13/10/12

Περιπέτειες και πάθη της ελληνικής διανόησης

Πέννυ Μονογιού- Σημαία
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ

I never wonder to see men wicked, but I often wonder to see them not ashamed[1]
Jonathan Swift

Καθώς περνούν τα χρόνια και η μια γενιά διαδέχεται την άλλη, η ελληνική λογοτεχνία και τέχνη έρχονται αντιμέτωπες με τις τύχες του καιρού. Το ίδιο ισχύει για την επιστήμη και τη λογιοσύνη. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και τα ανθρώπινα. Η αλλαγή δεν είναι αναγκαστικά προς το καλύτερο, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν απλά, γιατί θα βεβαίωναν την ακάθεκτα προοδευτική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Τέτοιες θεωρήσεις όμως έχουν αποδειχτεί εδώ και χρόνια ότι είναι περισσότερο ευσεβείς πόθοι, παρά γόνιμες εικασίες. Στις τωρινές περιστάσεις ελπίζει κανείς ότι είναι καιρός, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, και υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας συνολικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, να τεθούν τα ζητήματα του πολιτισμού και της παιδείας, όπως αναδεικνύονται στην άνιση συνύπαρξή τους, ως ένα μείγμα αισθητικής, ιδεολογίας και πολιτικής. Στον πυρήνα αυτού του ζητήματος ελλοχεύει μονίμως το φάσμα της εθνικής ταυτότητας ως σημαίνον ουτοπικό αίτημα. Είναι όμως προφανές ότι, εάν δεν αποδεχτείς αυτό που είσαι, δεν μπορείς να επιδιώξεις εκείνο που θα μπορούσες να ήσουν.

Θα περίμενε κανείς ότι οι άνθρωποι της σκέψης και της φαντασίας, στην απεριόριστη διαπλοκή τους, θα είχαν προβλέψει την κρίση, αφού δεκαετίες τώρα την είχαν μπροστά τους: την έβλεπαν, την βίωναν και, όχι σπάνια, συμμετείχαν σε αυτήν. Αλλά, αν κάτι τέτοιο θεωρηθεί υπερβολική προσδοκία, θα περίμενε κανείς ότι σήμερα, στο πέλαγος όπου εξανεμίζονται τα ανέξοδα κηρύγματα περί Ελλάδας και ελληνικότητας, οι άνθρωποι της σκέψης και της φαντασίας δεν θα συνέχιζαν να ταξιδεύουν με το ίδιο ρημαγμένο καράβι. Ο τόπος έχει γίνει καμίνι όπου καίγονται συγκλαδοκορμόριζα οι μεγάλες ιδέες και γίνονται καπνός οι τουρκοβαγκνεριέν φαντασιώσεις. Οι λίγοι που κατανοούν το ζήτημα ήταν και είναι αφοπλισμένοι από το κυρίαρχο ρεύμα. Ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, ο χώρος της τέχνης και του στοχασμού, εάν είναι δραστικός, βιώνει τη σχέση του με την κοινωνία και την ιστορία ως διαρκή κρίση, και ως εκ τούτου είναι πάντα έτοιμος να αντιδράσει στην έκτακτη ανάγκη. Αν όμως έχει αφομοιωθεί από το κατεστημένο πνεύμα και συμπλέει νομιμοφρόνως προς όλες τις κατευθύνσεις, τότε η κρίση, όταν τελικά επέλθει δριμύτατη, ένα μόνο πράγμα μπορεί να είναι: καθαρτήρια.
Το ελληνικό πρόβλημα σήμερα, στην οικονομική και πολιτική του διάσταση, συνδέεται με τις δραματικές ιστορικές εξελίξεις, τα ιδεολογήματα και τις φαντασιωτικές επελάσεις του μεσοπολέμου. Εννοείται ότι, αν αναζητήσουμε την άκρη του ζητήματος, θα πρέπει να πάμε πιο μακριά και πιο βαθιά, με κρίσιμο σημείο εκκίνησης τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί συλλογικές και συστηματικές προσεγγίσεις. Ένα είδος ειδικής αποστολής.
Ξέρω ότι οι καιροί ου μενετοί, όμως η «αντίσταση» δεν μπορεί να είναι μονομερής. Αν το σύνθημα δεν είχε καταντήσει ανούσιο σλόγκαν για τους νεοέλληνες νεόπλουτους κάθε ιδεολογικής απόχρωσης, «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» πάνε πάντα μαζί. Αρκεί να εννοείς ότι οι λέξεις έχουν ένα βάρος που θέλει πολύ αγώνα για να αποκτήσει πραγματική υπόσταση, και όχι να τις βροντοκοπάς σαν κούφια καρύδια.
Εδώ και πολλά χρόνια, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση της τσέπης, αυτό που ονομάζεται κριτική, δηλαδή η ενδελεχής άσκηση της κρίσης, είχε ξεπέσει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στη χλιαρή παρουσίαση «εντυπώσεων» και στον αμοιβαίο διακανονισμό ευνοϊκών παραχωρήσεων, που υπηρετούν τη συναλλαγή αλλά ονομάζονται ευφημιστικά «δημόσιες σχέσεις». Πολλοί νομίζουν ότι το φαινόμενο περιορίζεται στη ζούγκλα των μέσων ενημέρωσης που ελέγχεται από (ή, συνήθως, ελέγχει) την πολιτική, αγνοούν (ή κάνουν πως αγνοούν) ότι οργιάζει και στον χώρο της επιστήμης και του πολιτισμού, όπου η επίφαση μιας δήθεν «αντικειμενικότητας» ή «σοβαρότητας» ή «αυστηρότητας» κρύβει ένα μάλλον δυσώδες δίκτυο εκδουλεύσεων και εξαρτήσεων. Με άλλα λόγια μιαν άσκηση εξουσίας εσωστρεφή, αν όχι αιμομικτική, που εδώ και δεκαετίες ενδύεται τη λεοντή της ευπρέπειας και της κοινής λογικής.
Όπως στον χώρο της λογοτεχνίας περιφέρονται οι σελέμηδες της φαντασίας, στον χώρο της επιστήμης κυκλοφορούν τα μορμολύκεια της μονολιθικής σκέψης. Μην φανταστείτε τίποτε εξωτικό. Σκεφτείτε απλά τη «νεοελληνική κατάσταση». Και θα τους βρείτε όλους μαζεμένους να επιδίδονται είτε στην τέχνη της έρπουσας δουλικότητας είτε στο έργο της προκρούστειας  στρέβλωσης. Συναφείς και αλληλέγγυες συμπεριφορές.

***

Ένα ζήτημα που δεν αντιμετωπίστηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό που έγινε με άλλες επιστήμες, είναι το επιστημολογικό και θεσμικό καθεστώς της φιλολογίας και της κριτικής. Οι δύο χώροι δεν είναι ταυτόσημοι αλλά στο ελληνικό παράδειγμα συμπλέκονται με πολλούς και σκοτεινούς δεσμούς. Οι πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, τόσο στο παρελθόν όσο και στην ακμή της μεταπολίτευσης, κυριαρχούσαν στον κριτικό λόγο που διακινούσαν φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και σε δύο άλλους θεσμικά πανίσχυρους τομείς: τη βιβλιοκρισία και την επιφυλλιδογραφία. Επομένως, εκ των πραγμάτων, στο συγκεκριμένο πεδίο αναπτύχθηκαν δίκτυα εξουσίας και διαφθοράς, που για ολόκληρες δεκαετίες, πριν και μετά τη χούντα, συντηρούσαν τα συμφέροντά τους, επέκτειναν την επιρροή τους και διασφάλιζαν τον έλεγχο του θεσμού σε μεγάλο βαθμό. Καθώς όμως όλα αυτά δεν επηρέαζαν άμεσα την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, θεωρήθηκαν ως μικρής σημασίας για τους κομματικούς μηχανισμούς και ανάλογα αντιμετωπίστηκαν. Δεν κρίθηκε ασύμβατο συνεπώς αριστεροί σχηματισμοί να φιλοξενούν τις πιο οπισθοδρομικές και απλοϊκές θεωρήσεις της πολιτισμικής πραγματικότητας ή της λογοτεχνικής παραγωγής, ενώ στον χώρο του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού να αφήνεται περιθώριο και για τους εκσυγχρονισμένους ενός συστήματος που βασιζόταν στην ανεξέλεγκτη  συναλλαγή.
Είναι προφανές ότι συγκεκριμένες ομάδες και άτομα (που δεν πρέπει βέβαια να ταυτιστούν με το σύνολο των διδασκόντων) στις φιλοσοφικές σχολές ανά την επικράτεια, υπηρέτησαν εκθύμως τα συμφέροντά τους με απροσχημάτιστο κυνισμό, και δυσανάλογα με την επιστημονική και πολιτισμική τους συνεισφορά στις νεοελληνικές σπουδές, συμπεριφορά η οποία αντλούσε την υπεροψία της, εκτός από την ακμαία υιοθέτηση αμυντικών τακτικών μεσαιωνικής σέχτας, και από τους εξής παράγοντες: θεσμική κατοχύρωση και ανάδειξη, επωφελής σύνδεση με τη Μέση Εκπαίδευση, στενοί δεσμοί με τον χώρο των μέσων και της πολιτικής, κολακεία της κοινωνικής ελίτ, έλεγχος, στο μέτρο του μέγιστου δυνατού, του ελληνικού και κυπριακού πανεπιστημίου, και έμμεση κηδεμονία ορισμένων τμημάτων νεοελληνικών (ή παρεμφερών σπουδών) εκτός Ελλάδος. Η απήχηση αυτής της πολιτικής επηρέασε άμεσα και την άσκηση της κριτικής στην επιστημονική της εκδοχή, αλλά και στη δημοσιογραφική της εκλαΐκευση. Στενές σχέσεις σφράγισαν την αγαστή συνεργασία των διανοουμένων με τα πιο ρηχά δημοσιογραφικά αλφάδια, στολισμένα με ύφος γίγαντα και εκτόπισμα νάνου.
Οι μεμονωμένες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, ή ακόμη και σθεναρής αντίδρασης, εάν μεν είχαν για διάφορους λόγους και με ποικίλους τρόπους διεισδύσει στο σύστημα, σύντομα αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το στρίμωγμα στη γωνία, που συνήθως οδηγεί στην εξόντωση ή στον παροπλισμό, με τη δύναμη του μπετόν αρμέ που ονομάζεται, κουτοπονήρως, «επιστημονική επάρκεια» ή «αντικειμενικά δεδομένα». Ανάλογα με τις περιστάσεις, τα προηγούμενα μπορούν να αντικατασταθούν με τη «σοβαρή επιστήμη», την «αντικειμενική αλήθεια» ή τη «συναδελφική αλληλεγγύη». Θεσμικά, η κινητικότητα του πλήθους των μετρίων έχει τη δύναμη του νόμου της βαρύτητας: όπως και αν αντιδράσεις είσαι χαμένος. Υπάρχουν βέβαια πεισματάρηδες και συνεπείς πανεπιστημιακοί που δεν ενδίδουν, ακόμη και αν μείνουν μόνοι, αλλά δεν είναι πολλοί. Αν τώρα, από την άλλη μεριά, μείνεις απέξω, κάθε προσπάθεια εισδοχής θα βρεθεί μπροστά σε απόρθητο τείχος, το οποίο πίπτει μόνο με την αδιάλειπτη χρήση του πολιορκητικού κριού της «γλωσσικής» ικανότητας. Είναι φανερό πόσο γρήγορα διεισδύουν και επεκτείνονται οι λειχήνες του πνεύματος, ασκώντας με δεξιοτεχνία την τέχνη του λείχειν. Σε αυτό βοηθά και η πατροπαράδοτη πανεπιστημιακή αντίληψη περί θεσμού: αν δεν είσαι δικός μας, είσαι εχθρός μας.
Στην κατάσταση ενέχονται και όσοι του εσωτερικού και του εξωτερικού έχουν ενδοιασμούς, χωρίς όμως επί της ουσίας να διαχωρίσουν τη θέση τους με μια στάση που, επιτέλους, θα ζητούσε να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους, δηλαδή, για να περιοριστώ στον Bourdieu, να εντοπιστεί το «πολιτισμικό κεφάλαιο» που συσσωρεύεται από τους εμπόρους της διανόησης και να αποκαλυφθεί η «συμβολική εξουσία» που αναπτύσσεται με μεθόδους που θυμίζουν την πιο απροσχημάτιστη μορφή συναλλαγής. Δεν είναι φαντάζομαι περίεργο ότι η ελληνική φιλολογία (και η ομομήτριος κριτική) δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη, όπως άλλες επιστήμες ή πολιτισμικές πρακτικές, να συζητήσουν για την επιστημολογική νομιμοποίησή τους, να διερευνήσουν την ιστορία τους και να προσδιορίσουν τη θεσμική τους υπόσταση. Πόσο μάλλον να αναρωτηθούν για την πολιτική διάσταση του λόγου τους.
Αντίθετα, με βλοσυρή δημοσιοϋπαλληλική αλαζονεία, προσπέρασαν τα «δυσάρεστα», ακόμη και την αμείλικτη αλλαγή των καιρών που τις σπρώχνει στον καιάδα ενός εγγαστρίμυθου ολοκαυτώματος, με μία και μόνη επιδίωξη: τη δηλητηριώδη και δηλητηριασμένη επιβίωσή τους. Συνεχίζονται έτσι τα βαλσαμωμένα συνέδρια, τα αναμασημένα αφιερώματα και οι επικοινωνιακές εκδηλώσεις. Σαν μην άλλαξε τίποτε στον κόσμο τα τελευταία πενήντα χρόνια. Και αν άλλαξε, οι θεράποντές τους δανείζονται ό,τι πιο ανώδυνο και επιφανειακό, για να δείξουν ότι συμπλέουν με τους συρμούς, αλλά χωρίς, ασφαλώς, να «παρασύρονται». Σε τελική ανάλυση, όλα πρέπει να έχουν εμπειρική εφαρμογή και θεσμική αποδοχή. Να είναι και évaporé και light. Η σκέψη που τολμά και ριψοκινδυνεύει, για τη δύσκολη, και κάποτε μάταιη, αναζήτηση ενός άλλου λόγου και μιας άλλης διαδρομής, λοιδορείται και, τελικά, σκεπάζεται από το βουητό των επαγγελματιών της παρακμιακής μικροπολιτικής και της μίζερης επιστημοσύνης.
Ωραία. Αντιλαμβάνομαι τον αντίλογο. Τα πράγματα δεν είναι έτσι. Κάποιοι διαφωνούν σφόδρα. Ας πουν λοιπόν πότε, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, φιλολογία και κριτική συζήτησαν τα του οίκου τους, σε συνάρτηση πάντα με αυτά που συνέβαιναν στον υπόλοιπο κόσμο. Έστω, πότε συζήτησαν για όσα θα περίμενε κανείς στις σημερινές περιστάσεις: σχέση με την κοινωνία και την πολιτική, θεσμικό καθεστώς, μεθοδολογικές και επιστημολογικές προτάσεις, το παρόν και το μέλλον της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο που ήδη έρχεται, η άσκηση της κριτικής και της επιστήμης στο περιβάλλον της παγκόσμιας αγοράς, και ένα σωρό άλλα θέματα που απασχολούν ζωντανούς ανθρώπους, οι οποίοι απεχθάνονται τη στασιμότητα και την επανάληψη, κατά τον ίδιο τρόπο που απεχθάνονται τη διαφθορά και την υποκρισία.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η κατάσταση ευνοεί την ασθμαίνουσα φιλολογία και την ξέπνοη κριτική, που κρατιούνται, προτού ψοφήσουν, ακόμη και την τελευταία στιγμή, με τα δόντια, από τα ερείπιά τους, θέλοντας να παρασύρουν στην καταστροφή όσους νέους και νέες προλάβουν να αρπάξουν. Φιλοδοξούν να επιβιώσουν ως βαμπίρ πίνοντας φρέσκο αίμα. Αυτό είναι το σκηνικό που θα έπρεπε να έχει κατά νου ο αναγνώστης για να κατανοήσει και τις αντίστοιχες συμπεριφορές. Αλλιώς, ξοδεύουμε τον καιρό στη μπουγάδα της παραφιλολογίας και του κοσμικού αφρού.

* Η παρούσα δημοσίευση είναι απόσπασμα από εκτενές κείμενο που πρόκειται να δημοσιευτεί προσεχώς στο περιοδικό Νέα Εστία, με τίτλο «Προκρούστες και Χαμαιλέοντες. Κοινωνικό αφήγημα».


Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


[1] «Δεν απορώ ποτέ  με τους κακοήθεις ανθρώπους, αλλά συχνά απορώ όταν τους βλέπω να μην ντρέπονται»

Δεν υπάρχουν σχόλια: