1/9/12

Το α-τόπημα της απόλαυσης

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ

ΖΑΚ ΛΑΚΑΝ, Encore / Ακόμη, Μετάφραση Βλάσης Σκολίδης, Εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 376
  
Το λακανικό υποκείμενο είναι ένα «λεξιακό» υποκείμενο, ένα υποκείμενο που υπό-μένει στον απορημένο τόπο των απευθύνσεών του, σ’ αυτόν δηλαδή τον τόπο του Άλλου. Ένα ομιλιακό συμβάν που συγκροτεί την αναφορική του υπόσταση στη συχνότητα αυτών των απευθύνσεων, αυτής της ψυχικής του εκπομπής. Ο Άλλος, αναγνωρίζεται στην ανάδυση αυτού του γλωσσικού διαστήματος, που συγκροτεί και τον ορίζοντα της επιθυμίας. Το υποκείμενο έτσι του ασυνειδήτου είναι ένα αναφορικό υποκείμενο, μία «υπόθεση» διέγερσης σημαινόντων. Ένα γλωσσικό περιβάλλον που εκπέμπει διαρκώς τα σινιάλα του, τις υποκείμενες θέσεις του. Η  σεξουαλική σχέση οργανώνεται έτσι μέσα σ’ αυτό το καθεστώς της γλώσσας, κάτω από την δυνατή κυριαρχία των σημαινόντων της: του φύλου του άντρα και του φύλου της γυναίκας. Θα είναι μάλιστα κι αυτή η έμφυλη θέση του υποκειμένου που θα προδιαγράψει και το κύριο σημαίνον του Άλλου. Η (αδύνατη) ενότητα μαζί του θα δοκιμάζεται πάντα σ’ αυτό το πεδίο της γλώσσας. Επιθυμούμε και θα επιθυμούμε πάντα το σημαίνον άντρας ή το σημαίνον γυναίκα, θα πει ο Lacan, σημαίνοντα, που αναδύθηκαν μαζί με την ανάδυση της γλώσσας. «Ο Άλλος στη δική μου γλώσσα, δεν γίνεται παρά να είναι το Άλλο φύλλο». Ακόμη και στον Lacan του εμβληματικού εικοστού σεμιναρίου, που παρουσιάζεται εδώ, η αναφορικότητα του υποκειμένου αναγνωρίζεται στο γλωσσικό ορίζοντα της μοναχικής και επικεντρωμένης του εγγραφής πάνω στο σώμα του Άλλου. Ένα σημείο όμως που δεν μπορεί να κατακτηθεί σεξουαλικά όπως δεν μπορούσε και να ανακτηθεί γλωσσικά. Η γνώση του Άλλου θα ναι μια γνώση έτσι πέραν της συνείδησης, μια ασυνείδητη γνώση, που θα εναποθέτει στα υποκείμενά της τα αδιάβρωτα ίχνη της, στην πραγματικότητα, αυτά πάντα, τα ίχνη του Άλλου.
Ο ομόκλινος Άλλος δεν βιώνεται έτσι στην πραγματικότητα της σεξουαλικής του απόλαυσης αλλά στην οδύνη της μοναδικής του ξ-ενότητας. Μια τοπική που δεν διατίθεται στη γνωστική της συνάρθρωση αλλά στην αμορφία και αφασία του Πραγματικού της μεγέθους, σ’ αυτή την συνθωματική της από-κάλυψη. Η αγάπη θα ανιχνεύεται πάντα ως μια μοναδική δωρεά σ’ αυτό το ίχνος της αμετάπειστης κι αμετανόητης εγγραφής. Τα ερωτικά υποκείμενα είναι νοήματα που εγγράφονται σ’ αυτό το αδύνατο, που εκτρέπονται στο σημείο του αφανισμού τους, στο όριο της ολικής τους εξαπάτησης. Σ’ αυτό το όριο που ο Lacan θα το εγγράψει στο μη εγγράψιμο της σεξουαλικής σχέσης. Το σημαίνον άντρας και το σημαίνον γυναίκα έρχονται με τους δικούς τους μοναδικούς και χαρακτηριστικούς όρους να εγγράψουν το αδύναμο νόημα τους στην ανεγγράψιμη και φαντασιακή ύλη του σεξουαλικού. Οι αναφορές, που υπερισσεύουν του Lacan, πάνω στη μαθηματική θεωρία των συνόλων, σ’ αυτή τη κομβική θέση των γράμματος, όπως και στην από-καλυπτική των συναθροίσεών του, μαρτυρούν τη μοναδική, αναπληρωματική θέση της γλώσσας σ’ αυτές τις υπαρκτικές ανεπάρκειες του Πραγματικού. Δεν θα υπάρξει ποτέ για τον άνθρωπο η δυνατότητα μιας προγλωσσικής απόλαυσης. Ο τόπος και ο χρόνος προ της αναδύσεως της γλώσσας θα είναι πάντα για αυτόν η μαύρη τρύπα της προϊστορίας του. Η γλώσσα θα ’ναι η θέση του, η μοναδική του θέση, που δεν θα ναι όμως ποτέ και η θέση της απόλαυσης. Η απόλαυση έτσι του Άλλου θα δοκιμάζεται πάντα στο πεδίο της αποτυχίας της, στην  αντικειμενικότητα της έλλειψής της. Ο Lacan το τονίζει αυτό, φθάνει μάλιστα στο σημείο να μιλάει μ’ έναν κυριολεκτικό τρόπο για αυτό το αντικείμενο της αποτυχίας. Μια αποτυχία που οφείλεται στο ανεπίδοτο Πραγματικό του άφθαστου σώματος. Αν το αίσθημα κοινωνείται στην ταυτό-ποιητική των σημαινόντων του, το σώμα του Άλλου, «η απόλαυση του σώματος του Άλλου», υπομένει τη μοναδική και ακοινώνητη θέση της, τη μοναδική της εν-οντότητα, αυτό το Ακόμη της μη διάθεσής της. Εδραιώνεται στο αδύνατο της πρόσληψης ενός υπολειμματικού, αντιναρκισσιστικού Πραγματικού. Ένα αινιγματικό, άφυλο πεδίο, μιας και τα ίχνη του που ανιχνεύονται στις απολαυσιακές, εκλειπτικές τους οπές, είναι ίχνη απισχνημένα. Ο Lacan είναι σαφής, το ίχνος του Άλλου είναι ένα άφυλο ίχνος, η ενότητα της διάφυλης σχέσης του είναι μια αδύνατη ενότητα, αυτό το αδύνατο Ένα της σεξουαλικής ένωσης.
Στην απόλαυση πρέπει να υπάρχει πάντα για τον Lacan, η γνώση του «Δεν είναι αυτό», η διάκριση δηλαδή της «λαμβανομένης» από την «αναμενόμενη» απόλαυση, το ελλειπτικό της πεδίο. Μια διάκριση που ανιχνεύεται στον τόπο της γλώσσας. Θα είναι μάλιστα αυτή «η διάσταση του λεχθέντος» που θα μαρτυρά και την κειμενική διάσταση του απολαυσιακού, την εγγεγραμμένη δομικότητά του. Η γλώσσα γίνεται έτσι το όχημα της έλξης και της έξης του Άλλου, ο μοναδικός τόπος και τρόπος της απόλαυσης του. Οι ψυχικές του εγγραφές γίνονται και οι τόποι της μυστικής του μετουσίωσης, της αδιάλειπτης ανάκλησής του. Μόνο πέραν της λέξης ο Άλλος εντοπίζεται ως ένα διαγραμμένο Α. Το σεξουαλικό θα ναι πάντα το γλωσσικό ατύχημα που θα εκτρέπει την απόλαυση στο πειρασμό της πραγμοποιημένης της εμπειρίας. «Έτσι δημιουργείται το άνοιγμα με το οποίο έρχεται ο κόσμος και μας κάνει σύντροφό του. Είναι το ομιλούν σώμα, το οποίο δεν μπορεί να πετύχει να αναπαραχθεί παρά χάρη σε μια παρεξήγηση της απόλαυσης του. Και αναπαράγεται με το να αστοχεί στην απόλαυση του – δηλαδή με το να γαμεί». Η απόλαυση, λέει απ’ την αρχή του εικοστού σεμιναρίου ο Lacan, «είναι αυτό που δεν χρησιμεύει σε τίποτε». Ένα αρνητικό απόθεμα που πάνω του δεν ανιχνεύεται «το σημείο τη αγάπης». Αυτή η ιδιόχειρη πρόταση του Lacan: «Η απόλαυση του Άλλου, του Άλλου με άλφα κεφαλαίο, του σώματος του Άλλου που τον συμβολίζει δεν είναι σημείο της αγάπης». Η απόλαυση του Άλλου δεν αναγνωρίζεται έτσι μέσα στην αμοιβαιότητα του δεσμού της αγάπης, αυτού του αισθηματικού περιβάλλοντος που μας εγείρει ο Άλλος. Η αγάπη δεν αρθρώνεται πάνω στην έμφυλη σχέση. Δεν αγαπάμε ποτέ το φύλο του Άλλου. Αγαπάμε τον Άλλον. Η αγάπη είναι ένας, άλλης τάξεως λόγος. Ο Lacan αναφέρεται μάλιστα εδώ και σ’ ένα ορθογραφικό λάθος που χε κάνει σε μια ερωτική του επιστολή προς μια γυναίκα όταν της έγραφε: «ποτέ δεν θα μάθεις πόσο μου ήσουν αγαπημένος», αντί να γράψει αγαπημένη. Δεν υποκρύπτεται εδώ μια ομοφυλόφιλη έγερση, όπως είχε επισημανθεί στον Lacan, αλλά αυτό ακριβώς το άφυλο ίχνος της αγάπης. Η αγάπη στοχεύει στο ον που διαφεύγει της γλώσσας, γι αυτό και είναι ένα σημείο που δεν μοιράζεται τις απογοητεύσεις της γλώσσας, τις ετεροτοπικές διαφυγές της. Το σημαίνον κενό της διάφυλης σχέσης «το αναπληρώνει ακριβώς η αγάπη». Αναπληρώνει αυτή τη γλωσσική του ανεπάρκεια, το παράλληλο σύμπαν που εγκαθιδρύει μέσα στον ορίζοντα του Είναι, διχάζοντας το. Η αγάπη αναγορεύεται έτσι στο σημαινόμενο των έμφυλων σημαινόντων, η παραμυθία τους, η αδύνατη υπόσχεση που τους δόθηκε στον τόπο της απόλαυσης. Και πάλι τίποτε. Το Ένα των δύο δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ. Ο Άλλος και στο διυποκειμενικό σημείο της αγάπης μοιάζει ακατάληπτος, ένα αντικατοπτρικό είδωλο μόνο, μια ναρκισσιστική καθήλωση, κι αυτό μόνο. «Στους δύο, όποιοι και αν είναι, υπάρχει πάντοτε ο Ένας και ο Άλλος, ο Ένας και το αντικείμενο α, και ο Άλλος δεν γίνεται, σε καμιά περίπτωση, να εκληφθεί ως ένα Ένα». Το υποκείμενο της «σχέσης» είναι εν τέλει το υποκείμενο της μοναξιάς, ένα ον εγκαταλελειμμένο στα γλωσσικά του ίχνη, στις αναπόφευκτες και αναπόδραστες εγγραφές του. Το σύμπαν των απευθύνσεών μας καταλήγει σ’ ένα κατάγραφο σημείο, σ’ ένα παλίμψηστο σύμπαν μοναξιάς. Η σεξουαλική σχέση και η αγάπη, θα είναι πάντοτε συνθήκες που θα δοκιμάζονται απ’ το Πραγματικό της ίδιας της αδυνατότητάς τους, από τη διαστροφή της προσήλωσής μας απέναντι στον Άλλον, ακόμη καλύτερα, πάνω στο σώμα του Άλλου, σ’ αυτό το σωματικό ναρκοπέδιο της απόλαυσης μας. Ο Άλλος γίνεται έτσι το σύμπτωμα της κατάδικής μας μοναξιάς, το ίχνος της μοναδικής μας εξορίας. Από το αδύνατο Ένα του δεσμού στο μοναδικό Ένα του «προσίδιου σώματος». Αλλά στο σημείο αυτό μόλις και διανοίγεται μια άλλη προοπτική της λακανικής σκέψης: η αλήθεια του Πολιτικού. Ο ανοίκειος Άλλος εκθέτει την κοινωνικότητα μου στις συμβαντικές του εγέρσεις, στις αναπαραστάσεις της πολιτικής του από-κάλυψης. «Η αγάπη», λέει ο Lacan, «είναι ανέφικτη, και η σεξουαλική σχέση βυθίζεται στο μη νόημα, πράγμα όμως που δεν μειώνει καθόλου το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουμε για τον Άλλον». Υπάρχει πιο φιλάνθρωπη σκέψη;

Ο Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Eάν η αγάπη όπως λέγει ο Lacan είναι ανέφικτη και η σεξουαλική σχέση ανούσια", τότε επιβεβαιώνει ότι στό δίλλημα, τι Σάρα τι Αγαρ, η απάντηση είναι Ισμαήλ και Ισαάκ.