5/5/12

Όταν ο πολιτισμός συρρικνώνεται στον ιδιωτικό κόσμο του μεμονωμένου ανθρώπου

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ


ΑΡΝΟΒΙΟΣ εκ Σίκκης, Adversus Nationes (Κατά Εθνικών), εισαγωγή, μτφρ., σχόλια, Ν. Ζαρωτιάδης - Φ. Ιωαννίδης, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ. 260


Η διαμόρφωση των πνευματικών μετώπων είναι μια ιστορία πολεμικής, που εάν δεν αντικατοπτρίζει τουλάχιστον αντιστοιχεί στη διαμόρφωση των κοινωνικών μετώπων. Έτσι, η συναίσθηση ότι ο εκάστοτε αντίπαλος πρέπει να αναχαιτιστεί στο πνευματικό μέτωπο είναι η ρίζα της κριτικής σκέψης στις εκάστοτε μεταμορφώσεις της. Η ίδια η κριτική θεωρία μοιάζει μ’ ένα κλειστό, ανώμαλο εδαφικό σκύφος, όπου κατά καιρούς συγκεντρώνονται ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα για να μετατραπούν, καιρού επιτρέποντος, σε κρυστάλλους, να αποκρυσταλλωθούν. Ό,τι συμβαίνει στη συνέχεια αυτού του φυσικού φαινομένου έχει κατά καιρούς δηλωθεί στη σφαίρα των ανθρωπιστικών επιστημών –φιλοσοφία, ψυχανάλυση κ.ά.- ως μεταρσίωση, εξύψωση, εξιδανίκευση, και δεν είναι παρά η εξαέρωση, που ακολουθεί το λιώσιμο  των πάγων ή άλλως κρυστάλλων. Στον αέναο αυτό φυσικό κύκλο η αρχαιολογία της γνώσης ανακαλύπτει ιστορικές αναλογίες και προπάτορες στους οποίους ανατίθεται ένας νομιμοποιητικός ρόλος, είτε σε καιρούς ξηρασίας είτε κατακλυσμιαίων μεταβολών, για τα περιεχόμενα ενός νέου πνευματικού σχηματισμού.

Ιδιαίτατα οι περίοδοι της ρωμαϊκής ιστορίας υπήρξαν στους νεότερους χρόνους ανεξάντλητη πηγή άντλησης παραδειγμάτων και στοχασμών. «Οι ήρωες της γαλλικής επανάστασης», γράφει ο Μαρξ, εκπληρώσανε με τη ρωμαϊκή φορεσιά και με τη ρωμαϊκή φρασεολογία το καθήκον της εποχής τους». Η εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει τα τελευταία χρόνια πλουτίσει με μια σειρά μεταφράσεων της λατινικής γραμματείας, και θ’ άξιζε πραγματικά τον κόπο μια συνολική παρουσίαση του πλήθους των διάσπαρτων εκδόσεων από Λατίνους λόγιους στην ελληνική. Μια τέτοια περίπτωση είναι η έκδοση του σημαντικότερου μέρους από το έργο του Αρνόβιου Κατά Εθνικών.
Ο Αρνόβιος, ρητοροδιδάσκαλος στην πόλη Sicca της Βόρειας Αφρικής, υπήρξε Χριστιανός απολογητής του 4ου αιώνα, όταν ακόμη οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν μεταστρέψει τον χριστιανισμό σε μια αυτοκρατορική πολιτική θεολογία. Στο σύγγραμμά του Κατά Εθνικών, μια απολογία για τον χριστιανισμό, κινείται στα όρια της αίρεσης, μεταξύ γνωστικισμού και επικούρειας αταραξίας. «Πρόδρομος» ενός ρουσσωισμού, ο Αρνόβιος στρέφεται εναντίον της αθανασίας της ψυχής και της προδιάθεσης του ανθρώπου για τη θεωρία και την αλήθεια. Με μια ευθεία αναφορά στον Πλάτωνα πειραματίζεται με βάση την (πλατωνική) παραβολή του σπηλαίου.
Ας υποθέσουμε, λέει, ότι υπάρχει μια σπηλιά στο βάθος της γης, αδιαπέραστη από τον έξω κόσμο, υπό σταθερές καιρικές συνθήκες, κι εκεί μεγαλώνει ένας άνθρωπος χωρίς καμία επαφή με τον κόσμο, παρά μόνον με ορισμένη τροφή και νερό που του φέρνει μια γυμνή παραμάνα. Τότε θα εθιστεί σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, θα του γίνει μια δεύτερη φύση και δεν θα γνωρίζει κάτι περισσότερο. Όταν φτάσει στην ηλικία των τριάντα ή σαράντα και τον φέρουμε στην επιφάνεια της γης, σ’ επαφή μ’ άλλους ανθρώπους, αυτός θα φαίνεται πιο ανόητος κι από τα κτήνη, δεν θα γνωρίζει τίποτε για τον ήλιο, τη σελήνη, τα φυσικά φαινόμενα κι ό,τι υπάρχει στη γη. Δεν θα γνωρίζει διαφορές ενδυμάτων, κατοικίας, φαγητών, κι όλων των υπόλοιπων αγαθών του πολιτισμού. Δεν θα γνωρίζει τις διαφορές των σχημάτων, πολλαπλασιασμό. Ο άνθρωπος αυτός δεν θα έχει βέβαια καμιά ανάμνηση όλων αυτών όπως εικάζει η θεωρία των ιδεών. Δεν θα κατέχεται από θαυμασμό και φόβο.
Το αβίαστο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να θαυμάζει τα έργα του Θεού, ο ουρανός δεν χρειάζεται τον θαυμασμό του, κι άρα ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να νομιμοποιεί τη δημιουργία. Και όχι μόνον∙ εφ’ όσον η ανάμνηση των ιδεών τίθεται υπό αμφισβήτηση, ο homo faber, δηλαδή ο άνθρωπος που πρώτα συλλαμβάνει μια ιδέα κι έπειτα την πραγματοποιεί (η ιδέα ενός τραπεζιού και το υλοποιημένο τραπέζι), δεν αντανακλά τη δημιουργική ικανότητα του Θεού αλλά τις ενάντιες δυνάμεις που κατακλύζουν μιαν ουδέτερη ψυχή μέσα στο υλικό σώμα. Ο κόσμος που κατασκευάζει ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμφωνεί με κάποιες αιώνιες ιδέες στην καθαρότητά τους και τα (καλά) έργα δεν είναι ο δρόμος της αθανασίας. Σύμφωνα με τον Αρνόβιο, για τον πολιτισμένο άνθρωπο η αθανασία είναι ό,τι μπορεί να κερδηθεί χάρη στον χριστιανισμό, ως κάτι επιπρόσθετο στην ανθρώπινη φύση, το οποίο προέρχεται από ένα σοκ, έναν συνταραγμό όμοιο μ’ αυτόν που επιχείρησαν οι πρωτοπορίες, και είναι συνέπεια μιας ενέργειας θεϊκού ελέους με την οποία ο άνθρωπος αποστασιοποιείται από τον κόσμο.
Κοντολογίς, το αποτέλεσμα του πειράματος στρέφεται εναντίον του πλατωνικού δόγματος της ανάμνησης και της α-λήθειας, καθώς και της αθανασίας της ψυχής που αυτό υποβάλλει ως συνέπεια. Όπως  υπογραμμίζει ο Hans Blumemberg, ο άνθρωπος του σπηλαίου είναι όμοιος με τον άνθρωπο του Λουκρήτιου πριν από την κουλτούρα∙ είναι ένα animal supervacuum, ένα πλάσμα περιττό στη δημιουργία, ένα καλαμπούρι του Θεού. Αντί για την τελευταία ενέργεια της δημιουργίας και μικρογραφία του κόσμου είναι μια ύπαρξη περιττή, η οποία έχει αιχμαλωτιστεί από το αισθητικό ενδιαφέρον και τον θεωρητικό θαυμασμό.
Ο άνθρωπος, λέει ο Αρνόβιος, δεν θα πρέπει ν’ αναρωτιέται για τη χρησιμότητα της φύσης στον ίδιο αλλά για τη χρησιμότητα του ανθρώπου στη φύση. Με βάση αυτήν την απόφανση αντιστρέφει όλη τη λογική της utilitas, της φύσης που φτάνει στον σκοπό της όταν ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί, όταν γίνεται κυρίαρχος του κόσμου με την υποδούλωσή της.  Αυτός είναι ο εννοιολογικός μηχανισμός στον οποίο εδράζεται και η αμφισβήτηση από την κριτική σκέψη. Με κάθε αποτυχία των προταγμάτων της κυριαρχίας πάνω στη φύση ο κόσμος χάνει το νόημά του και προβάλλει πάλι ο ίδιος συλλογισμός: Ο άνθρωπος είναι κάτι που περιττεύει στη δημιουργία, ένας ξένος στον κόσμο∙ το μόνο που του μένει είναι να στραφεί στον εαυτό του αναζητώντας τη λύτρωση από την αιχμαλωσία του κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα για τον εαυτό του. Κι αν ακολουθήσουμε αυτόν τον συλλογισμό ίσαμε σήμερα, το σπήλαιο της δεύτερης φύσης είναι ο ίδιος ο πολιτισμός που έχει συρρικνωθεί στον ιδιωτικό κόσμο του μεμονωμένου ατόμου.

Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια: