28/4/12

Η "ελβετική ψύχωση"

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΔΑ

ΑΝΤΟΛΦ ΜΟΥΣΓΚ, Το κίνητρο του Άλμπισερ, μτφρ. Τέο Βότσος, Αγορίτσα Μπακοδήμου, Εκδόσεις Δρεπανιά, σελ. 372 

Το βιβλίο εκδόθηκε το 1974, όταν ο συγγραφέας ήταν 40 ετών. Ύστερα από σαράντα σχεδόν χρόνια, διατηρεί τη δύναμή του και είναι ένα διαχρονικό σημαντικό μυθιστόρημα. Θα απαριθμήσω τους λόγους, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ο πρώτος προηγείται του δεύτερου, ο δεύτερος του τρίτου κ.λπ. Συλλειτουργούν όλοι.
Πρώτον, υπάρχει λογοτεχνία, γλώσσα δηλαδή, διεισδυτική και αποκαλυπτική, ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις που παραληρεί. Η λογοτεχνία μεταφέρεται εξαιρετικά στην παρούσα μετάφραση. Πάντα πίστευα ότι η καλή λογοτεχνία κατακτά όχι μόνο τη γλώσσα στην οποία γράφεται αλλά και τις γλώσσες όπου μεταφέρεται. Υπάρχει κατά τη γνώμη μου αυτό που λέμε κοινή γραμματική. Το μυθιστόρημα γράφτηκε σε μια εποχή που τα ρεύματα του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου διεκδικούσαν ρόλους στη γραφή, και συναντάς κάποια στοιχεία τους στο κείμενο. Αλλά κυρίως ακολουθεί κλασικό δρόμο. Έχει πλοκή, υπάρχει κοινωνία, χώρος και χρόνος όπου εξελίσσεται η πλοκή, και ήρωες.

Η πλοκή λοιπόν είναι ο δεύτερος λόγος που σε ωθεί να φτάσεις μέχρι το τέλος διαβάζοντας το μυθιστόρημα. «Το κίνητρο του Άλμπισερ» ξεκινάει με ένα έγκλημα. Ομολογημένο. Μια απόπειρα δολοφονίας με δράστη έναν ψυχωτικό υποχόνδριο Ελβετό, καθηγητή γυμνασίου, και θύμα τον αυτοσχέδιο ψυχαναλυτή του. Ο αναλυόμενος τον πυροβολεί και του καρφώνει μια σφαίρα στα πνευμόνια. Το θύμα κινδυνεύει να χάσει επίσης και την όρασή του. Περιέργως, καίτοι το έγκλημα είναι ομολογημένο, η αστυνομία, μαζί με πραγματογνώμονες ψυχιάτρους, ψάχνει το κίνητρο της απόπειρας και ερευνά τη σχέση τού αναλυόμενου με τον ψυχαναλυτή, γιατί ο μεν αναλυόμενος έχει δράση ακτιβιστική  και ανατρεπτική για τα ελβετικά δεδομένα, ενώ το θύμα είναι ένας ξένος, ένας γύφτος, ένας «βάρβαρος». Ένας απαθής σατανάς, ζωώδης, ανεξιχνίαστος, σχεδόν χωρίς ιδιότητες. Την εποχή εκείνη υπήρχε κυνήγι μαγισσών, τρομοφοβία. Μήπως κρυβόταν κάτι ύποπτο στη σχέση αναλυτή και ασθενούς; Το 1974 εκδίδεται και κυκλοφορεί η «Χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ», με μερικά κοινά στοιχεία με το μυθιστόρημα του Μουσγκ ως προς την τρομοφοβία και την ειρωνική έως σαρκαστική χρήση της γλώσσας.
Ο τρίτος λόγος είναι η καταγραφή μιας ψυχωτικής κοινωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αρχές του 1970, της Ζυρίχης. Δεν περιγράφεται νατουραλιστικά. Ξετινάζεται. Δεν προέχουν τα στερεότυπα των τραπεζιτών, τον ρολογιών, των μύθων της Ζυρίχης με το διάσημο καφέ «Βολτέρος» των επαναστατών ή των καλλιτεχνικών κινημάτων, ούτε η εκνευριστική καθαριότητα των Ελβετών, όπως παρουσιάζεται στη γνωστή περιπέτεια του Αστερίξ. Είναι ο μικρόκοσμος, οι μικροαστοί, οι υπάλληλοι και μικροέμποροι, οι απόγονοι κτηνοτρόφων και αγροτών, οι φοιτητές, μια κοινωνία της κεντρικής Ευρώπης που είναι ανίκανη να ερωτευτεί. Ενδιαφέρον έχουν στο βιβλίο παρατηρήσεις που ισχύουν στο εδώ και τώρα. Π.χ., για τους ηθοποιούς που παίζουν τους ρόλους τους με τόση σοβαροφάνεια που μοιάζουν με ξυλάγγουρα ή για τους διαδηλωτές με τα συνοφρυωμένα μέτωπα. Αν η διαδήλωση γίνει από χαμογελαστές φατσούλες, τότε μπορεί να πετύχει ο σκοπός της, παρατηρεί ο Μουσγκ. Ο σαρκασμός και η ειρωνεία του απευθύνονται προς όλες τις κοινωνικές ομάδες, είτε είναι μικροαστοί σε ασκήσεις σκοποβολής, είτε «σιδώνιοι» νέοι, αριστεροί σε ακτίφ αλληλεγγύης. Φαίνεται πως ο Μουσγκ βλέπει στις συλλογικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκουν, στοιχεία που συγκλίνουν στη διαμόρφωση εξουσίας. Πιο θετικά αντιμετωπίζει τους μοναχικούς που ψάχνουν τον εαυτό τους ή όσους με το βλέμμα τους αγγίζουν τον άλλον.
Δεν είναι διαφορετική η ελβετική ψύχωση από τις ψυχώσεις άλλων λαών. Οι πολιτισμοί έχουν ελάχιστες διαφορές συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι κινούνται σε τρεις δρόμους: στην αναζήτηση τροφής, έρωτα και εξουσίας. Και οι τελετουργίες του φαγητού, του έρωτα, της εξουσίας είναι πανομοιότυπες σχεδόν σε χριστιανούς, Εβραίους, μουσουλμάνους. Οι ιρανικές ταινίες σήμερα αποκαλύπτουν ότι οι αστοί της Τεχεράνης έχουν ίδιους προβληματισμούς με τους αστούς της Νέας Υόρκης. Η παιδική ηλικία, η σχέση του παιδιού με τον πατέρα και τη μητέρα είναι σχεδόν ίδιες και απαράλλακτες παντού, όπως και οι τελετουργίες των δείπνων, των γάμων,  της σάτιρας κατά της εξουσίας. Μια εν δράσει κοινωνία όπως περιγράφεται στον Μουσγκ έχει παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Τέταρτον και τελευταίο. Το βιβλίο έχει ήρωες. Τον Τσέρουτ κυρίως. Τον αινιγματικό, ανεξιχνίαστο, ενστικτώδη Τσέρουτ. Ζωώδης, σαν  ξένος βάρβαρος, που σε μια παρηκμασμένη ευρωπαϊκή κοινωνία μπορεί να αποτελεί μια λύση. «Εξόντωσε» τον παρ’ ολίγον φονιά του, τους αστυνομικούς, τους ψυχαναλυτές, τις νοσοκόμες. Στις ερωτήσεις που του απευθύνονταν ενώ ήταν στο κρεβάτι ασθενής  απαντούσε πότε σαν τον ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, πότε σαν πονηρός γύφτος. Επιζεί στα 62 του χρόνια. Τη σφαίρα στο πνευμόνι του, που προοριζόταν να ζήσει μέσα εκεί, σχηματίζοντας γύρω της κουκούλι σαν φυλαχτό, τη βγάζει σαν σε θρίλερ και τη δωρίζει στη νοσοκόμα που εκείνη την ώρα σφουγγάριζε το δωμάτιό του. Την παρατηρούσε γιατί του θύμισε τη μάνα του όταν σφουγγάριζε. Με αυτή τη φροϋδική εικόνα τελειώνει το βιβλίο. Ο Τσέρουτ επιζεί, ενώ ο υποψήφιος δολοφόνος του χάνεται μέσα στις ψυχώσεις της Ευρώπης.  
Ένα βιβλίο σαν ψυχαναλυτική συνεδρία, που, όσο κι αν μας τρομάζει, πρέπει να την ολοκληρώσουμε.

Ο Βασίλης Λαδάς είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: