ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
Θεώνη Δημοπούλου- Trip to the moon |
Σε μια από τις πιο λεπταίσθητες
αποφάνσεις για την πραγματικότητα της εποχής του, ο Ριβαρόλ γράφει: «Η
επανάσταση χωλαίνει· δεξιοί έρχονται συνεχώς στην αριστερά, αλλά ποτέ η
αριστερά στη δεξιά». Η επισήμανση αυτή έχει αναμφίβολα μια πολιτική σημασία. Σε
περιόδους κρίσης η ιστορία επιταχύνεται, καθώς ήθελε ο Ροβεσπιέρος, και η
εκάστοτε αριστερά αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να δράσει σαν καταλύτης και σαν πρωταγωνιστής
όσων εξελίξεων προοιωνίζονται μέσα στη σύγκρουση των κοινωνικών δυνάμεων. Μια
τέτοια συγκυρία ανοίγει τους ορίζοντες της ανθρώπινης ελευθερίας, νοούμενης ως
βούληση για την επιλογή μεταξύ σειράς δυνατοτήτων με σκοπό τη μελλοντική
πραγμάτωσή τους.
Ωστόσο, γεγονός είναι ότι στις μεταμοντέρνες μαζικές δημοκρατίες
τα μέτωπα της σύγκρουσης έχουν θολώσει. Κι αυτό τόσο γιατί τα όρια των τάξεων
παραμένουν ρευστά όσο και γιατί τα προτάγματα των παρατάξεων τελούν σε σύγχυση.
Η ασάφεια αυτή ενισχύει τα προβλήματα που ευθύς εξ αρχής τίθενται στα πλαίσια
της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης των κοινωνικών αιτημάτων. Σε μια εξαίρετη
μελέτη για το κοινοβουλευτικό σύστημα, η συνταγματολόγος Ιφιγένεια Καμτσίδου κατέδειξε αφ’ ενός τις λειτουργίες και
δυσλειτουργίες του σε συνθήκες ομαλότητας -όπως οφείλει να κάνει μια μελέτη που
αξιώνει την επιστημονικότητα-, και αφ’ ετέρου τα ζητήματα που τίθενται από την
ίδια την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση των επιμέρους κοινωνικών δυνάμεων.[i]
Τα απαισιόδοξα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα, όχι από τις λογικές ασυνέπειες
της νομικής επιστήμης αλλά από όσες ανώνυμες δυνάμεις χειρίζονται τους νόμους
και τις διαδικασίες της.
Δημοκρατία
και κοινοβουλευτισμός δεν συμπίπτουν. Η πρώτη σημαίνει ταυτότητα
κυβερνώντων και κυβερνωμένων, ενώ ο κοινοβουλευτισμός εδράζεται «στην εκλογή των
πρώτων από τους δεύτερους και στη σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να εγκαθίσταται
μέσα από την εκλογή».[ii]
Σε μια επί τροχάδην ιστορική ανασκόπηση του κοινοβουλευτισμού, μπορούμε να
πούμε τα εξής: η κοινοβουλευτική δημοκρατία προκύπτει ως ένα αμάλγαμα φεουδαλικών
θεσμών αντιπροσώπευσης και του καθολικού δικαιώματος ψήφου της ομοιογενούς
οντότητας έθνος-λαός. Η προσαρμογή της στη φιλελεύθερη συνταγματική τάξη
εγγυόταν πρώτα και κύρια τον ιδιωτικό, ανεξάρτητο από το κράτος χαρακτήρα του
εμπορίου, ως βάση για την ελεύθερη παγκόσμια αγορά. Από εδώ αναδύθηκε μια μη
κρατική, ιδιωτική σφαίρα, πάνω και κάτω από τα σύνορα των κρατών, που
στηριζόταν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, το εμπόριο και την αγορά. Με την
κατίσχυση αυτής της σφαίρας το κράτος έχασε το μονοπώλιο των αποφάσεων·
κυριαρχία κι εξουσία έγιναν στο πνευματικό επίπεδο προπαγάνδα και μαζική
υποβολή, στο οικονομικό έλεγχος. Συνάμα, με τη μετατόπιση της εξουσίας στη
βούληση του νομοθέτη, η τελευταία έγινε η μόνη πηγή δικαίου. Αυτό κατέστησε υπό
μίαν έννοια την ίδια τη νομική επιστήμη αναχρονισμό, γιατί αυτή η βούληση είναι
σε διαρκή ροή και σε δυναμική εξέλιξη, όπως έγινε φανερό με τις πρόσφατες
πρωτοβουλίες νομοθετικού περιεχομένου από την εκτελεστική εξουσία.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης την οποία σήμερα επικαλούνται οι
κυρίαρχες ελίτ αφορά στη σωτηρία του status quo· γι’ αυτήν δεν χρειάζεται να κινητοποιηθούν
κάποιες έκτακτες εξουσίες παρά μόνον η διαδικαστική νομοθετική ρύθμιση όσων
μέτρων θεωρούνται αναγκαία από τις κυρίαρχες ελίτ. Παρά ταύτα, ακόμη και στο
πλαίσιο των μαζικών δημοκρατιών, μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να νομιμοποιείται
δημοκρατικά οφείλει να μην παραβιάζει τα ζωτικά συμφέροντα της μειοψηφίας, και
οι ενέργειές της δεν πρέπει να εμποδίζουν μια μειοψηφία να γίνει στο μέλλον
πλειοψηφία. Όταν αυτό αμφισβητείται εκ των πραγμάτων, τότε αίρεται η σχέση
εμπιστοσύνης και αρχίζει μια περίοδος ανατροπών.
Η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία παγιώθηκε μεταπολιτευτικά
στον δικομματικό κοινοβουλευτισμό και συμπεριέλαβε για ιστορικούς λόγους μια
σειρά μικρότερων κομμάτων, που έπαιξαν τον ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας στην
απορρόφηση νέων κοινωνικών αιτημάτων. Το κοινωνικό ισοζύγιο του πολιτικού
συστήματος είχε ως υπόβαθρο τη διανεμητική δικαιοσύνη, δηλαδή το μέρος ή το
μερίδιο των αγαθών τα οποία διανέμονταν ή αναδιανέμονταν στις επιμέρους
κοινωνικές ομάδες. Βασικός πολιτικός εκφραστής της διανομής και της αναδιανομής
υπήρξε αναμφίβολα η σοσιαλδημοκρατία. Η
σοσιαλδημοκρατία απέσπασε τη διανεμητική πολιτική από τον εσμό των
σοσιαλιστικών πολιτικών και την επέβαλε στην προοπτική του μεμονωμένου ατόμου
ως κατανάλωση. Στηρίχτηκε στις ορέξεις της φύσης του μεμονωμένου ατόμου εις
βάρος της κοινωνικής φύσης, η οποία σε
μια οργανωμένη κοινωνία σημαίνει το δημόσιο συμφέρον. Κοντολογίς, η
σοσιαλδημοκρατία μετέβαλε το αριστερό πρόταγμα σε ιδεολογία, αλλά όχι με την
κλασική έννοια της ψευδούς συνείδησης. Το μεταμόρφωσε σε ενσυνείδητο ψεύδος και
υποκρισία για τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, με αποτέλεσμα την κυνική ιδεολογία των
εξουσιαστών και τον μηδενισμό όσων αμφισβητούν το κατεστημένο πλαίσιο.
Η άρση της εμπιστοσύνης σε αυτό το ισοζύγιο από μια πλειοψηφία
της οποίας θίγονται πλέον τα ζωτικά συμφέροντα, συνδυάζεται με την εμφάνιση
μιας αριστεράς που έχει λάβει την απόφαση να ασκήσει πολιτική. Κι αυτό σημαίνει
την ύπαρξη μιας ιδέας που χρειάζεται να λάβει υπόσταση. Ένα αριστερό πρόταγμα
δεν μπορεί να ταυτίζεται ποτέ με την πραγματικότητα, παρ’ ότι οφείλει να την
κατανοεί. Η πρόσφατη πολιτική νίκη του
ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, με βάση το αίτημα για κυβέρνηση της αριστεράς, στηρίχτηκε
στο πραγματικό διακύβευμα αυτών των εκλογών για τη μεταβολή του δικομματικού
κοινοβουλευτισμού. Η συνέχεια αυτής της πολιτικής θα εξαρτηθεί από την ερμηνεία
που θα δοθεί στην κυβέρνηση της αριστεράς, και άρα από την τοποθέτηση έναντι
της πραγματικότητας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η δια-νομή και η αναδια-νομή χρειάζεται να
επαναπροσδιοριστούν στον αγώνα που διεξάγεται στο πνευματικό μέτωπο και στην
πρωταρχική σημασία τους. Η ίδια η δια-νομή παραπέμπει στην πρωτογενή σημασία
του Νόμου ως νομή και όχι ως
αφηρημένου θεσμού. Η νομή της γης
είναι η πρώτη πράξη για την εγκατάσταση των νομάδων, η δημιουργία μιας
επικράτειας, πάνω στην οποία αναφαίνεται και η δημο-κρατία που προσδιορίζει ένα
συγκεκριμένο είδος κατοχής της γης. Με
βάση αυτήν την ιδρυτική πράξη μιας οργανωμένης κοινωνίας δια-νέμεται η γη σε
κλήρους, που είναι η δεύτερη σημασία του νόμου ως νομή. Η τρίτη σημασία του
νόμου ως νομή είναι η παραγωγή. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας και τα μέσα με τα οποία
παράγονται τα αγαθά της γης καθορίζουν το τρίτο νόημα του νόμου. Με τη
βιομηχανική επανάσταση το ζήτημα της νομής ή ιδιοποίησης της γης μετατοπίστηκε
στην αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.
Ο Μαρξ, ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο τον φιλελευθερισμό, είδε
στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής μιαν απάντηση στο κοινωνικό ζήτημα της
διανομής και αναδιανομής, που αυτονομούνται πλέον από το ζήτημα της ιδιοποίησης
της γης. Στη φιλοσοφική σκέψη του η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών είναι ό,τι
αποκαλούμε κοινωνικοποίηση, δηλαδή ο μετασχηματισμός της οικονομικής τάξης με
αναφορά στην ιδιοκτησία, κατασκευάζοντας μελλοντικούς ιδιοκτήτες από πρώην
μη-ιδιοκτήτες. Παρ’ όλα αυτά, άφησε ανοικτό το ζήτημα πώς θα συνεχιστεί αυτή η
διαδικασία δια-νομής. Γιατί εάν το ζήτημα αφορά απλώς τη σπάνη των αγαθών η
οποία εξαλείφεται με την αύξηση της παραγωγής, τότε δεν χρειάζεται κανένα
οικονομικό σύστημα το οποίο να στηρίζεται στις τρεις αυτές εκδοχές του νόμου.
Ποιος ιδιοποιείται και νέμεται; Ποιος και τι παράγει; Ποιος
διανέμει και αναδιανέμει; Αυτά είναι τα τρία βασικά ζητήματα που η ιεράρχηση
και η κατονομασία τους μας λένε τι λογής κοινωνία θέλουμε. Το ό-νομα που θα
τους δώσουμε είναι μια πρώτη ενέργεια νομής, εφόσον η κατονομασία καθιστά
ορατές τις απρόσωπες δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τους αφηρημένους θεσμούς.
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και
μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου