Χαράματα, σ’ ένα φανάρι κόκκινο, κάτω από τη βροχή,
ξύπνησε ξάφνου μέσα μου το χθες.
Το ανυποψίαστο παιδί της Λιθαριάς που υπήρξα.
Ο έφηβος της Νάουσας ή των Αντικυθήρων.
Γιγαντοαφίσες που φωνάζουνε για νύχτες μαγικές.
Έρχονται και με κλείνουνε από παντού.
Δάφνες και
πικροδάφνες, προσφυγικοί καημοί.
Κάτι πολύχρωμες σκιές, κολλούν πάνω στα τζάμια:
«Πάρε... πάρε...», μου λεν, στη γλώσσα της σιωπής,
(αμφίβολες πραμάτειες της Ανατολής).
Να πάρω; Να μην πάρω;
Όλα εκείνα που είχα κάποτε προσπεράσει∙ με
προσπέρασαν.
Θολά νερά, παλιά νερά που σμίγουν με καινούρια.
(Θα υπάρξει τάχα γυρισμός;)
Άναψε όμως πράσινο. Πράσινη κι η βροχή,
Μέσα σε μύθους μελλοντικών καιρών,
σ’ έναν
μεγάλο αχό από μηχανές και εξατμίσεις-
πέρασα επί τέλους το ποτάμι.
Μυστήρια ελευσίνια λοιπόν, κι αυτά που λέγαμε: «θα
έρθουν!»
Χρήστος
Τουμανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου