9/2/13

Η Χρυσή Αυγή και η ευθύνη για τον άλλο

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
Γιάννης Δελαγραμμάτικας
Σε συνέχεια των όσων γράφαμε εδώ την προηγούμενη Κυριακή, δεν θα ήταν υπερβολή νομίζω να υποστηρίξουμε πως η δημοκρατία σήμερα δείχνει στριμωγμένη. Δείχνει μάλιστα να βάλλεται από δύο μεριές. Σε συνθήκες ακήρυχτης και διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης πλήττεται ταυτόχρονα τόσο από τους καλοντυμένους τεχνοκράτες που αν «χρειαστεί» κάνουν κουρελόχαρτο όχι μόνο τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα, που αν χρειαστεί συμμαχούν και με τον «διάβολο», όσο και από τους μαυροφορεμένους νοσταλγούς των χειρότερων στιγμών που έχει να θυμάται η ανθρωπότητα από τον σύντομο 20ο αιώνα.
«Know thy enemy», λέει μια συμβουλή από το γνωστότερο ίσως εγχειρίδιο για την «τέχνη του πολέμου» (Σουν Τζου)· κι ας είναι ο δικός μας περισσότερο «πόλεμος θέσεων». Από εκεί και πέρα υπάρχει πολύ και κοπιώδης δουλειά που μένει να γίνει και η οποία φοβάμαι υπερβαίνει κατά πολύ την ισχύ που μπορεί να έχουν πέντε κοφτερές αράδες πάνω στο χαρτί. Επιπλέον, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι κεντρική επιδίωξη ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους θα έπρεπε να είναι η απαγόρευση νεοναζιστικών μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή.[1]. Η διεθνής εμπειρία μάλιστα αντίστοιχων «υγειονομικών ζωνών» μας έχει δείξει πως τέτοιες τακτικές ίσως φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Μπορεί αύριο να απαγορεύσουμε τη Χρυσή Αυγή, αλλά δεν θα έχουμε κάνει τίποτα αν δεν έχει ηττηθεί πρώτα ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων που σήμερα την στηρίζουν ή την ανέχονται. Ακόμα χειρότερα, μία βίαιη απαγόρευση χωρίς να έχει ουσιαστικά ηττηθεί ο φασισμός και ο ρατσισμός, ίσως να προκαλέσει την «επιστροφή του απωθημένου» σε μια ριζοσπαστικοποιημένη και πιο ακραία ακόμα μορφή του.
Κατά συνέπεια, ο «άγριος εμπειρισμός»[2] της Χρυσής Αυγής, αυτή η μεταφυσική του πεζοδρομίου ζητά μιαν απάντηση σε ένα πεδίο ουσιαστικής ριζικής πολιτικής αντιπαράθεσης μα άλλους όρους· μακριά, σε κάθε περίπτωση, από μια οικειοποίηση των μέσων της Χρυσής Αυγής για τους «δικούς μας» σκοπούς, αλλά κοντά στην επίμονη (και επίπονη) παρουσία μας μέσω λόγων και πρακτικών που προκρίνουν ένα ριζικά εναλλακτικό παράδειγμα· που μετουσιώνουν τη συλλογική οργή και ματαίωση σε κοινή δημιουργία, σχέσεις αλληλεγγύης, συλλογικές κινήσεις αντίστασης και διεκδίκησης. Ένα παράδειγμα που εκ των πραγμάτων στέκεται αντιδιαμετρικά απέναντι. Δεν αρκεί –ας το τονίσουμε– μιαν αναδίπλωση στην υπεράσπιση του (μέχρι χθες) υπάρχοντος, ούτε η υιοθέτηση πρακτικών που θα μας κάνουν να «συνηθίσουμε το τέρας». Η επιμονή σε ένα ριζικά εναλλακτικό παράδειγμα, σε ένα ριζικά εναλλακτικό ήθος του πολιτεύεσθαι, τελικά του συνυπάρχειν, μπορεί να γίνει αυτή η απάντησή μας εδώ και τώρα, αλλά και αύριο.
Πώς να δώσουμε όνομα σε αυτό τον στόχο που μπορούμε να θέσουμε στο πλαίσιο του απαραίτητου διμέτωπου αγώνα μας ενάντια στο μεταδημοκρατικό/τεχνοκρατικό άκρο από τη μία, και εκείνο της νεοναζιστικής δυστοπίας από την άλλη; Αν και ένας τέτοιος στόχος φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος θα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι: να ξανα-επινοήσουμε και (βασικότερο ίσως) να ξανα-αγαπήσουμε τη δημοκρατία, να αναλάβουμε την ευθύνη για τον άλλο και για το αύριο, μαζί, συλλογικά, να φανταστούμε έναν άλλο δυνατό κόσμο και να ξεκινήσουμε να τον χτίζουμε, βήμα-βήμα.

Υ.Γ. Κοιτώντας το ημερολόγιο 2013 του Κοινωνικού Ιατρείου Αλληλεγγύης της Θεσσαλονίκης πάνω στο γραφείο μου, καθώς γράφονται οι τελευταίες γραμμές αυτού εδώ του κειμένου, τολμώ να αισιοδοξώ πως ψήγματα ενός άλλου κόσμου, που τάσσεται απέναντι στον φασισμό και τη μισαλλοδοξία και ταυτόχρονα προβάλλει ένα ριζικά εναλλακτικό ηθικοπολιτικό παράδειγμα ενάντια στον μεταπολιτικό κυνισμό που θρέφει η άρχουσα τάξη, είναι ήδη εδώ, διάσπαρτα γύρω μας. Μένει να τα ανακαλύψουμε και να σταθούμε δίπλα τους.

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υπ. διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης στο ΑΠΘ


[1] Κάτι που υποστηρίζει και ο Δημήτρης Ψαρράς, στο βιβλίο του Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Πόλις, Αθήνα 2012
[2] Νικόλας Σεβαστάκης, «Σύγχρονος “αντιλαϊκισμός”: από την πολιτική παθολογία στο πολιτικό κακό», στο Σεβαστάκης Ν. & Σταυρακάκης Γ., Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Νεφέλη, Αθήνα 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: