31/3/12

Η δίκη και η ιστορία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΗΓΟΥ

ΝΙΚΟΣ ΤΣΑΓΓΑΣ (αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου), Η Αθώωση των εξ και η ανατροπή της Ιστορίας, Εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 271

Για όλους τους «περί το δίκαιον ασχολουμένους», καμιά από τις δίκες εκείνες που σημειώνονται ως γεγονότα της παγκόσμιας ή της εθνικής ιστορίας μπορεί να ανταποκριθεί σε ό,τι η σύγχρονη νομική σκέψη χαρακτηρίζει «δίκαιη δίκη». Και αυτό ισχύει από τη δίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ έως τις δίκες της Μόσχας ή τις δίκες της Νυρεμβέργης, και από τη δίκη του Κολοκοτρώνη έως τη δίκη των έξι. Άλλα περιστατικά, και όχι ακριβοδίκαιη στάθμιση πράξεων ή παραλείψεων, οδήγησαν, στη ροή της ιστορίας, την ανθρώπινη περιπέτεια σε δικοφανείς εκδηλώσεις, οι οποίες προδήλως κατ’ όνομα και κατά φαινόμενο μόνο μπορούν να χαρακτηριστούν δίκες και ως δίκες να κριθούν, ώστε η διεξαγωγή και η κατάληξή τους να υπόκεινται στους παραδεδομένους κανόνες, που σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία αποδίδουν την έννοια της «δίκαιης δίκης». Έτσι, η αναγνώριση των περιστάσεων, των αναγκαιοτήτων, των πολιτικοοικονομικών δεδομένων, των ιστορικών συγκυριών και εξελίξεων, που οδήγησαν στα φαινόμενα αυτά, και συνακόλουθα η διαπίστωση των ανομιών και των σφαλμάτων που με αυτά συνδέονται, δεν μπορεί να είναι έργο του δικαστή, αλλά έργο του ιστορικού και μάλιστα εκείνου του ιστορικού που η απόσταση πολλών γενεών από το συγκεκριμένο περιστατικό του παρέχει τη δυνατότητα της αμερόληπτης στάθμισης και κρίσης. Για τους λόγους αυτούς, θεωρώ τουλάχιστον αφελή την απόφαση του Αρείου Πάγου, για την ακρίβεια του Ποινικού Τμήματός του, να δεχθεί με οριακή πλειοψηφία, τριών ψήφων έναντι δύο, την ακύρωση της γνωστής απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, του 1922, με την οποία καταδικάστηκαν σε θάνατο, και αμέσως εκτελέστηκαν, οι έξι που θεωρήθηκαν οι κυρίως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, δηλαδή οι πέντε πολιτικοί που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας, μετά την ήττα του Ελ. Βενιζέλου, στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, και ο τελευταίος αρχιστράτηγος της Στρατιάς της Μ. Ασίας.

Πολύ συνοπτικά, ο δικαστικός δρόμος που ακολουθήθηκε ως προς αυτή την περίεργη απόφαση: Το δικαιϊκό σύστημα της χώρας μας παρέχει τη δυνατότητα σ’ εκείνον που καταδικάστηκε ή, αν αυτός δεν ζει πλέον, σε στενούς συγγενείς του, να ζητήσουν, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, την αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως «κάνουν φανερό» ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος. Τη βασιμότητα των παραπάνω γεγονότων ή αποδείξεων κρίνει, στις σοβαρότερες περιπτώσεις, ο Άρειος Πάγος (το Ποινικό Τμήμα του) και αναλόγως διατάζει επανάληψη της διαδικασίας ή παραγραφή της υπόθεσης, αν έχει διαρρεύσει τόσος χρόνος που να μην επιτρέπεται η νέα εκδίκασή της. Με βάση αυτή τη ρύθμιση του δικαιϊκού μας συστήματος, ο εγγονός ενός από τους καταδικασθέντες (και εκτελεσθέντες), του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ζητώντας την αναθεώρηση της απόφασης του Στρατοδικείου και την αναγνώριση της αθωότητας του παππού του. Την υπόθεση, από την πλευρά της Εισαγγελίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, εφόσον όλες οι ποινικές υποθέσεις εισάγονται στο αρμόδιο Τμήμα με εισαγγελική πρόταση, χειρίστηκε ο Αντεισαγγελέας Νίκος Τσάγγας, ο οποίος με ενδελεχή, διεισδυτική και αναλυτική μελέτη πλείστων ιστορικών στοιχείων της τρομερής, για τον κόσμο και τον ελληνισμό περιόδου της πρώτης εικοσιπενταετίας του περασμένου αιώνα, κατέληξε στο ότι οι έξι ήταν αθώοι και συνεπώς καταδικάστηκαν αδίκως, με βάση δε τα συμπεράσματά του αυτά πρότεινε να ακυρωθεί η απόφαση του Στρατοδικείου και εφόσον, λόγω της παρόδου του χρόνου, δεν ήταν δυνατή η επανάληψη της διαδικασίας, να πάψει οριστικώς, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη του παππού του αιτούντος και κατ’ επέκταση των λοιπών πέντε. Μετά κάποιες δολιχοδρομίες, που δεν ενδιαφέρουν όσους δεν είναι νομικοί, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την πρότασή του. Αυτή την εμπειρία του ο Νίκος Τσάγγας μετέφερε στο βιβλίο του, το οποίο κατ’ ουσίαν αποτελεί ανάπτυξη της προς το αρμόδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου πρότασής του, δεδομένου ότι ταυτίζονται το πρώτο μέρος (σελ. 11 – 142∙ πρόλογος, ο τίτλος του βιβλίου ως τίτλος κεφαλαίου, επίλογος βιβλιογραφία) και το δεύτερο μέρος (σελ. 144 – 268∙ δικαστική απόφαση, η οποία καταχωρίζεται σε ακριβή αντιγραφή). Ως γενικός αναγνώστης στον οποίο απευθύνεται προφανώς το βιβλίο, νομίζω ότι παρέχεται μια επαρκής συνοπτική περιγραφή των γεγονότων που κατέληξαν στη μικρασιατική τραγωδία, με την επιφύλαξη ότι μου παρέχεται η εντύπωση ότι υπερτονίζεται ο ρόλος του Λόϋδ Τζωρτζ (και φυσικά της Αγγλίας) ως μοναδικού παράγοντα τόσο της εκστρατείας, όσο και της καταστροφής. Αυτά ας τα κρίνει ο ιστορικός. Ως νομικός, εφαρμοστής του δικαίου επί τριάντα έξι χρόνια, δεν θα σταθώ σε νομικοτεχνικές παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση, κυρίως αν τα όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση αποτελούν ή όχι νέα γεγονότα ή αποδείξεις, άγνωστα στους «δικαστές» που δίκασαν την προκείμενη υπόθεση (δεν θεωρώ ότι αποτελούν), αλλά στην ευκολία με την οποία ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι μπορεί να ξαναγράψει ένα κεφάλαιο της ιστορίας του νέου ελληνισμού, και να την αντιπαραβάλω προς τη σταθερή άρνηση του Ανώτατου Δικαστηρίου να δεχθεί την αναθεώρηση μια άλλης σημαντικής, και πολύ πιο πρόσφατης δίκης, της δίκης του Γρηγόρη Στακτόπουλου, στο πλαίσο της πολύκροτης υπόθεσης Πολκ, παρά το ότι στην περίπτωση του Στακτόπουλου τα νέα γεγονότα και οι νέες αποδείξεις είναι, σε σύγκριση με τα νέα γεγονότα και τις νέες αποδείξεις των έξι, αναμφισβήτητα. (Για την υπόθεση αυτή που χειρίστηκε ένας άλλος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επίτιμος ήδη, ο Αθ. Καφίρης βλ. παρουσίαση του σχετικού βιβλίου του, στις «Αναγνώσεις»  της 18.01.2009, σελ. 4 – 5).

Ο Γιώργος Ρήγος, είναι επίτιμος αρεοπαγίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: