9/2/13

Εαυτού αφύπνιση

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ, Mec(c)ano και η Εκάτη, Εκδόσεις Θερμαϊκός, 2012, σ. 58
                                                
Πρόκειται για την τελευταία ποιητική σύνθεση της Ρούλας Αλαβέρα. Ορισμένες από τις  σκοτεινές πτυχές του κοσμοειδώλου παρέχουν το πρώτο έναυσμα της εκστατικής αυτής γραφής, η οποία, ας σημειωθεί εισαγωγικά, δεν παύει να αναμοχλεύει τα εαυτής σε μια διαρκή προσπάθεια δημιουργικής ανασύνταξής της. Η φαντασμαγορία του γίγνεσθαι επιβάλλει βεβαίως τους κανόνες της. Αφήνοντας στη δημιουργική φαντασία ανοικτό ένα παράθυρο κριτικής αντιμετώπισής του, το θαύμα ή κατ΄ άλλους το έκτρωμα της εξ αντικειμένου πραγματικότητας φωτογραφίζεται πολλαπλώς. Η βία στους δρόμους, το διαχρονικό φάσμα της απόλυτης Πενίας, η διαφύλαξη του προσώπου κατά τη διάρκεια του άνισου και ασύμμετρου αγώνα του με το Κακό, η αναγεννησιακή πορεία ενός ανένταχτου ρήματος συναποτελούν τα εξόφθαλμα ερεθίσματα των κεφαλαίων της θεματικής τάξης. Η Εκάτη προσωποποιεί την πολυτέλεια της ατομικότητας σε καιρούς γενικευμένης υστερίας τυποποίησης. Η εμπειρία του υποσελήνιου κανόνα βίου είναι εν ολίγοις η εμπειρία της αλήθειας.  Ένα ιδιαιτέρως ισχυρό διακείμενο, το οποίο εκτείνεται από τον Ιερό Αυγουστίνο σε διάφορα αρχετυπικά πρότυπα της μυθολογίας μας και από τους βιβλικούς Ψαλμούς στο πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι της Δέσπως, αφήνοντας μουσικές στιγμές της δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης να αναδυθούν κάποιες φορές, υποστηρίζει την όλη ανέλιξη των ρητορικών σχημάτων. Κοντολογίς, πρόκειται για μια διευρυμένη, ρυθμική αναπαράσταση ατομικών και συλλογικών παθών. Ικανό τμήμα του συλλογικού ασύνειδου συνυπάρχει με τον εσμό των τυραννικών εικόνων από το προσωπικότερο, σαφώς πιεστικότερο καταπίστευμα των εφιαλτών.

Το ποιητικό υποκείμενο δεν διατείνεται ότι γνωρίζει πλήρως τις καθοριστικές παραμέτρους, τον μηχανισμό δράσης και τα αίτια–αιτιατά της περιρρέουσας, κατά το μάλλον ή ήττον, βασανιστικής συνθήκης. Δηλώνει την αδυναμία του να ξεκλειδώσει τα μυστικά των όντων, μετανιώνει, όπως θα ήθελε εν προκειμένω ο Καλντερόν, που γεννήθηκε, αφήνει τα καίρια ερωτήματα του βίου εν πολλοίς αναπάντητα. Έστω το εξής χαρακτηριστικό βίωμα απορίας: «Γιατί μπαίνω διαρκώς στην αιχμαλωσία;». Το έδαφος των επί μέρους αξιολογήσεων παραμένει κατά συνέπεια γνωσιολογικά ακανθώδες από την πρώτη έως την τελευταία στροφή του συνθέματος. Εξ ου και το αίσθημα μιας σαρωτικής ναυτίας, το οποίο συνέχει ορισμένες εκφορές του λόγου. Η ποιητική ειλικρίνεια πιστώνεται πάντως στις αρετές της όλης έκφανσης. Η σκέψη, ως μια αδιάπτωτη συζήτηση του συνειδέναι με τον εαυτό του, αφήνει στο χαρτί τα τεκμήρια της εμπύρετης κινητικότητάς της.
Το δραματικό κοινωνικό έλλειμμα σαφώς εξορκίζεται αφού προηγουμένως ελεγχθεί δεόντως. Το ποιητικό υποκείμενο ανασύρει κομμάτια από τα βαθύτερα στρώματα των προσχώσεων της ύπαρξης. Ενίοτε προβάλλονται χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία. Τότε οι στίχοι διαβάζονται μάλλον σαν άλυτοι γρίφοι, παρά σαν καταθέσεις μιας ορθολογικής ταξινόμησης συγκινησιακών αφορμών. Αρκετές φορές οι εξομολογήσεις είναι επικοινωνιακά αρτιότερες και συμβάλλουν στη διακρίβωση του ειδικότερου μηνύματος. Έστω το εξής παράδειγμα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
Τώρα ακούγεται σαν αλληγορία,
αλλά αναγεννάται σε κάθε ίαση
και η ίαση είναι δική μου, τώρα.
Τώρα ακούγεται σα μια ακόμη ιστορία
αλλά η πηγή της ήταν ένα αλησμόνητο όνειρο
και ήταν ένα όνειρο πεπρωμένου,
σα μια μεγάλη Ψυχή που με καθορίζει.
Τώρα πρέπει βουβά να γυρίσω,
να βρίσκομαι εκεί και με ιλαρότητα
να καλοδέχομαι το φιλικό Πνεύμα
που μ’ εξαντλεί.
Μοιάζει άγονος τόπος, αλλά από εδώ
γυρίζω πίσω στον τόπο μου
και την Πατρίδα μου.
Η αναζήτηση του κατάλληλου γλωσσικού εργαλείου απασχολεί συνειδητά τη Ρούλα Αλαβέρα. Και όχι μόνον τώρα. Είναι μια μέριμνα διαρκείας. Η μαρτυρία των στίχων, που παραθέτω, είναι ενδεικτική των συναφών λεκτικών χειρισμών:
Αυτό το χωράφι είναι της Μνήμης,
γι’  αυτό η Ύβρις ευφρόσυνα αναμένει
τον ερχομό του Κόρου πατέρα της.
Αναζητώντας μιαν αρχαία γλώσσα
χάθηκα, βρέθηκα με αφάνταστους πόνους
να συνομιλώ με άγνωστες σκιές,
κι αυτές μεθοδικά να χτίζουν γύρω μου
πέτρινο τοίχο, πέτρα την πέτρα […]
Στην αρχή πρόταση από πρόταση,
κατόπιν λέξη από λέξη, γράμμα από γράμμα,
φωνήεν από φωνήεν, σύμφωνο
από σύμφωνο, ώσπου μουγγάθηκα.
Ο δύστηνος χώρος παραμένει η σταθερή εστία των αναφορών και των αυτοαναφορών. Η τυχόν αποδέσμευση του υποκειμένου από την ποιητική του γλώσσα συνιστά τον μέγα κίνδυνο της κάθε μέρας. Το τραύλισμα, το βράχνιασμα των φθόγγων, το ηχητικά επίπονο σχίσιμο των συλλαβών στα επιμέρους στοιχεία τους, οι παλινωδίες των κλητικών ρήσεων, οι καταχρήσεις ενός παρένθετου τιτιβίσματος, που απαντούν σε πολλούς στίχους του Mec(c)ano και η Εκάτη παραπέμπουν ασφαλώς στην επαπειλούμενη αφασία του -προς το παρόν ηρωικά -ομιλούντος όντος. Η γλώσσα του ποιήματος υπάρχει ως στάδιο, ως κατ΄ εξοχήν τόπος αγωγής του είναι. Η απώλειά της ισούται με μετάβαση στα κάτεργα του μη όντος. Η αγωνία απηχεί εδώ, μεταξύ άλλων, την έκδηλη αγωνία των παρεμφερών δηλώσεων του Giorgio Agamben. Ήτοι: «Περισσότερο και από την οικονομική αναγκαιότητα και την τεχνολογική ανάπτυξη, αυτό που οδηγεί τα έθνη της γης προς μία μοναδική και κοινή μοίρα είναι η αποξένωση από το γλωσσικό είναι, ο ξεριζωμός όλων των λαών από τη ζωτικής σημασίας κατοικία στη γλώσσα». (Βλ. Η κοινότητα που έρχεται, μετάφραση: Θάνος Ζαρταλούδης, εκδόσεις Ίνδικτος 2007, σελ 122 επ.).
                                                         
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: