τους «κατεστημένους κύκλους που παρασιτούν ακόρεστα πάνω στο σώμα του λαϊκισμού και της αμάθειας, που υποκαθιστούν εξ επαγγέλματος το έλλογο με το συγκινητικό». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια κατηγορία εναντίον του τμήματος εκείνου των ημιμαθών ιστορικών ή ιστοριολογούντων οι οποίοι έχουν καταλάβει τον δημόσιο χώρο κι  εκμεταλλεύονται την αμάθεια. Με μια μόνο φράση περιγράφει καίρια  έναν (συνήθη) τρόπο τού να κάνει κανείς πολιτική τής (ιστορικής) επιστήμης  προς δημόσια χρήση: απεκδυόμενος την αμφιβολία και την αναρώτηση, δηλαδή το θεμέλιο κάθε επιστημονικού τρόπου σκέψης, και παρουσιάζοντας στο "εθνικό ακροατήριο" εύληπτα μοντέλα, τα οποία δεν βασίζονται σε επιστημονικά επιχειρήματα αλλά στοχεύουν στην πειθώ διά της επίκλησης στο συναίσθημα.  
Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι στα παραπάνω εκδηλώνεται η δυσφορία ή η δυσανεξία μιας έντιμης ιστορικού απέναντι σε όσους υποτάσσουν το κύρος και την αυθεντία τους στις επιταγές πολιτικών ή εθνικών αναγκαιοτήτων ή προταγμάτων. Είναι σίγουρα κι αυτό. Όμως, η λέξη κλειδί είναι το «εύληπτο». Αυτός είναι ο αντίπαλος, αλλά κι ο στόχος κάθε προσπάθειας ένταξης του λόγου της ιστορικής επιστήμης στον δημόσιο χώρο. Της ένταξης του ίδιου του επιστημονικού λόγου, κι όχι κάποιων υποκατάστατών του, δήθεν ενδιάμεσων λύσεων, όπως λ.χ. τα σχολικά εγχειρίδια.
  Δεν αρκεί ο ιστορικός να παράσχει «πληροφορίες» σε ένα ακροατήριο μη «ειδικών». Το ακροατήριο διαθέτει ήδη πολλές και αντιφατικές. Δεν πρέπει απλώς να προσέχει τον λόγο του, μήπως και παρεισφρήσει καμιά «άγνωστη» λέξη, να μιλά ή να γράφει «απλά». Το έργο του είναι δυσθεώρητα φιλόδοξο: οφείλει να διαρρήξει ένα γερά οχυρωμένο οικοδόμημα, το οποίο έχει ως πρώτη ύλη ριζωμένους κοινούς τόπους, ακλόνητες βεβαιότητες, πράγματα που δεν γνωρίζει κανείς ότι τα αγνοεί. Εντέλει, να εισχωρήσει και να ανατρέψει μια καθημερινή σχέση με την ιστορία. Κι επειδή το ακροατήριο είναι όχι μόνο συνηθισμένο αλλά και προδιατεθειμένο να ακούσει όσα συνήθως λέγονται, να εκλάβει ως "εύληπτα" τα καθιερωμένα, εκεί ακριβώς έγκειται η κρισιμότητα της εύρεσης ενός τρόπου παρουσίασης της ιστορικής έρευνας, ώστε να καταστεί όσο το δυνατόν πιο εναργής από ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό.
Δεν πρόκειται για πάρεργο, αλλά για μια μεθοδική προσπάθεια, η οποία συνδέεται άμεσα με την ίδια του την (θεωρούμενη ως) κύρια εργασία, αυτή της παρουσίασης του υλικού του, της δημοσιοποίησής του. Και μπορεί το κοινό να αλλάζει, να διευρύνεται, να μην εκτείνεται πια μόνο στους «γνώστες», όσοι μοιράζονται μαζί του τους κοινούς τόπους, τις κατακτήσεις και τα «μυστικά» του επαγγέλματος, αλλά, από την άλλη, σε κάποιο σημείο μοιράζεται ένα κοινό πεδίο: τους κοινούς τόπους της εκάστοτε εποχής και κοινωνίας μέσα στην οποία ζει κι ο ίδιος.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να φανούν άσχετα με ένα αφιέρωμα στην εθνική μας επέτειο. Κι όμως, από μια σκοπιά δεν είναι και τόσο: εξαρτάται από το τι κρατά κανείς από την επανάσταση. Κάθε επανάσταση, πέρα από διαφορετικά και, εν πολλοίς, αλληλοσυγκρουόμενα διακυβεύματα, πέρα από τις πολυθρύλητες «αφορμές» και τις «αιτίες», εμπεριέχει και πολλές κινήσεις. Η σημαντικότερη, θεωρώ, είναι αυτή της εγκατάλειψης κάποιων «αιώνιων» σταθερών, κάποιων βεβαιοτήτων.
Η διαδικασία της φυγής από το οικείο, το γνωστό, το θεωρούμενο ως φυσιολογικό, προς το άγνωστο, το πρωτοφανές, το ανείδωτο, σχετίζεται άμεσα με όσα προσπάθησα να περιγράψω, σε αδρές γραμμές, πιο πάνω. Η Μάρθα Πύλια, με όλες της τις δυνάμεις, επί μήνες κάθε χρόνο, επί οκτώ συναπτά έτη, έφερε εις πέρας αυτήν ακριβώς την προσπάθεια «ανοικείωσης» αλλά και  επανανακάλυψης: μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, η οποία φαντάζει συχνά τόσο γνωστή μας, «χάρη» στα στερεότυπα που επαναλαμβάνονται ίδια κι απαράλλαχτα από τον κυρίαρχο λόγο, αλλά και τόσο μακρινή και αδιάφορη σε πολλούς, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Κι εμείς, δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια.   

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: