31/3/12

Λουτσιάνο Κάνφορα. Με τον Θουκυδίδη στο σήμερα

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ


Ο Λουτσιάνο Κάνφορα είναι, πια, αρκετά γνωστός, τόσο στα μέρη μας όσο, ιδίως, στους αναγνώστες αυτής της εφημερίδας[1]. Οι πολυάριθμες μελέτες του, όχι μόνο σχετικά με τον Θουκυδίδη, αλλά και για θέματα όπως (μεταξύ άλλων) η ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας, των ελληνιστικών χρόνων, η τύχη της Βιβλιοθήκης του πατριάρχη Φώτιου, οι απαρχές του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η διαπλοκή πολιτικού και επιστημονικού στους ιταλούς αρχαιοελληνιστές επί φασισμού, η μεθοδολογία αλλά και η ιστορία της ιστοριογραφίας, φανερώνουν μια πολυσχιδή προσωπικότητα, ουδέποτε περιχαρακωμένη ούτε σε μία μόνο ειδίκευση, ένα «κομματάκι» ιστορικού παρελθόντος, ούτε σε κάποιο παράσπιτο κάποιου πανεπιστημιακού campus, απομακρυσμένου και α-διάφορου για τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής του. Ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ταυτόχρονα καθηγητής πανεπιστημίου, διευθυντής ενός από τα πιο έγκυρα ιστορικά περιοδικά της χώρας του και, κατά το παρελθόν, σημαίνον στέλεχος του κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.

Τι σημαίνει, όμως, να μιλά κανείς για τον Κάνφορα; Ας επαναλάβω, εδώ, τα λόγια του Ρουτζέρο Ρομάνο: «Σήμερα δεν είναι πια της μόδας να μιλάμε για ιστορία της ιστοριογραφίας. Για να είναι κανείς à la page (του συρμού) πρέπει να μιλά για ιστορία της ιστορίας. Είναι προφανές ότι με αυτό το λογοπαίγνιο δεν αλλάζει τίποτε. Ή μάλλον: αλλάζει το γεγονός ότι αυτή η ιστορία της ιστορίας οδηγεί στο να επιλέγει κανείς ένα συγγραφέα και να τον μελετά ξεχωριστά, απομονώνοντάς τον από το περιβάλλον του».[2] Για να μην ξεπέσω, λοιπόν, διά της πλαγίας οδού, σε μια ιστοριογραφία των «μεγάλων ανδρών», οφείλω να σημειώσω, έστω υπαινικτικά, δυο πράγματα σχετικά με την παράδοση των ιταλικών κλασσικών σπουδών. Από αυτό τον τομέα, με την εξαίρεση ευάριθμων λαμπρών λατινιστών οι οποίοι επέλεξαν, τις δυο δεκαετίες που προηγήθηκαν του 1945, να συνταχθούν και να υμνήσουν το φασιστικό καθεστώς, συλλέγοντας προνόμια και χρηματοδοτήσεις και, «κατά τ’ άλλα», να κάνουν «απλώς» τη δουλειά τους, οι περισσότεροι εκτός των πανεπιστημίων αρχαιοελληνιστές αλλά, κυρίως, μεσαιωνολόγοι και μοντερνιστές παρέμειναν, κατά την φασιστική εικοσαετία, πιστοί στις προηγούμενες πολιτικές τους θέσεις, παρότι λίγοι εξ αυτών (κι ακόμα λιγότεροι πανεπιστημιακοί) αντιτάχθηκαν δημοσίως στο φασισμό. Το πρώτο, λοιπόν, είναι μια παράδοση φιλελεύθερου και αντικληρικαλιστικού κλασικισμού, προερχόμενου από τον αγώνα για την ιταλική Παλιγγενεσία (Risorgimento), ο οποίος, σε ένα βαθμό, θα δώσει τη θέση του, μεταπολεμικά, σε μαρξιστικές προσεγγίσεις της αρχαιότητας. Το δεύτερο είναι φαινομενικά άσχετο με το πολιτικό αλλά, αν το εξετάσει κανείς προσεκτικότερα, θα διαπιστώσει ότι αποτέλεσε μια από τις διόδους της μεταστροφής: η εδραιωμένη σκοπιά μιας αρραγούς συνάφειας μεταξύ ιστορίας και φιλοσοφίας στην Ιταλία, οφειλόμενη, εν πολλοίς, στη σχέση του ιταλικού με τον γερμανικό κόσμο. Εδώ ας σημειώσω μόνο τη "βαριά σκιά" του Μπενεντέτο Κρότσε αλλά  και ότι το (σημαδιακό) 1943, ο διευθυντής της Scuola Normale Superiore της Πίζας, ο Ντέλιο Καντιμόρι, μεταφράζει μαζί με τους μαθητές του την Επιτομή των Ιστορικών του Ντρόιζεν. Αυτή η παράδοση στοχασμού περί της μεθόδου οδήγησε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αλλού (κι απ’ ό,τι στα καθ’ ημάς) στην αποφυγή από τους ιταλούς ιστορικούς όχι μόνο μιας κατ’ επίφαση θεωρητικολογίας, όπου «από τη θεωρητική εκλέπτυνση του προλόγου» περνάμε κατευθείαν «στον ατόφιο εμπειρισμό του κυρίου μέρους»[3], αλλά και στην παραγωγή λιγότερων (από τα αναμενόμενα) έργων με μαρξιστικό επίχρισμα και εμπειρικοθετικιστικό περιεχόμενο.
Ο Λουτσιάνο Κάνφορα, λοιπόν, ως μέλος μιας σχολής, ένα μέρος της οποίας μεταστρέφεται μεταπολεμικά, επιλέγει διαφορετικούς προγόνους και συνομιλητές - αλλά ο τρόπος της μεταστροφής ετεροπροσδιορίζεται σαφώς από τα δομικά υλικά της κοινής καταγωγής. Μια σχολή που παράγει αριστερούς διανοούμενους, όπου και οι δύο όροι βρίσκονται συνήθως σε μια ισορροπία κι όπου η σχέση τους με τον δημόσιο λόγο, η απεύθυνσή τους στην κοινωνία, ο παιδευτικός τους ρόλος δεν σηματοδοτείται από ατομικά ή ομαδικά διαβήματα αλλά εκλύεται, κυρίως, από την καθημερινή πράξη του λειτουργήματός τους ως επιστήμονες. Ένα λειτούργημα το οποίο δεν περιορίζεται στην μονοκαλλιέργεια ενός «εκταρίου» γνώσης, με όσο συστηματικό τρόπο κι αν γίνεται.
Σήμερα, όπου η ιταλική κομμουνιστική αριστερά βρίσκεται σε μια περίοδο αποσύνθεσης, κάτι το οποίο διαφαίνεται κι από τις απαντήσεις του Κάνφορα στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο ίδιος παραμένει εν ενεργεία και μαχόμενος, είτε μέσω συστηματικής αρθογραφίας είτε, ιδίως, διά των πανεπιστημιακών του παραδόσεων, διδάσκοντας πώς μπορεί κανείς να συζητά για την σημερινή κρίση της δημοκρατίας με τον Θουκυδίδη - όχι με αφορμή, ούτε διά του Θουκυδίδη. Συνεχίζοντας, με τον τρόπο του, τον δρόμο που διάνοιξε, μεταξύ άλλων, με την πολιτική του στάση και την επιστημονική του συγκρότηση, ένας κατ’ επιλογήν συγγενής του (και άρα αυθεντικός), ο διωγμένος από την μακαρθική Αμερική επειδή αρνήθηκε να συναινέσει και να «κοιτάξει τη δουλειά του», Μόζες Φίνλεϊ.

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

[1] Βλ. τα αφιερώματα των «Αναγνώσεων» στον Λουτσιάνο Κάνφορα, για τα βιβλία του Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας, τχ. 160, 15/1/2006 (Κ. Βούλγαρης, Σπ. Ασδραχάς, Άλκ. Ρήγος, Ν. Κουνενής, Μ. Κατσούλο, Μ. Πύλια, Λ. Καζαντζάκη, Κ. Γαβρόγλου, συνέντευξη του Λ.Κ.), και Η Δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας, τχ. 334-337, 10-24/5/2009 (Κ. Βούλγαρης, Μ. Κατσούλο, Αντ. Μανιτάκης, Π.-Ι. Στανγκανέλλης, Άλκ. Ρήγος, Ν. Καραπιδάκης, Δ. Χαραλάμπης, Κ. Γαβρόγλου, Στ. Δημητρίου, Μ. Πύλια, Ν. Σεβαστάκης, συνέντευξη του Λ.Κ.), καθώς και μεμονωμένα κείμενά του ή κείμενα για βιβλία του.
2 Ruggiero Romano, Ο Braudel κι εμείς. Σκέψεις πάνω στην ιστορική παιδεία της εποχής μας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙ.
3 Αντώνης Λιάκος, Εισαγωγή στο «Αφηγηματικές στρατηγικές στην ιστορική γραφή», Μνήμων, τόμος 15 (1993), σ. 213.

Δεν υπάρχουν σχόλια: