ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η αναθεώρηση της ιστορίας του ναζισμού ξεκίνησε με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, πολύ πριν οι ιστορικοί αναλάβουν τη συγγραφή της. Αυτό συνέβη κυρίως
στη Γερμανία αλλά και σε πρώην κατεχόμενες από αυτήν χώρες, όπως η Ελλάδα. Σε
έναν κατ’ εξοχήν θύλακα της εθνικής αντίστασης εναντίον του φασισμού, οι ρόλοι
αντιστράφηκαν μετά τον εμφύλιο διχασμό. Οι πρώην συνεργάτες των ναζί
επικράτησαν στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο και οι πρώην μαχητές του ΕΛΑΣ
οδηγήθηκαν στις φυλακές και στην εξορία, των ανατολικών χωρών ή των ξερονησιών.
Στον αντίποδα η Γερμανία, όπου η αντίσταση εναντίον
του τρομοκρατικού καθεστώτος του Χίτλερ έγινε μεμονωμένα από μικρές ομάδες ή
άτομα. Η Γερμανία αναζήτησε, εξ αρχής, τη μεταπολεμική της ταυτότητα μέσα στην
απώθηση του φαιού ή μελανού παρελθόντος της, τόσο στο δυτικό όσο και στο
ανατολικό τμήμα της. Κανείς ή σχεδόν κανένας δεν υπήρξε, μεταπολεμικά, ναζί, κι
ας ανέβηκε ο Χίτλερ διά της πλειοψηφίας στην εξουσία. Όλοι ή σχεδόν όλοι
υπέστησαν τα δεινά των βομβαρδισμών των συμμάχων.
«Οι γυναίκες των ερειπίων» που οικοδόμησαν τη Γερμανία μέσα από το τίποτα είναι
μία από τις εικόνες που κυριάρχησαν. Οι γερμανόφωνες γυναίκες που εκδιώχτηκαν
από τους τόπους καταγωγής που είχαν καταλάβει στη διάρκεια του πολέμου οι ναζί
από τα ρωσικά στρατεύματα ήταν μια άλλη εικόνα.
Δεν μπορούμε φυσικά να συγκρίνουμε τις δυο χώρες με
τα ίδια μέτρα και σταθμά. Μπορούμε όμως, σε ένα σύντομο όπως αυτό σημείωμα, να
φτιάξουμε ένα πάζλ με θραύσματα του παρελθόντος, που είναι ίσως ικανό να φέρει
στο φως τα ρήγματα και τα αναπάντητα, μέχρι τις μέρες μας, ερωτήματα. Ικανό να
αποκαλύψει τα δεσμά του Ψυχρού Πολέμου και της συλλογικής λήθης που τις
συνδέουν και στηρίζουν την άνοδο των νεοναζί. Βασιζόμενοι στο παράδειγμα της
Γερμανίας.
Ένα χαρακτηριστικό της επίσημης θεώρησης της
ιστορίας του ναζισμού είναι η αμφισημία της ερμηνείας της επίσημης ημερομηνίας
του τερματισμού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Η 8η Μαΐου του 1945 σημαίνει για τη
Δεξιά την ήττα και για την Αριστερά -σε όλες τις σχεδόν τις εκφάνσεις- την
Απελευθέρωση. Αμφότερες όμως οι πλευρές συγκλίνουν σε ένα θεμελιώδες σημείο,
στην αντιμετώπιση του γερμανικού λαού ως θύματος. Θα παρουσιάσω δύο εκ
διαμέτρου αντίθετα πρόσωπα που ζωντανεύουν σε δύο διαφορετικές περιόδους αυτήν
τη διχασμένη εικόνα.
Ο Αλεξάντερ φον Σταλ υπήρξε στέλεχος του κόμματος
των Φιλελευθέρων. Τη δεκαετία του ‘90 επωμίστηκε ως γενικός ομοσπονδιακός
εισαγγελέας την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την καταδίωξη των πρώην
πρακτόρων της Κρατικής Ασφάλειας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Απεσύρθη
το ’93 από το αξίωμά του, λόγω της δολοφονίας από ειδικές δυνάμεις ενός πρώην
μέλους της Φράξιας Κόκκινος στρατός. Διετέλεσε κατόπιν συνήγορος στην
υπεράσπιση της εφημερίδας της ακροδεξιάς «Νέα Ελευθερία».
Ο Αλεξάντερ φον Σταλ δήλωσε ευθαρσώς τη δεκαετία του ‘90 για την 8η Μαΐου του ‘45: «Γι αυτούς που επέζησαν του δολοφονικού μηχανισμού των στρατοπέδων συγκεντρώσεως [...] η γερμανική ήττα ήταν η ημέρα της απελευθέρωσης - για την πλειοψηφία των Γερμανών δεν ήταν. Οι σύμμαχοι δεν θέλησαν να απελευθερώσουν τη Γερμανία αλλά να τη νικήσουν, στα μάτια των Γερμανών δεν υπήρξαν απελευθερωτές αλλά κατακτητές.»
Ο Αλεξάντερ φον Σταλ δήλωσε ευθαρσώς τη δεκαετία του ‘90 για την 8η Μαΐου του ‘45: «Γι αυτούς που επέζησαν του δολοφονικού μηχανισμού των στρατοπέδων συγκεντρώσεως [...] η γερμανική ήττα ήταν η ημέρα της απελευθέρωσης - για την πλειοψηφία των Γερμανών δεν ήταν. Οι σύμμαχοι δεν θέλησαν να απελευθερώσουν τη Γερμανία αλλά να τη νικήσουν, στα μάτια των Γερμανών δεν υπήρξαν απελευθερωτές αλλά κατακτητές.»
Η Ουλρίκε Μάινχοφ υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της
«Φράξιας Κόκκινος Στρατός» και κατέληξε στα «Λευκά Κελιά» των φυλακών του
Στάμχαιμ, της Νότιας Γερμανίας, το 1976. Το απόσπασμα που παραθέτουμε
δημοσιεύθηκε το 1965. Προτού ψηφισθούν το 1968 «οι νόμοι εκτάκτου ανάγκης»,
μεταξύ άλλων για την απαγόρευση διορισμού αριστερών στο δημόσιο, από το μεγάλο
συνασπισμό χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών, με αντικαγκελάριο και
υπουργό εξωτερικών τον διαφυγόντα την περίοδο του ναζισμού στη Νορβηγία Βίλλυ Μπραντ,
τρεις δεκαετίες πριν δημοσιοποιηθούν οι δεξιές προσεγγίσεις για το βομβαρδισμό
της Δρέσδης.
Γράφει λοιπόν η Ουλρίκε Μάινχοφ: «Εάν χρειαζόμασταν
ένα τεκμήριο για το γεγονός ότι δεν υπάρχει δίκαιος πόλεμος [...] ότι η
περίπτωση άμυνας εκφυλίζεται αναγκαστικά σε επιθετικότητα [...] η Δρέσδη θα
αποτελούσε την απόδειξη. Εάν χρειαζόμασταν μιαν απόδειξη για το ότι οι λαοί
κακομεταχειρίζονται οι ίδιοι από τις εμπόλεμες κυβερνήσεις τους, υποβαθμίζονται
οι ίδιοι σε πρόφαση και σε θύματα μιας εφαρμοσμένης βαρβαρότητας, η Δρέσδη θα
ήταν η απόδειξη. [...] Η Δρέσδη οφείλει να πέσει ως φορτίο πάνω στον ίδιο το
λαό που εξαπατήθηκε.»
Η ρητορεία της Μάινχοφ, περί του αθώου παραστρατημένου γερμανικού λαού είναι η ρητορεία που καθιερώθηκε και στην παραδοσιακή αριστερά, ένθεν και ένθεν του τείχους του Βερολίνου.
Η ρητορεία της Μάινχοφ, περί του αθώου παραστρατημένου γερμανικού λαού είναι η ρητορεία που καθιερώθηκε και στην παραδοσιακή αριστερά, ένθεν και ένθεν του τείχους του Βερολίνου.
Τη δεκαετία του ’80, μια ομάδα ιστορικών υπό τον
71χρονο καθηγητή Ερνστ Νόλτε έδωσε το θεωρητικό υπόβαθρο στην αναθεώρηση της
ιστορίας του ναζισμού.
Έθεσε, μεταξύ άλλων, υπό αμφισβήτηση τη βιομηχανική εξόντωση των εβραίων στους θαλάμους αερίων. Έτσι ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση με τη μαζική εξόντωση των αντιφρονούντων στα γκουλάγκ του σταλινισμού.
Προέβαλλε τη κατάκτηση της Ευρώπης από τη Βέρμαχτ ως ένα πρώιμο σχέδιο ενοποίησης της Ευρώπης.
Επιβεβαίωσε έτσι την εικόνα του «καλού», πλην όμως σχιζοφρενούς ναζί, όπως τον εμφανίζει στο έργο του «Η Έρευνα», ήδη από το 1969, ο Πέτερ Βάις. Το έργο βασίζεται στη δίκη για το Άουσβιτς, που έλαβε χώρα στη Φραγκφούρτη από το 1963 μέχρι το 1966. Σ’ αυτήν οι κατηγορούμενοι, φύλακες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, δεν είχαν τίποτε εναντίον των κρατουμένων, ούτε τους πυροβολούσαν. Μόνο τους σκότωναν με ένα χαρακτηριστικό χτύπημα, όπως λέγανε κάποιοι επιζήσαντες.
Έθεσε, μεταξύ άλλων, υπό αμφισβήτηση τη βιομηχανική εξόντωση των εβραίων στους θαλάμους αερίων. Έτσι ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση με τη μαζική εξόντωση των αντιφρονούντων στα γκουλάγκ του σταλινισμού.
Προέβαλλε τη κατάκτηση της Ευρώπης από τη Βέρμαχτ ως ένα πρώιμο σχέδιο ενοποίησης της Ευρώπης.
Επιβεβαίωσε έτσι την εικόνα του «καλού», πλην όμως σχιζοφρενούς ναζί, όπως τον εμφανίζει στο έργο του «Η Έρευνα», ήδη από το 1969, ο Πέτερ Βάις. Το έργο βασίζεται στη δίκη για το Άουσβιτς, που έλαβε χώρα στη Φραγκφούρτη από το 1963 μέχρι το 1966. Σ’ αυτήν οι κατηγορούμενοι, φύλακες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, δεν είχαν τίποτε εναντίον των κρατουμένων, ούτε τους πυροβολούσαν. Μόνο τους σκότωναν με ένα χαρακτηριστικό χτύπημα, όπως λέγανε κάποιοι επιζήσαντες.
Είναι η εικόνα του Άντολφ Άιχμαν, του καθιερωμένου
ως «αρχιτέκτονα», μάλλον του ιδανικού «εκτελεστή» της «τελικής λύσης» της
εξόντωσης των Εβραίων. Ο οποίος θεωρούσε εαυτόν σωτήρα 45.0000 Εβραίων που
«εγκατέλειψαν αναγκαστικά» την Αυστρία το 1938. Ο Άιχμαν, γράφει στο έργο της
«Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτυπία του κακού» η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ,
«έφθανε μόνο να θυμηθεί το παρελθόν για να βεβαιωθεί ότι ούτε ψέματα έλεγε,
ούτε τον εαυτό του ξεγελούσε, αφού αυτός και ο κόσμος στον οποίο ζούσε ήταν
κάποτε σε απόλυτη αρμονία. Και ότι τα ογδόντα εκατομμύρια που αποτελούσαν τη
γερμανική κοινωνία είχαν βρει καταφύγιο από την πραγματικότητα στα ίδια μέσα,
στην ίδια αυταπάτη, τα ίδια ψέματα και την ίδια ανοησία που σήμερα πλέον ήταν
βαθιά ριζωμένα στη νοοτροπία του Άιχμαν.»
Η έξαρση του νεοναζισμού που εμφωλεύει τόσο στο
δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει. Αποτελεί
το κατάλοιπο μιας γαλουχημένης στην αναγκαστική λήθη και στην άγνοια κοινωνίας
πελατών, που δεν τόλμησαν ποτέ να αναστοχαστούν το παρελθόν τους και να
επαναπροσδιορίσουν το χώρο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου