ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, Προ φαρμακείας εποχή, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 42
Η Μαριγώ Αλεξοπούλου είναι μία από τις ποιήτριες που
τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στον ποιητικό στίβο συνεχίζοντας το ιδίωμα των
ποιητών του ’70, παρέχοντάς μας ανάμικτες εντυπώσεις και συναισθήματα. Σε μια
εποχή παντοκρατορίας της πεζογραφίας, αρκετοί νεώτεροι επέμεναν στην ποιητικό
λόγο, δίνοντάς μας εξ αρχής αξιοπρεπή αποτελέσματα, αλλά ταυτόχρονα έδειχναν
υπερβολικά δεσμευμένοι από αυτό το ποιητικό ιδίωμα, σε βαθμό που να
δημιουργείται η εντύπωση πως ο χρόνος έχει σταματήσει ή πως επρόκειτο για μια
τόσο ισχυρή πρόταση, που διά της επέκτασής της μέσα στο χρόνο, μέσω των
νεωτέρων, θα αποκτούσε την ισχύ κανόνα. Στην ανά χείρας ποιητική συλλογή, αυτό
αποτυπώνεται καθαρά, με αρκετά ποιήματα να διέπονται από τον υπαρξιακό και
ποιητικό μετεωρισμό, την αμηχανία και την ασφαλή καταφυγή στο προσωπικό βίωμα.
Εσύ απλώς
σκότωνες
καθημερινά
τον χρόνο σου
με μικρές
ατελείωτες ιστορίες.
Όμως, ταυτόχρονα, τα ίδια αυτά ποιήματα βγαίνουν
στην αγορά των κοινωνικών δρώμενων, ακόμα και με τον πιο άμεσο τρόπο, π.χ. στην
Πλατεία Συντάγματος των αγανακτισμένων.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Πήραμε το
λόγο διαδοχικά
και
αβίαστα.
Έτσι, από την αμεριμνησία καταλήγουμε, με συνοπτικές
διαδικασίες, σε ένα δίλλημα δραματικό. Η καινούρια εποχή θα μιληθεί με την
παλιά, την έτοιμη γλώσσα; Σε κάθε ανάλογη στιγμή, αυτός είναι ο πλέον βατός
δρόμος, που δίνει άμεσα και απτά αποτελέσματα, καθώς έτσι όλοι είναι
ευχαριστημένοι: και ο ποιητής, για τον ρόλο του, και η «εποχή», για την
ανταπόκριση, και η ποίηση, για τη χρησιμότητά της. Εξαρτάται από την καλλιτεχνική
εγρήγορση και συνείδηση του κάθε ποιητή, να βολευτεί ή να αντιδράσει. Η
Αλεξοπούλου αντιλαμβάνεται την πρόκληση και το ομολογεί ανοιχτά.
Εμείς τα
παιδιά των βίαιων αλλαγών
και
γεγονότων [...]
εμείς οι
νέοι
που
παλιώσαμε γρήγορα και ανεξήγητα
στους δρόμους
βρεθήκαμε άνισων αγώνων.
Η αντίδρασή της είναι γνήσια ποιητική, και
αποτυπώνεται στο «Δεύτερο μέρος» της συλλογής, επιλέγοντας μια επίσης έντιμη
λύση. Καταφεύγει στη μορφή του πεζού ποιήματος, ώστε να απεκδυθεί την έτοιμη
ποιητική γλώσσα, τις ευκολίες και τις δεσμεύσεις της. Φερ’ ειπείν, την
αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα της φράσης, που εκβιάζουν την παραγωγή
ύφους, απλώς ανακαλώντας αντίστοιχες πρακτικές των ένδοξων χρόνων μετά το 1968.
Τότε όμως, αυτές οι τεχνικές, προϋπέθεταν τη συνεκτικότητα του κόσμου και της
ποιητικής γλώσσας. Αμφισβητούσαν το αύταρκες υπάρχον, έδειχναν τις ρωγμές του.
Τώρα;
Ύστερα ήρθε
ο αγγελιαφόρος και ανήγγειλε ‘το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε’. Ήταν
ανώφελο να τον ρωτάμε πώς επιβίωσε. Κοιτάζαμε όλοι το ίδιο χαμένοι, γιατί όσο
κι αν τον περιμέναμε, τώρα χρειαζόταν να δείξουμε εγκαρτέρηση. Εκείνος γονάτιζε
και φιλούσε το χώμα. Έβγαλε τα φτερά του. Τα δανειζόμασταν διαδοχικά. Του
σκουπίσαμε τον ιδρώτα και αρχίσαμε να στέλνουμε μηνύματα. Το πρόσωπό του
χάθηκε. Ακούμπησα το αυτί μου στην πέτρα της απόγνωσης και άκουσα ήχους από ένα
ποτάμι φράσεις:
επίδομα
ονειροπόλησης
κούτες σε
διαρκή μετακίνηση
η πόλη σε
αναβρασμό.
Η Μαριγώ Αλεξοπούλου
επέλεξε να ενταχθεί στη δίνη του ιστορικού παρόντος, όχι για να το «εκφράσει»
παρασιτικά αλλά για να υπάρξει ποιητικά. Αναμένουμε με πραγματικό ενδιαφέρον τη
συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου