30/3/13

Η πόλη του

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Πάνω στις γραμμές, τις εντυπωμένες βαθιά στην προαιώνια λάσπη, ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά περνούσε, πίεζε, βυθιζόταν, σε ένα αδυσώπητο πήγαινε-έλα η πίσω ρόδα του ποδηλάτου, κρατώντας το βάρος της, συν το βάρος τής μπροστινής ρόδας, που υψωνόταν όρθια πάνω από το έδαφος, συν το βάρος του ποδηλάτη, που έκανε επιτόπιες σούζες, επανερχόμενος συνεχώς στις ίδιες γραμμές, στις ίδιες ροδιές, πάνω κάτω, πάνω κάτω.
Αυτές οι ροδιές, αυτή η σκέψη τυραννούσε το μυαλό τού ανθρώπου ώρες τώρα. Το ίδιο ανελέητο νοητικό πλέγμα είχε αγκιστρωθεί στον νου του, είχε σκεπάσει με την ομίχλη του τους περισσότερους δρόμους, κεντρικούς και περιφερειακούς, του εγκεφάλου του. Σε αυτή την πυκνοκατοικημένη πόλη τού νου του, βασίλευε τώρα η συννεφιά· το φως, σκλαβωμένο, είχε εκδιωχθεί σε σημεία απρόσιτα.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κατ’ αρχάς, η πόλη δεν υπήρχε ανέκαθεν εκεί. Λίγες δεκαετίες πριν, στην ίδια θέση υπήρχε ένας αχανής χερσότοπος. Η καλλιέργεια είχε αρχίσει, βέβαια, αρκετά νωρίς, ήδη από την σκοτεινή μήτρα. Τον πρώτο καιρό, είχε την καλή τύχη να καλλιεργεί δέντρα και ανθόκηπους, σκέψεις αισιόδοξες και όνειρα ρόδινα για ένα ευχάριστο, απροσδιόριστο μέλλον. Σιγά σιγά τα πρώτα κτίρια έκαναν την εμφάνισή τους. Ισόγεια σπιτάκια στην αρχή, με περιφραγμένα περιβόλια, γελαστά παράθυρα και κεραμιδένιες σκεπές, που τα έδεναν αρμονικά με την γη. Νοητική ανάπτυξη με μέτρο και σύνεση, συντρόφισσα με την φύση και συνοδοιπόρος με την φαντασία, που είχε στην διάθεσή της τον δικό της απέραντο χώρο, πάνω από τις σκεπές και κάτω από τον ουρανό, χώρος άπειρος και πεπερασμένος ταυτόχρονα. Ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του φαντασία, την δική του φανταστική ικανότητα που δεν μοιάζει με κανενός άλλου.

Ήρθαν, ωστόσο, χρόνοι δίσεκτοι. Ο χώρος της φαντασίας που έδινε φτερά στα χαμογελαστά σπιτάκια, σηκώνοντάς τα σαν ανέμελα ξεμαλλιασμένους χαρταετούς στον ουρανό, άρχισε να μικραίνει όλο και περισσότερο. Το τελευταίο διάστημα είχε περιοριστεί στα τούνελ και τις υπόγειες διαβάσεις, που είναι πάντα αυστηρά οριοθετημένα. Έπρεπε να δοθεί συγκεκριμένο θέμα, σε συγκεκριμένη ώρα και συγκεκριμένο τόπο όπως και η αντίστοιχη άδεια ή ευκαιρία ή και εντολή ή οδηγία για να αναπτυχθεί η φαντασία, να καταλάβει πάλι λίγο από τον χώρο της πόλης, αλλά πάντα τελούσα υπό επιτήρηση, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρή.
Στο μεταξύ στην πόλη τα κτίρια είχαν αυξηθεί και σε αριθμό και σε μέγεθος και σε πληθυσμό. Υψώνονταν πολυώροφα και γεμάτα από ολοένα συσσωρευόμενους κατοίκους, το καθένα με το δικό του όνομα και χρώμα και σχήμα. Άλλοτε οι συλλογισμοί αυτοί αφορούσαν έναν άλλον άνθρωπο, άλλοτε μια ιδέα, άλλοτε έναν συγκεκριμένο σκοπό. Τα τελευταία αυτά κτίρια ήταν και τα πιο “γεροδεμένα”, με την έννοια ότι οι αρμοί τους ήταν κατασκευασμένοι έπειτα από περίσκεψη και σοβαρά μελετημένο σχεδιασμό. Οι κάτοικοί τους ήταν πάντα πολυάσχολοι και το ωράριο εργασίας ήταν κάποτε εξαντλητικό. Αλλά οι ικανοποιήσεις που απολάμβανε ολόκληρη η πόλη και οι γιορτές που διοργάνωνε προέρχονταν συχνά από τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας, γι’ αυτό και οι συγκεκριμένοι κάτοικοι έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει έναν σκοπό στη ζωή του για τον οποίο να μοχθεί. Ο σκοπός, δε, κάλλιστα μπορεί να περιλαμβάνει τόσο άλλους ανθρώπους όσο και αφηρημένες ιδέες, που σχεδόν πάντα, ωστόσο, καταλήγουν να έχουν σχέση και πάλι με τους ανθρώπους.
Αλλά στις πόλεις, όπως σε όλες τις συναθροίσεις, υπάρχουν και οι ταραξίες. Ακόμη χειρότερα, υπάρχουν απόβλητα, ηθικοί κίνδυνοι που απειλούν και, αναλόγως της περίπτωσης, καταφέρνουν ή όχι να επιβληθούν και να εμποδίσουν την σωστή λειτουργία των δομών. Σε μια ευνομούμενη πόλη παρόμοιοι κίνδυνοι συλλαμβάνονται και φυλακίζονται αλλά, φυσικά, τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει εφ’ όρου ζωής την δραπέτευση και εκ νέου δραστηριοποίησή τους.
Περιέργως, ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσλειτουργία δεν προκαλείται από τους ηθικούς κινδύνους. Ο δυσκολότερα αντιμετωπίσιμος εχθρός ελλοχεύει, τις περισσότερες φορές, σε δυσπρόσιτα μέρη του εγκεφάλου, χωμένα στα θεμέλια των κτιρίων ή στην λάσπη των χωραφιών. Είναι ένα εχθρός που γεννήθηκε πριν την πόλη, γι’ αυτό και μπορεί να υπονομεύσει την λειτουργία της τόσο αποτελεσματικά. Κι ακόμα, είναι ένας εχθρός ιδιαίτερος για την κάθε πόλη και ταυτόχρονα λανθάνων, εμφανιζόμενος και εξαφανιζόμενος κατά βούληση και κατ’ επιλογή. Είναι ο προσωπικός κακός δαίμονας του καθενός.
Ο δικός του κακός δαίμων, του ανθρώπου με τον ποδηλάτη μέσα στο μυαλό, ήταν το κόλλημα της ρόδας στην λάσπη. Η αδυναμία να απαγκιστρωθεί από το εκάστοτε πλέγμα που ακινητοποιούσε μερικώς αλλά σε βάθος χρόνου τις λειτουργίες τού εγκεφάλου του. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, ο ποδηλάτης κολλούσε όλο και συχνότερα, οι αιτίες που τον εξανάγκαζαν σε αυτό πλήθαιναν, η λάσπη γινόταν παχύτερη και το φως του ήλιου που θα την ξέραινε και θα διέλυε την ομίχλη χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερα διαστήματα για να απελευθερωθεί. Βλέπετε, τα ψηλά κτίρια της σκέψης έριχναν σκιές μακριές και απειλητικές στο έδαφος και εξόριζαν την διαύγεια και την ξεγνοιασιά. Στον ποδηλάτη δεν έτεινε χείρα βοηθείας κανείς, οι πολυάσχολοι κάτοικοι των ψηλών κτιρίων ήταν εξουθενωμένοι και κοιμώνταν έναν ύπνο λειψό και ταραγμένο.
Κι εκείνος να προσπαθεί ανέλπιδα να ξεκολλήσει την πίσω ρόδα του για να προχωρήσει, κρατώντας, ωστόσο, την μπροστινή ανέπαφη, να δείχνει τον δρόμο, τον δρόμο προς τον ουρανό, τον δρόμο προς την πάλαι ποτέ ελεύθερη φαντασία, τον δρόμο έξω και μακριά από τα κτίρια.
Και οι ροδιές να γίνονται πιο βαθιές, να τον ζυμώνουν και να τον δένουν στην ίδια σκέψη, στο ίδιο αδιέξοδο, στην ίδια στενοχώρια, στην ίδια συννεφιά. Έγερνε ήδη επικίνδυνα προς τα πίσω, η πλάτη του λίγο ακόμα και θα ακουμπούσε στο λασπωμένο έδαφος και τότε πια, σαν πολύποδο έντομο, με ρόδες και άκρα ανάσκελα θα ήταν καταδικασμένος να περιμένει έναν από μηχανής θεό, ένα δάχτυλο να αρπαχτεί, όπως οι βρεφικές χουφτίτσες απ’ τον λειχανό του ενήλικου, ένα φύλλο ν’ αγκιστρωθεί, όπως το σκαθάρι που έχει γυρίσει ανάποδα και καλεί σε βοήθεια με βουβή απελπισία, ένα μπράτσο να στηριχτεί, όπως τα ρυτιδιασμένα χέρια τού γέρου που σκόνταψε και ψαχουλεύει στα τυφλά την βακτηρία του. Αλλά αυτός δεν είναι ούτε γέρος, ούτε σκαθάρι, ούτε βρέφος – είναι ένας ποδηλάτης στο δίχτυ τής ταχύτητας και των κακόβουλων επιθέσεων και έπρεπε να προσέχει.

Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Σταυρούλας Τσούπρου, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «Γρηγόρη», υπό τον τίτλο Σε κοιτούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: