ΤHΣ
SOPHIE FARDELLA
Η Sophie Fardella είναι
ζωγράφος
Νίκος Κωνσταντόπουλος- Εγχειρίδια |
Κατά τη διάρκεια της χούντας, αρκετοί πολιτικοί
κρατούμενοι, σε κατάσταση αιχμαλωσίας στον Άη-Στράτη, στη Γυάρο και αλλού, αποκομμένοι
από τον υπόλοιπο κόσμο, καταπιάστηκαν με καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Απέναντι
στο φαινόμενο αυτό, το ζητούμενο είναι να καταλάβουμε με πιο τρόπο άνθισε μέσα
στην αρνητική και τρομερή εμπειρία του εγκλεισμού, αυτή η θετική άσκηση.
Στρέφοντας την προσοχή μας στα αντικείμενα αυτής της
τέχνης, ανακαλύπτουμε έναν μοναδικό καλλιτεχνικό χώρο που δεν έχει αξιωθεί
ανάλογης αναγνώρισης, λόγω του ιδιαίτερου και πιεστικά παρόντος ιστορικού περιβάλλοντος,
αλλά χωρίς αμφιβολία απαραίτητου για την κατανόηση του γεγονότος. Καταλαβαίνουμε
επίσης πως οι συνθήκες πρόσληψης δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί, ώστε να
αποκαταστήσουμε την αισθητική αντίληψη τού εν λόγω χώρου.
Το γεγονός ότι οι
εξόριστοι άφησαν στους μεταγενέστερους αντικείμενα καλλιτεχνικού χαρακτήρα, μας
οδηγεί στο ενδεχόμενο της «γόνιμης» φύσης της εμπειρίας του εγκλεισμού. Δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι γυναίκες και άνδρες μέσα στην απομόνωση ξεκίνησαν να
εκφράζονται καλλιτεχνικά. Παραδόξως, η εξορία εμφανίζεται εδώ σαν χώρος
ανοιχτός σε μια διαδικασία που υποτάσσεται στο δυναμισμό του μετασχηματισμού
και του απροσδόκητου, που διέπει τη καλλιτεχνική δημιουργία.
Εκτός από το ότι πρόκειται για ντοκουμέντα της
κοινωνικής ιστορίας, τα παραπάνω έργα λειτουργούν ως ιχνογράφημα μιας μοναδικής
ανθρώπινης εμπειρίας, που εκφράστηκε διά της τέχνης∙ γεννήθηκαν στον μετέωρο χρόνο
της εξορίας, που ευνοεί την περιπλάνηση και την απόσυρση – προϋποθέσεις
απαραίτητες της κάθε δημιουργίας∙ μιλούν για την προσωπικότητα των εξορίστων,
για την προσωπική τους μνήμη, για την ψυχική τους κατάσταση, τις επιθυμίες και
τις αναζητήσεις τους. Σε αντίθεση με τον βιωμένο εγκλεισμό, διαπιστώνουμε πως
αναπτύσσεται ένα φαντασιακό, γύρω από τη θεματική τόπων χωρίς σύνορα και
ανοιχτής θάλασσας. Ο χώρος που λείπει, φέρνει μέσα στο λόγο των εξορίστων το
στίγμα της απουσίας: χωρισμός, σύνορα, αποκλεισμός, απόσταση, απομάκρυνση. Η
σχέση ανάμεσα στον εξόριστο και το χώρο του είναι πολύ δυνατή, γιατί το
εκτοπισμένο σώμα δεν βρίσκεται πια στον τόπο του, είναι ξεριζωμένο. «Δεν νιώθω
μες το περιβάλλον μου», λέει ο εξόριστος. Απέναντι στο συναίσθημα αυτό, αναζητά
έναν άλλο ορίζοντα, έξω από τη φυλακή. Έτσι λοιπόν, η άσκηση μιας τέχνης
εμφανίζεται σαν άνοιγμα μέσα από το οποίο η διαφυγή γίνεται δυνατή. Μερικοί
εξόριστοι εκφράζουν με την καλλιτεχνική τους πρακτική την αδιάκοπη αναζήτηση
του εντεύθεν της εξορίας, που αρθρώνεται γύρω από τη θεματική της θάλασσας και
του ατέρμονος, ερημικού χώρου∙ εκεί όπου φαίνεται πως συγκεντρώνονται όλες οι
δυνάμεις της κίνησης και της διαφυγής∙ η θάλασσα, πρόσφορο έδαφος για το όνειρο, γοητεύει∙ τα βάθη
της παραμένουν ένα αίνιγμα και ο ωκεανός ένας χώρος χωρίς όρια, όπου μάλιστα
μοιάζει να ανοίγεται σ’ έναν κόσμο υπερφυσικό∙ η αχανής και άγνωστη αυτή
άβυσσος, που κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει, γεννά έναν φανταστικό κόσμο,
κατοικημένο από ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα δημιουργήματα.
Ο εξόριστος τοποθετείται ανάμεσα σε δύο τόπους: τον
παρελθόντα και χαμένο, και τον μέλλοντα, μακράν της εξορίας. Το πέρασμα ανάμεσα
στους δυο χώρους θεωρείται ως διαδικασία πένθους: ο εξόριστος οφείλει να
ξεχάσει τη βίαιη ρήξη με την προηγούμενη ζωή του και να αποδεχθεί το χτίσιμο
του μέλλοντος. Επειδή η επικοινωνία με τον έξω κόσμο μοιάζει αδύνατη, θα
στραφεί στο πνευματικό, τον χώρο των απόντων, των θεών και των νεκρών. Έτσι, διά
των πορτραίτων και των νεκρικών εκμαγείων, θα αναπτυχθεί μια δημιουργία με
αντικείμενο τη μνήμη, παρακαταθήκη για το μέλλον και ταυτόχρονα δημιουργία που
διασφαλίζει τη διάβαση επέκεινα του θανάτου και τη δημιουργία-φετίχ, που δεν
τοποθετείται πλέον ως αντικείμενο τέχνης, αλλά ως αντικείμενο λατρείας. Για
παράδειγμα, σε αναλογία με επιτάφιο τελετουργικό, η Κατερίνα Χαριάτη-Σισμάνη,
σμίλεψε αγάλματα μικρά, αναπαραστάσεις νεκρών και εξορίστων∙ φρόντισε τις
ξεχωριστές για το καθένα λεπτομέρειες, έτσι ώστε να γίνεται δυνατή η αναγνώριση
των προσώπων. Η επιλογή του υλικού δεν ήταν ανώδυνη: πρόκειται για το πηλό που
χρησιμοποιείται στα νεκρικά μνημεία, και ιδιαίτερα στις επιτύμβιες προτομές.
Η καλλιτεχνική πρακτική που, εν τέλει, αναπτύσσεται
στην εξορία συμπίπτει με μια δεύτερη γέννηση και μια δύναμη ζωής του
υποκειμένου, μέσα από την οποία το άτομο αναλαμβάνει και πιστοποιεί την ευθύνη
της ιστορικής του συνέχειας. Με έργα που αφήνουν τα ίχνη τους στο μέλλον, οι
δημιουργοί ξεπερνούν την απουσία, την άρνηση που επιβάλλει ο αποκλεισμός τους.
Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, αν όντως υπάρχει ένας
κοινός κώδικας αποκρυπτογράφησης αυτής της δημιουργικής εμπειρίας∙ της
προσίδιας δηλαδή διαφοράς που ερμηνεύει τη δημιουργία στους τόπους εξορίας.
Ξεχωρίζουμε, ανάμεσα στα έργα των ελλήνων εξόριστων της χούντας, την επανάληψη
ορισμένων θεμάτων που λειτουργούν ως κλειδιά, για την αισθητική τους κατανόηση.
Στην πλειονότητά τους, πρόκειται για έργα που δεν
εγγράφονται σε καμία καλλιτεχνική παράδοση και μοιάζουν σαν να βγαίνουν από το
κενό. Πράγματι, κανείς δεν ξέρει πώς να αντιδράσει μπροστά σε αυτά τα υβριδικά
γλυπτά, τα σχέδια, τα αντικείμενα μαστοριάς (bricolage). Κατά το πλείστον, οι δημιουργοί τους εργάστηκαν μέσα στη
μοναξιά, χωρίς πρόσβαση στα κατάλληλα υλικά, επιδεικνύοντας εφευρετικότητα με ό,τι
διαθέσιμο είχαν στα χέρια τους. Χρησιμοποιούσαν υποτυπώδη στοιχεία, όπως
κομμάτια ξύλου για τη χαρακτική, κοχύλια στολισμένα με τοπία και χρωματιστές φόρμες,
στοιχεία που κατέληγαν σε εκπληκτικές συναρμογές και παρέπεμπαν στα όρια των
υλικών τους πόρων. Οι εν λόγω καλλιτέχνες επεξεργάστηκαν ένα εξαιρετικά
προσωπικό ύφος και στην πλειονότητά τους δημιούργησαν είδη και φόρμες
πρωτότυπες. Μέσα στην εξορία τους, παρήγαγαν αντικείμενα αρχαϊκά, άχρονα,
δύσκολο να καταταγούν σε κάποια εποχή. Εν τοις πράγμασι, καμία σημασιολογική
ένδειξη δεν μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε χρονικά τα αντικείμενα αυτά. Η
μέθοδος του Κυριάκου Τσακίρη (1915-1998) να αποδώσει μορφή στην πέτρα, δεν
απέχει πολύ από την τέχνη των σπηλαίων, της ζωγραφικής, της χαρακτικής ή της
γλυπτικής της προϊστορικής εποχής. Εδώ, ο δημιουργός ακολούθησε το ανάγλυφο της
πέτρας και αφέθηκε στις υποδείξεις του υλικού του. Πρόκειται για ένα έργο που
παραπέμπει στο ασυνείδητο, στον φανταστικό κόσμο του ονείρου και των
μεταμορφώσεων. Βρισκόμαστε μπρος σε μια τέχνη πρωτόγονη, μοναδική, ναΐφ, που
μαρτυρά την επιστροφή στις ανθρώπινες ρίζες.
Ξαναβρίσκουμε στους εξόριστους την ίδια δημιουργική
αμεσότητα και ενστικτώδη δύναμη της Art Brut (αρτ μπρουτ). Χρησιμοποιούν την αισθητική του bricolage (μπρικολάζ), διαμορφώνοντας οι ίδιοι τα
εργαλεία τους και αρκούνται σε αντικείμενα ή θραύσματα ετερόκλητων στοιχείων
που συλλέγουν και συνδέουν για να συνθέσουν υβριδικά γλυπτά.
Αντιμέτωποι με το εχθρικό περιβάλλον, οι άνθρωποι
αυτοί διά της τέχνης αναπτύσσουν μια αμυντική στρατηγική, δημιουργώντας
αντικείμενα κατεξοχήν προσωπικά, που αντανακλούν την ταυτότητά τους. Κατ’ αυτήν
την έννοια, η δημιουργία εντός της εξορίας σημαίνει την αντίσταση στην απώλεια
του λόγου και της πράξης. Απέναντι λοιπόν στην απομόνωση, που καταργεί την
παρέμβαση του ατόμου στον κόσμο, η εν λόγω καλλιτεχνική δραστηριότητα συγκροτεί
μία από τις απαντήσεις που εμποδίζουν την εξαφάνιση μέσα στην λήθη.
Μετάφραση Παρασκευή Ζευγώλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου