19/1/13

Ριζοσπαστισμός: το μεταχθές και το προαύριο

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Μαρίνα Σαμαρτζή
Όσοι θεώρησαν πως το ριζοσπαστικό προεκλογικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο του έδωσε το 27%, αρκούσε για να τον δρομολογήσει, οριστικά και ανεπίστροφα, σε τροχιά εξουσίας, η οποία θα έπεφτε στα χέρια μας σαν ώριμο φρούτο, όπως γίνεται συνήθως σε «ομαλές» περιόδους, μάλλον υποτιμούν το φαινόμενο του ριζοσπαστισμού.
Ως διαδικασία αλλαγής της κοινωνίας, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες της όψεις της, σε όλους τους αρμούς και τις σχέσεις της, στο φαντασιακό της και την πολιτισμική της συγκρότηση, στην πολιτική της συμπεριφορά και τον ιδεολογικό της προσανατολισμό, η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης είναι μακρά, αλλά καθόλου ευθύγραμμη. Ίσως οδηγήσει την αριστερά στην κυβέρνηση, ίσως και όχι. Όμως ήδη αλλάζει, και θα αλλάξει, την κοινωνία. Ακόμα κι αν ο ριζοσπαστισμός δεν είναι, ή δεν γίνει, πλειοψηφούν ρεύμα, εκφράζει σήμερα την κινούσα δυναμική μεταλλαγής της κοινωνίας, έστω κι αν, την ίδια στιγμή, άλλα τμήματά της εγκολπώνονται συντηρητικές αφηγήσεις.

Το δε ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς επειδή δεν αποτυπώνει ένα σύνηθες και προβλέψιμο φαινόμενο, δηλαδή την κυβερνητική φθορά και την αντίστοιχη αύξηση της πολιτικής επιρροής της αντιπολίτευσης, αλλά υπόκειται στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, δεν μπορεί να έχει μια ευθύγραμμη διαδρομή. Η σχέση είναι φυσικά αμφίδρομη, αφού κάθε ριζοσπαστικό πολιτικό κόμμα με τις επιλογές του τροφοδοτεί, εντείνει, προσανατολίζει την κοινωνική ριζοσπαστική διαδικασία. Δεν είναι θεατής και «εισπράκτορας».
Η δε κοινωνία δεν αποτελεί ένα όλον, ούτε ορίζεται ως «εθνικό ακροατήριο», «εκλογικό σώμα», «πληθυσμός» κλπ. Δεν αποτελεί μια παγιωμένη δομή, όπως εν πολλοίς συμβαίνει σε «κανονικές» χρονικές περιόδους. Βρίσκεται σε κρίση. Είναι ένα σώμα σε έντονη κίνηση, βρίθει δε αντιθέσεων, αντιφάσεων, διαφορών∙ αντικρουόμενων, ασύμβατων, ανταγωνιστικών προοπτικών. Όλοι οι «παραδοσιακοί», δηλαδή οι δεδομένοι προσδιορισμοί, ταξικοί, πολιτικοί, ιδεολογικοί, φυσικά και ισχύουν, όμως ταυτόχρονα δεν επαρκούν για να εξηγήσουν και να διαυγάσουν τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης. Όλες οι σταθερές της πολιτικής ανάλυσης και οι κανόνες άσκησης πολιτικής φυσικά και ισχύουν, όμως ταυτόχρονα δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την εκτίναξη ενός εκλογικού ποσοστού ή την εικαζόμενη σημερινή δημοσκοπική «κόπωσή» του. Ενώ και η επίσης αλματώδης άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί μία ακόμα έκφανση της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης, που θέτει υπό αίρεση τα «δημοκρατικά δεδομένα», τα οποία τα θεωρούσαμε παγιωμένα και ακλόνητα, δηλαδή παγωμένα μέσα στο χρόνο. 
Η άμεση σχέση και σύνδεση, η σχεδόν ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τις διαδικασίες του ριζοσπαστισμού, είτε αυτές εκφράζονται με τους «παραδοσιακούς» τρόπους των συνδικάτων, είτε με «ανορθόδοξους» τρόπους, όπως η Βίλλα Αμαλία, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της πολιτικής του ύπαρξης. Η κάθε μία από τις μορφές ριζοσπαστικής έκφρασης και παρέμβασης ταυτοποιεί, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, έναν ολόκληρο χώρο, μια κοινωνική κατηγορία, μια ηλικιακή ομάδα. Ταυτόχρονα όμως, όλες οι κοινωνικές πρακτικές ανανοηματοδοτούνται μέσα από τη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης. Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να «επιλέγει», ως θεατής, μορφές κοινωνικής πάλης, αλλά ακριβώς να τις «κοινωνικοποιεί».
Ο ριζοσπαστισμός είναι πολυφωνικός. Ανάλογη οφείλει να είναι και η πολιτική του έκφραση. Το αντίθετο της πολυφωνικότητας είναι η πολυσυλλεκτικότητα, που εκφράζει «από τα πάνω» τον ριζοσπαστισμό, με έναν γενικόλογο και μονόχνωτο καταγγελτισμό, και τον συνοψίζει κάτω από μια συμβατική περιγραφή («μη προνομιούχοι»). Αυτή είναι η διαδικασία ακύρωσης των πολλαπλών εκφράσεων του ριζοσπαστισμού, απώλειας του κινηματικού του χαρακτήρα, εν τέλει ευνουχισμού του, όπως καλά γνωρίζουμε από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Το ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει το «τέλος» της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης, την κρατικοποίησή της, αλλά το άνοιγμα των πεδίων όπου αυτή λαμβάνει χώρα, σημαίνει δηλαδή και τη ριζοσπαστικοποίηση των θεσμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ριζοσπαστικός, όχι γιατί επέλεξε για τον εαυτό του μια κάποια ταμπέλα που τον κάνει διακριτό από άλλες εκφράσεις της αριστεράς, από τον κυβερνητισμό και τον προγραμματικό μαξιμαλισμό. Είναι ριζοσπαστικός γιατί επέλεξε τους τρόπους μιας πολιτικής που βρίσκεται πέραν και έξω από τη γνωστή και παραδεδομένη, ταυτίστηκε με τους τρόπους μιας πολιτικής που έρχεται απ’ το μέλλον, όπως θα έλεγε κάποιος με λυρική διάθεση. Η διαφορά της και η σημασία της δεν είναι συγκυριακή αλλά καταστατική, οι δε συνέπειές της σχεδόν πολιτειακές, γιατί εγκαθιδρύει νέες θεσμίσεις. Με αυτή την έννοια, ο ορίζοντάς της δεν είναι απλώς οι εκλογές και η κυβέρνηση, αλλά η κοινωνική αλλαγή.
Τίποτα «δραματικό» δεν υποκρύπτεται εδώ. Η κοινωνική αλλαγή πάντα σήμαινε και σημαίνει την αλλαγή του τρόπου που η κοινωνία βλέπει τον εαυτό της και τον κόσμο και ζει τη ζωή της. Ό,τι και να λένε οι οικονομικοί και άλλοι δείκτες, μόνο αυτός ο τρόπος, το κοσμοείδωλο της κοινωνίας, είναι που καθιστά τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Συχνά τρελαίνοντας τα «μηχανάκια» και τις στατιστικές: μια πρόσφατη έρευνα κατέγραψε τα μεγαλύτερα ποσοστά ευτυχισμένων ανθρώπων στη Λατινική Αμερική. Μα με τόσα προβλήματα και τόση φτώχεια; Όσο έωλες και να είναι οι σχετικές έρευνες, εδώ πρόκειται για κάτι που όλοι γνωρίζουμε ακόμα και εμπειρικά. Η «εξήγηση», δηλαδή η πηγή τέτοιων απαντήσεων, είναι προφανής: πρόκειται για τις κοινωνίες που διαθέτουν το πιο λαϊκό κοσμοείδωλο. Κι αυτό τρέφεται από τον πάντα ζωντανό, και σήμερα ακμαίο, ριζοσπαστισμό των λατινοαμερικάνικων κοινωνιών, και τον τροφοδοτεί αενάως. Είναι ακριβώς η διαδικασία που έχει εκλείψει στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όταν καταστράφηκε, συστηματικά, εκείνη η μεγαλειώδης μεταπολεμική λαϊκότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, με την οποία κατάφεραν να κλείσουν τις πληγές του πολέμου και να πορευθούν ειρηνικά, αλλά και να αναπτύξουν τέχνες και ιδέες, να τραγουδήσουν, να ονειρευτούν, να κάνουν καλύτερη, πιο βιώσιμη τη ζωή τους, να φτιάξουν νέες, πραγματικά ωραίες εικόνες της. Αυτή τη διαδικασία ξαναβάζει σε κίνηση η κρίση.
Επιστροφή δεν υπάρχει. Ούτε σε παραδοσιακούς τύπους και τρόπους άσκησης πολιτικής, ούτε στη νωχελική δημοκρατική αμεριμνησία, ούτε στη θαλπωρή μιας εξωτικής νησίδας. Μια «Κούβα της Μεσογείου» δεν έχει κανένα νόημα σήμερα. Αν, όπως όλοι συμφωνούν, βρισκόμαστε σε μια μετάβαση, αυτό ίσως σημαίνει ότι οι καιροί απαιτούν το δικό τους «μετά». Μεταπολιτική, λοιπόν; Μεταδημοκρατία; Και οι δύο αυτοί όροι είναι ταυτισμένοι στο δημόσιο λόγο με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Εκφράζουν όμως μια πραγματικότητα: το τέλος μιας εποχής και την απαρχή της επόμενης. Αλλά το αίτημα του ιστορικού παρόντος υπερβαίνει το ετεροκαθοριζόμενο «μετά»: αναφέρεται στη διακοπή της συνέχειας, στην αναγκαιότητα μιας ιδρυτικής τομής. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο «μεταχθές» και το «προαύριο», όπως έξοχα το είπε ο Νικόλαος Κάλας. Αυτή η διαφορά απαιτεί μια νέα γλώσσα, απαραιτήτως πολυφωνική, και μια νέα αφήγηση, που όμως θα είναι απαραιτήτως «μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος».
Πολλοί, με προεξάρχοντα τα τηλεοπτικά παράθυρα, προτρέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα «υπεύθυνο», δηλαδή προβλέψιμο μεταΠΑΣΟΚ∙ το ίδιο ελπίζουν και αρκετοί κεντροαριστεροί φίλοι μας. Ας επιλέξουμε, ας προσπαθήσουμε να είμαστε το προαύριο. Ακόμα κι αν «χάσουμε», περνώντας ή όχι και από κυβερνητικές ευθύνες. Η διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής έχει ξεκινήσει, είναι δε «ένας ατέρμων κοχλίας», όπως το είπε ο Γιάννης Πάνου. Τούτη η «νίκη» θα έχει διαρκή αποτελέσματα. Θα αλλάξει, ήδη αλλάζει, τη ζωή μας, τον τρόπο που τη βιώνουμε και τη ζούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: