26/5/12

Υπογειωθείτε, μας έλεγαν

του Δημήτρη Αθηνάκη


Γιώργος Λαμπράκος, Υπογείωση, εκδ. Γαβριηλίδης 2012, σελ. 69


«Δεν μας φτάναν τα προβλήματα των άλλων, έχουμε και τα δικά μας τώρα». Αυτή η φράση θα μπορούσε να υπάρχει στο στόμα της ηρωίδας, της Άννας, καθ’ όλη την πορεία του τρίτου βιβλίου του Γιώργου Λαμπράκου.
Η ηρωίδα της Υπογείωσης είναι η παραδοχή ότι η λογοτεχνία υπάρχει, ζει, βασιλεύει και παιδεύει. Η Άννα μπερδεύεται στα πόδια της, ανοίγει τα χέρια της, κλαδεύει το μυαλό της, χορταίνει με τον λόγο της. Κι εμείς μαζί της. Ζωηρεύει όταν θυμάται παλιά μεγαλεία, αλλά ζωντανεύει ακόμη περισσότερο όταν θυμώνει με την υγρασία που έχει κατακλύσει τον κόσμο της, σ’ ένα υπόγειο, που απογειώνεται, μ’ ένα κατοικίδιο που πιθανότατα δεν υπάρχει ― ποιος μας λέει τελικά ότι το κατοικίδιο που πάει κι έρχεται δεν είναι απλώς μία αναστατωμένη ανάμνηση από μια ζωή που χάθηκε ανεπίστροφα;

Αστράφτει και βροντά η Άννα. Χορεύει πάνω στα ερείπια μιας ζωής που έζησε ρουφώντας κάθε στιγμή της, αλλά και ιδρώνοντας λίγο από τις καρφωμένες της ώρες σε μια καρέκλα, σε μια πολυθρόνα που μετρά τα χρόνια με τις μπαλωμένες άκρες και τις ξεφτισμένες κλωστές ― αναπηρική μα γεμάτη εμπειρίες.
Ο πόλεμος των κάστρων μες στην Υπογείωση. Το κάστρο της λογικής και το κάστρο του παραλόγου. Από τη μια, η φαντασίωση του κόσμου όπως υπήρξε, και από την άλλη, η παραδοχή του κόσμου όπως δεν έπρεπε να υπάρξει. Σκάβει το πηγάδι ο Λαμπράκος, βρίσκει νερό και αναφωνεί, φαντάζομαι, μέσ’ από την ηρωίδα του: «Στη φράση κολλάει το σίδερο». Στην κάθε φράση παίρνει τις λέξεις ο συγγραφέας μας και τις εκτοξεύει όσο πιο μακριά γίνεται.
Στα χέρια του συγγραφέα κλειδώνεται σ’ ένα στενόχωρο υπόγειο, πίνει ουίσκι, ακούει φωνές αγναντεύοντας το άκρο μιας πόλης που χτίστηκε από μιαν αδυναμία· την αδυναμία να μπορείς, αλλά να μη θέλεις· την αδυναμία να θέλεις και να μη σ’ αφήνουν· την αδυναμία να θες να ζητήσεις συγγνώμη, να γελάσεις παρέα, και το μόνο αστείο να ’σαι εσύ. Είναι ωραίο, άραγε, ν’ αποτελείς το αστείο του κόσμου; Πόσο βαρύ είναι να κουβαλάς τα λάθη σου, κι αυτά να είναι αστεία για τους άλλους;
«Στον διάολο ο Φρόιντ» ― θα θέλαμε να την ακούσουμε να λέει. Στην Υπογείωση, τίποτα δεν πάει στην κόλαση, αλλά όλα έρχονται αποκεί. Το βιβλίο είναι, θα λέγαμε, μια θρηνητική περιφορά του κενοταφίου της τύψεως. Περίλυπος εστίν η ψυχή της έως θανάτου, αλλά και πώς να το συνηθίσει αυτό;
Πρέπει να αναφέρουμε ότι η Υπογείωση έχε και σκληρές σκηνές. Η Άννα, όταν δεν κόβει τις φλέβες της, δαγκώνει μέχρι αποκοπής το δάχτυλό της και το μασάει, τρώει τα περιττώματά της, μπας και μολυνθεί, αποζητά να βρει, με μανία πάντα, την ανθρώπινη υπόστασή της στον πόνο. Η ηρωίδα όμως έπαψε να πονάει, γιατί έκανε τον πόνο κατοικίδιό της, έφερε στο προσκήνιο της ζωής της αυτό που όλοι αποστρεφόμαστε: τη χωματερή μας, που μπορεί να ριμάρει μια χαρά με την πατισερί και τη λινζερί, αλλά είναι άλλο να τρως σκουπίδια κάθε μέρα, κι άλλο να σε ταΐζει ο πεντακάθαρος, κατά τ’ άλλα, πολιτισμός σοκολατάκια από τον «Λεωνίδα».
Γιατί η μικροαστίλα που πολέμησε στη ζωή της η Άννα, τώρα, με τις λέξεις του Γιώργου, γίνεται η ψευτομπουρζουά αλλά συγκλονιστική αντίσταση στη μεγαλειώδη καταστροφή του πολιτισμού που θέλει εικόνες με χριστοπαναγίες στα σχολεία και διδακτορικά στην ανοικονόμητη οικονομία των αριθμών, ενώ κάνει download καντήλια· μια αληθινή, όσο και επώδυνη τελικά, αντίσταση στην εποχή που μας θέλει βολεμένους, με παιδιά, καφετιέρες και βασανισμένες από το σύρε-κι-έλα Golden Visa, καταλήγοντας απλώς... νούμερα.
Κι όμως, η παραφορά της Υπογείωσης δεν χρειάζεται καμιάν υποβοήθηση, καμία τεχνική ή τεχνητή βοήθεια· αρκεί να κρατάς στα χέρια σου το βιβλίο και να έχεις αποφασίσει ότι θα διαβάσεις, αφήνοντας εαυτόν μακριά από like, poke, pm, post, comments και tweets. Όχι, δεν είναι εκτός εποχής το βιβλίο ― απλώς όλα αυτά μοιάζουν τόσο λίγα όταν σ’ αυτές τις σχεδόν 70 σελίδες το μόνο που χρειάζεται είναι τα μάτια σου.
Η ζωή που θέλησε η Άννα να ζήσει δεν είχε καμιά περούκα, καμιά δόση ηρωίνης, για να γίνει ηρωίδα. Υπήρξε ηρωίδα από τη στιγμή που συνελήφθη, από τη στιγμή που δοκίμασε να μιλήσει για τον εαυτό της. Κι εδώ εντοπίζω ακόμη μια τεράστια επιτυχία του συγγραφέα: τη δυναμική των λέξεών του, που κρύβονται μεν πίσω από προσωπεία, αλλά δεν μπλοφάρουν, δεν υποδύονται τίποτα ― ό,τι διαβάζεις παίρνεις.
Η Άννα, συνεχίζοντας, δεν ήθελε, σε καμιά περίπτωση, ν’ αλλοτριωθεί από τον κόσμο που το μόνο που της φόρτωσε ―ή που προσπάθησε να της φορτώσει― ήταν ένα μάτσο ανοησίες, που τις βρίσκει κανείς εύκολα σε προσφορά στα σούπερ μάρκετ των κλισέ και των ανώφελων λεκτικών ή συναισθηματικών πυροτεχνημάτων. Η Άννα είναι η αντίσταση στο ψεύτικο ψέμα. «Αν είναι να με κοροϊδέψεις» ―θα μπορούσαμε να την ακούμε να λέει― «κάν’ το με στιλ, κάν’ το για να προσφέρεις ό,τι έχεις, μπας και κατακτήσεις ό,τι ποθείς».
Ο Αργύρης Χιόνης, στο Υπόγειό του, είχε πει: «Ανέβηκα στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού μου, στην ταράτσα, για να ξεσκάσω λίγο από την κλεισούρα του υπογείου, να δω τ’ αστέρια, αλλά ήταν τόσο μακρινά, που ένιωσα ότι βρισκόμουνα ξανά στο υπόγειο. Ναι, η ταράτσα μου ήταν το υπόγειο του ουρανού». Ο ασφυκτικός πολιτισμός της περιχαρακωμένης διάπλασης των παίδων αρνείται σ’ αυτόν που θέλει να μπορεί κιόλας. Έτσι και στην περίπτωση της Άννας.
Να ’σαι συγγραφέας σαν τον Γιώργο Λαμπράκο, να γράφεις έχοντας μονίμως τον σαρκασμό υπό μάλης είναι, ας πούμε, μια παραδοχή. Το κείμενο ανάβει εστίες φωτιάς, δοκιμάζει τα όρια του μοντερνισμού την εποχή της μεταμοντέρνας δοκιμασίας και κινείται μεταξύ της φθοράς του χαρακτήρα και τις αφθαρσίας των αισθητικών μέσων που χρησιμοποιούνται.
Η Άννα, στα χέρια του συγγραφέα, ξέρει καλά πως η διαπάλη του ζωντανού και του νεκρωμένου οδηγεί σε μιαν ακόμη παραδοχή: ο εκ γενετής νεκρός δεν ζωντανεύει, αλλά ο εκ γενετής ζωντανός μπορεί να νεκρωθεί. Ποιος είναι δυνατότερος, λοιπόν;

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: