12/5/12

67 χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναθεώρηση της ιστορίας

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Δεν είναι μόνο οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής που θα μπορούσαν να μας παρασύρουν σε μια ψευδή εντύπωση περί ενός παρελθόντος που δεν εξαντλείται και που επέστρεψε για να μας στοιχειώσει. Είναι και ο δημόσιος λόγος, «κεντρώων», «μετριοπαθών» πολιτικών: οι «λαθρομετανάστες ως φορείς μικροβίων», οι «υγιεινολογικές βόμβες των εκδιδομένων γυναικών», το γλίστρημα της γλώσσας στον προσδιορισμό των στρατοπέδων: «φιλοξενίας», «κράτησης», «συγκέντρωσης». Υπό μια έννοια, θα ευχόμασταν να ίσχυε η ιστορική αναλογία της Βαϊμάρης με το σήμερα: θα διευκόλυνε την «εξήγηση» γιατί μισό εκατομμύριο συμπολίτες μας ψήφισαν με αυτά τα κριτήρια, τουλάχιστον σε ιδεολογικό επίπεδο. Δυστυχώς, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.

Ζούμε σε μια χώρα στην οποία όχι μόνο ουδέποτε έγινε «αποναζιστοποίηση» - ως προς αυτό είμαστε πλήρως ενταγμένοι στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αλλά και που οι συνεργάτες των γερμανών άλλαξαν απλώς στολές ή κουστούμια, ώστε να αποδείξουν έμπρακτα ότι «το κράτος έχει συνέχεια», για να χρησιμοποιήσω μια προσφιλή φράση καθεστωτικών επιφυλλιδογράφων.   
Στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου, δεν μπορώ ούτε καν να υπαινιχθώ μια υποψία ανάλυσης του δημόσιου λόγου περί της δεκαετίας του 1940. Θα μιλήσω, λοιπόν, μόνο για μια λέξη. Για τον όρο «αναθεώρηση», και μάλιστα για την αναθεώρηση της ιστορίας. Εδώ και κάποια χρόνια, έχει εμφανιστεί ένα κύμα αρθρογράφων το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως «αναθεωρητικό».  Χρησιμοποιώ σκόπιμα τον όρο «αρθογράφοι», διότι δεν θέλω να διακρίνω τους ιστορικούς ή πολιτικούς επιστήμονες από τους δημοσιογράφους, αφού όλοι επιτελούν την ίδια λειτουργία, είναι δηλαδή διαμορφωτές της κοινής γνώμης  Ούτε πρόκειται για μια ακόμη «ελληνική ιδιαιτερότητα», η οποία προέκυψε εκ του μηδενός,  ούτε αποτελεί μια κίνηση που προέρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο και διαχέεται στο δημόσιο λόγο, προσπαθώντας να «εκλαϊκεύσει» ή να γνωστοποιήσει στο ευρύ κοινό κάποια «νέα πορίσματα» μιας ιστορικής έρευνας που προηγήθηκε.
Πρόκειται για μια συγκροτημένη παρέμβαση στο δημόσιο χώρο, μιας ομάδας με διεθνείς ιδεολογικές διασυνδέσεις, με στοχευμένη στρατηγική (με όρους διαφημιστικής εκστρατείας), η οποία προσπαθεί να καταλάβει τον χώρο που άφησε κενό η υποχώρηση του δημόσιου λόγου περί ιστορίας, λόγος που σχετιζόταν σε πολιτικό επίπεδο με την (υπό την ευρεία έννοια) αριστερά. Με την αρωγή ενός «λαμπρού ονόματος» (Στάθης Καλύβας), τη συμπαράσταση κάποιων ήδη εκλεγμένων καθηγητών και, κυρίως, με την προβολή των απόψεών του επί παντός τού πολιτικού και κοινωνικού επιστητού από μεγάλες εφημερίδες, το συγκεκριμένο ρεύμα άρχισε να εισχωρεί κατόπιν  στο χώρο του ελληνικού πανεπιστημίου, με κάποια μαζικότητα. Η «επιστημονική» νομιμοποίηση, δηλαδή, έπεται της δημόσιας εμφάνισης και εδραίωσης.
Η σκιαγράφηση του (αυτοαποκαλούμενου) αναθεωρητικού ρεύματος ως μια οργανωμένη ομάδα συμφερόντων δεν εξηγεί, φυσικά, από μόνη της, τη δυναμική του στο πεδίο της δημοσιότητας. Αν υποστήριζα κάτι τέτοιο θα είχα ήδη εκπέσει στο επίπεδο της συνωμοσιολογίας. Η επιτυχία του ριζώματος οφείλεται στο κατάλληλο έδαφος, αλλά και στη σωστή εποχή.
Το «αναθεωρητικό ρεύμα» άργησε να εμφανιστεί στην Ελλάδα. Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω κι ας βγούμε από τον μικρόκοσμο της χώρας μας, προσπαθώντας, καταρχάς, να εντοπίσουμε τον ίδιο τον όρο. Η υιοθέτηση και χρήση του  δεν θα πρέπει να θεωρείται διόλου αυτονόητη.  Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο όρος «αναθεωρητισμός», στην ευρωπαϊκή ήπειρο, σήμαινε κυρίως αυτό που μέχρι σήμερα καταγράφει το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη: «η τάση για την αναθεώρηση φιλοσοφικών ιδεών και κυρίως των ιδεών του μαρξισμού, ρεβιζιονισμός».
Προφανώς, η συζήτηση περί της δεκαετίας του 1940 δεν σχετίζεται (άμεσα, τουλάχιστον) με το θεώρημα του Bayes, τη μέθοδο της αναστοχαστικής ισορροπίας, ή τις ιδέες του Μπέρνστάιν. Οι ειδικοί ή οι πιο ηλικιωμένοι γνωρίζουν ή θα θυμούνται ότι «αναθεωρητές» αποκαλούνταν όσοι επεδίωκαν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών ή (στη βελγική και γαλλική μεσοπολεμική σοσιαλδημοκρατία) οι «πλανιστές» και οι «nèos», δηλαδή οι οπαδοί του De Man και οι νεοσοσιαλιστές του  Dèat, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, σταδιοδρόμησαν, αργότερα, ως συνεργάτες των γερμανών.
Θα πρέπει να φτάσουμε στο 1978 για να εντοπίσουμε μια μεταβολή. Είναι το έτος έκδοσης του Penser la revolution francaise, το πολυσυζητημένο και συζητήσιμο αυτό βιβλίο του Φρανσουά Φυρέ. Πρόκειται για ένα έργο πολεμικής εναντίον της «κυρίαρχης» «λενινιστικής–λαϊκιστικής» ανάγνωσης της γαλλικής επανάστασης, μια «πρόσκληση» να «απελευθερωθεί» η ιστοριογραφία της γαλλικής επανάστασης από τη σκιά των Λεφέβρ, Ματιέζ και Σομπούλ, οι οποίοι επέμεναν στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες γένεσής της, και να «μετατοπιστεί» το ερευνητικό ενδιαφέρον από το κοινωνικό επίπεδο στην επαναστατική συνείδηση, θεωρούμενη βέβαια ως «ψευδαίσθηση της πολιτικής». Η λαϊκή κυριαρχία και η άμεση δημοκρατία ορίζονται από τον Φυρέ ως τα θεμέλια της Τρομοκρατίας και η επανάσταση γεννά μια νέα μορφή δεσποτισμού, αφού ο λαός «απλώς» αντικαθιστά τον βασιλιά. Αντίθετα, αν γίνονταν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί πριν το 1789, τότε, σύμφωνα με τον Φυρέ, τα πράγματα θα εξελίσσονταν σαφώς καλύτερα.
Παρότι ο ίδιος ο συγγραφέας, πρώην μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, ουδέποτε διεκδίκησε τον τίτλο του «αναθεωρητή», μετά την έκδοση του βιβλίου του αρχίζει μια μακρά δεκαπενταετία συζητήσεων σχετικά με τη γαλλική επανάσταση και τον ιακωβινισμό, κατά τη διάρκεια της οποίας ο όρος «αναθεώρηση» γνωρίζει μια πρωτόγνωρη διάδοση από τα ΜΜΕ. Στο μέσον αυτής της περιόδου (1986)  βρίσκεται άλλωστε η δημόσια διαμάχη των γερμανών ιστορικών, αλλά και του Χάμπερμας, για τις θέσεις του Έρνστ Νόλτε. Υπενθυμίζω απλώς εδώ τα κύρια σημεία όσων πρεσβεύει ο Νόλτε: υπάρχει μια αιτιακή σύνδεση μεταξύ μπολσεβικισμού και ναζισμού (ο δεύτερος είναι αποτέλεσμα και αντίδραση στον πρώτο), το 1917 θεωρείται ως η ημερομηνία έναρξης του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου» ο οποίος, μετά το 1945, και με τους αμερικάνους στη θέση του Χίτλερ, μετατρέπεται σε «παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο».  
Παρότι έχουμε να κάνουμε με δημόσιες διαμάχες περί δύο φαινομενικά ασύνδετων ιστορικών περιόδων που ξεκινούν από δύο «ειδικούς» (ο Φυρέ είναι ιστορικός, ο Νόλτε φιλόσοφος) και στις οποίες παρεμβαίνουν κι άλλοι ειδήμονες,  υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, κρίσιμο για το θέμα μας: ο προσδιορισμός των «νέων» απόψεων περί ιστορίας ως «αναθεωρητικών» δεν προέρχεται από τους πρωταγωνιστές αλλά διαχέεται από τους δημοσιογράφους και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο εξαιτίας του βάρους της ανάμνησης των «αναθεωρητών» της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και γιατί στο πεδίο της ιστοριογραφίας ο όρος έχει ήδη καταληφθεί από άλλους. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, περιορισμένοι τότε εντός των αμερικάνικων πανεπιστημίων, έκαναν την εμφάνισή τους οι «αναθεωρητές» πολιτικοί επιστήμονες και δημοσιολόγοι, οι οποίοι ασκούσαν κριτική στην κυρίαρχη, «ορθόδοξη» άποψη περί των απαρχών και των αιτιών του Ψυχρού Πολέμου. Ενώ οι «ορθόδοξοι» θεωρούσαν ως μόνο υπαίτιο τη σοβιετική πλευρά, οι αναθεωρητές, υπό το βάρος του μακαρθισμού ο οποίος είχε προηγηθεί χρονικά, της στρατηγικής του roll-back και του ρόλου που διαδραμάτιζαν οι ΗΠΑ στον Τρίτο Κόσμο, απέδιδαν συγκεκριμένες ευθύνες, από μια φιλελεύθερη (liberal) σκοπιά, στην κυβέρνηση Τρούμαν και, ακόμα περισσότερες, σε αυτήν του Αϊζενχάουερ. Σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ρεύματος ριζοσπαστών αναθεωρητών, με πιο γνωστό εκπρόσωπό του τον Γκάμπριελ Κόλκο, εκδίδεται, πάλι στις ΗΠΑ, από τον Χάρρυ Έλμερ Μπάρνς το βιβλίο Revisionism. A Key to peace, το πρώτο κείμενο των αρνητών του Ολοκαυτώματος το οποίο χρησιμοποιεί με θετική χρειά τον όρο «αναθεωρητισμός», παρότι «αρνητές» είχαν ήδη εμφανισθεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Βρισκόμαστε στο 1966. Έκτοτε, οι αρνητές του Ολοκαυτώματος αυτοπροσδιορίζονται, στα κείμενά τους και στους αναρίθμητους διαδικτυακούς τους τόπους, ως «αναθεωρητές».
Το εν Ελλάδι αναθεωρητικό ρεύμα, παρότι κινείται μάλλον στον ιδεολογικό χώρο του νεοφιλελευθερισμού, υιοθέτησε ρητά την καταγωγή του ονόματός του από τους liberal αναθεωρητές που ειδικεύονται στον Ψυχρό Πόλεμο, αντιστρέφοντας βέβαια τα ιδεολογικά πρόσημα της αμερικάνικής διαμάχης και αντικαθιστώντας τούς (ρεπουμπλικάνους) θιασώτες της «ορθόδοξης» άποψης με την «αριστερή»,(σύμφωνα με αυτούς) «καθεστωτική» ανάγνωση της ιστορίας της δεκαετίας του 1940. Πρόκειται, βέβαια, για μια μικρή και αδιόρατη λαθροχειρία σε έναν τόπο όπου οι σχολές της αμερικάνικης ιστοριογραφίας δεν αποτελούν ακριβώς κοινό τόπο στο δημόσιο χώρο.
Ας κάνω όμως, μια νύξη σχετικά με το κατάλληλο έδαφος και την κατάλληλη εποχή εντός της οποίας ανθεί ο «αναθεωρητισμός». Πρόκειται για την εποχή της διάρρηξης του συμβολαίου βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η μεταπολεμική ευρωπαϊκή ταυτότητα: του αντιφασιστικού μετώπου. Κι αν αυτή η μακρά, αργή πορεία άρχισε ήδη από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, συνάντησε αρκετά εμπόδια στο κοινωνικό, αλλά και στο πολιτικό πεδίο (ιδίως τη δεκαετία του 1960), ενώ ολοκληρώθηκε προσωρινά κατά τη  δεκαετία του 1990. Αναφέρω μόνο για λόγους συμβολισμού όχι το (αναμενόμενο) 1989, αλλά το 1995. Τότε, ο Φρανσουά Φυρέ και πάλι, γράφει μια μελέτη για την «ιδέα» του κομμουνισμού στον 20ό αιώνα (Le passè dune illusion), στην οποία απουσιάζει επιδεικτικά η περίοδος της Αντίστασης. Αυτή η «εξαφάνιση» δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, εντέλει, το «όραμα» των εγχώριων αναθεωρητών;
Μόνο που για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, στο πεδίο της ιστοριογραφίας, χρειάζονται και οι κατάλληλα (προ)διαμορφωμένοι αναγνώστες.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ακόμα καταλάβει ποια από τις δύο λειτουργίες των εγχώριων αναθεωρητών ιστορικών, δηλαδή η επιστημονική έρευνα ή η διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω καθημερινών παρεμβάσεων διά του τύπου για ζητήματα όπως, λχ η καταστολή των απεργιών, ή ηθική αγανάκτηση για το δράμα που περνά η υγιής επιχειρηματικότητα στην «τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης», αποτελεί γι’ αυτούς πάρεργο. Θα μπορούσα να διατυπώσω την υπόθεση ότι η εργασία τους είναι μία και μόνη: συνίσταται στην (ανα)παραγωγή και προβολή μιας σειράς κοινών τόπων, οι οποίοι εδραιώνονται σε στερεοτυπικές εικόνες περί της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Έπειτα, οι ίδιοι κοινοί τόποι, με τους οποίους έχουν βομβαρδίσει καθημερινά τους αναγνώστες τους, προβάλλονται, με μια κατάλληλη επεξεργασία, στις έρευνές τους για τη δεκαετία του 1940, δημιουργώντας, έτσι, κάποια «παράδοξα» υβρίδια, όπως λ.χ. «το πελατειακό σύστημα του Δημοκρατικού Στρατού» ή η διά της θεωρίας της «ορθολογικής επιλογής (rational choice)» εξήγηση της ένταξης κτηνοτρόφων της Αργολίδας στα Τάγματα Ασφαλείας. Υβρίδια τα οποία χρησιμοποιούν, με τη σειρά τους, τόσο οι ίδιοι όσο και παρακείμενοι επιφυλλιδογράφοι, ως ιστορικά τεκμήρια που «αποδεικνύουν» την εγκυρότητα της ανάλυσής τους για «φλέγοντα ζητήματα» της επικαιρότητας. Μέσα από αυτή την αυτοτροφοδοτούμενη και αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία είναι πιο εφικτό ο (μη ειδικός) αναγνώστης να αποδεχθεί ακόμα και πράγματα που ειδάλλως, ίσως και να του φαίνονταν απαράδεκτα. Πρόκειται για μια μικρή και ελάχιστη, ίσως, συμβολή των αναθεωρητών στην απενοχοποίηση συγκεκριμένων επιλογών, όπως, λ.χ. αυτή της συνεργασίας με τον Κατακτητή και στην αποδοχή τους από την κοινωνία ως κάτι το κοινότοπο, «φυσιολογικό» και εντέλει λογικό. 
Άργησαν, πράγματι, οι αναθεωρητές να εμφανιστούν στη χώρα μας. Ο εμφύλιος και οι συνέπειές του, που φτάνουν σε πολύ πρόσφατα χρόνια, τους ανάγκασαν, από τη μια μεριά, να προβούν σε μια κυκλωτική κίνηση: να αναθεωρήσουν την Αντίσταση διά του εμφυλίου, αποδομώντας το όριο και τη διάκριση μεταξύ των δύο εποχών. Και τώρα που στο δημόσιο λόγο επιστρέφει, περισσότερο ως φάρσα, τόσο ο αγώνας εναντίον ενός Κατακτητή, όσο και ο κίνδυνος ενός νέου εμφύλιου διχασμού, μπλεγμένοι από τα ίδια τους τα λόγια, πότε κάνουν εκκλήσεις για κοινωνική ειρήνευση, και πότε μας προτείνουν να μεταναστεύσουμε. Να αναμένουμε, συντόμως, και κάποιο σήμα για τη δημιουργία αντιφασιστικού μετώπου;      

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός



Δεν υπάρχουν σχόλια: