25/2/12

Η ομολογία

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΕΚΙΔΗ

Δημήτρης Πετσετίδης- Φιλαναγνώστρια
«...νόμιζα πως ο χρόνος θαμπώνει τη μνήμη, πράγματα, πρόσωπα και γεγονότα στο διάβα του σιγά-σιγά ξεθωριάζουν, ίσως και να λησμονούνται. Λάθος. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή, αν θες από εκείνη ην καταραμένη μέρα, ότι ο εφιάλτης και η ένοχη θα με συντρόφευαν για πάντα. Με συγχωρείς αν σε στονοχωρω με τις εμμονές μου, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ένας Θεός μοναχά ξέρει πόσο πάλεψα προκειμένου να ξεχάσω, να γλυτώσω, να εξηγήσω στον εαυτό μου ότι δεν είμαι εγκληματίας, ότι τέλος πάντων ότι έγινε δεν έγινε από πρόθεση. Μοιάζω αδελφέ σαν τον ικέτη που ζητά έλεος και επιείκεια από τους βλοσυρούς δικαστές του, δίχως εκείνοι να τον βλέπουν, μήτε να τον ακούνε…»

Πάλι τα ίδια γαμωτο, μουρμούρισε ο Μάκης καθώς τσαλάκωνε με τα χέρια το γράμμα του φίλου του. Κόντευαν σχεδόν δυο χρόνια που τον είδε για τελευταία φορά στη Γερμανία. Η αντιπροσωπεία με τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που εμπορευόταν είχε έδρα το Μόναχο. Ευκαιρία λοιπόν το ταξίδι και η συνάντηση με τον παιδικό φίλο.
«Άλλαξες ρε Αντώνη, έγινες αγνώριστος. Έτσι και κατέβεις κάτω ψυχή δεν θα σε γνωρίσει.»
«Δεκαπέντε χρόνια φίλε δεν είναι και λίγος χρόνος. Αν το ξέχασες τόσα ακριβώς πέρασαν από τη μέρα που κουβαλήθηκα εδώ.»
Μιλούσε αργά, οι κουβέντες μετρημένες, ζυγισμένες μια-μια, τόσες όσες χρειάζονταν να απαντήσει στις ερωτήσεις η να αναφερθεί σε πρόσωπα και πράγματα από τις κοινές τους αναμνήσεις. Δεν τον γνωρίζω τον τύπο απέναντι μου, συλλογίστηκε κάποια στιγμή μελαγχολικά ο Μάκης. Αυτός με τον οποίο συζητώ τόση ώρα δεν είναι ο Αντώνης, ο παιδικός φίλος, ο συμμαθητής, ο αδελφός. 
Ο ρουφιάνος ο χρόνος, κοίτα να δεις πράγματα και θάματα που σκαρώνει. Μόνο να ξεχάσει δεν τον βοηθά ο…
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η ξαφνική ερώτηση του Αντώνη.
«Και μ’ εκείνο... ξέρεις, τελικά τι απέγινε;»
«Ποιο ρε Αντώνη;»
«Για τον ρακοσυλλέκτη, λέω, το κοριτσάκι...»
«Πόσες φόρες θα τα πούμε. Πάει, τέλειωσε. Δεκαπέντε χρόνια από τότε ποιος το θυμάται ρε, ποιος νοιάζεται.»
«Δεν περνά μέρα που να μη τους συλλογίζομαι, να μη νοιώθω το βάρος του χρέους να μου πλακώνει το στήθος. Δούλεψα σαν το σκυλί σε δουλειές που ούτε να σκεφτούν δεν καταδέχονταν οι ντόπιοι. Ξενύχτι, διάβασμα μέχρι τα χαράματα, να καταφέρω να πάρω το δίπλωμα του μηχανικού. Λίγες οι στιγμές της ξεγνοιασιάς, της χαράς, κι αυτές ακόμη σημαδεμένες από τον μόνιμο βραχνά. Οι δουλειές μου δεν λέω, μια χαρά. Παντρεύτηκα, απόκτησα και μια κορούλα. Στα μάτια της Μάκη, στα μάτια της λέω, κάθε φορά που τα κοιτώ αντικρίζω το άψυχο κορμί εκείνου του κοριτσιού.»

***
Μια μεσοτοιχία χώριζε τα σπίτια των δυο παιδιών. Την ίδια αυλή, το ίδιο παιχνίδι, τα κοινά τους μυστικά και τις παιδικές τους φαντασιώσεις μοιράστηκαν για πολλά χρόνια. Καμάρωνε η γειτονιά τους δυο πιτσιρικάδες που ήταν και καλά παιδιά και καλοί μαθητές. Καμάρωναν και οι πατεράδες του Μάκη και του Αντώνη. Μόνο που οι τελευταίοι είχαν ανοίξει παρτίδες και με το γκουβέρνο, γεγονός που σημάδεψε τις ζωές των  παιδιών. Το κόμμα και τα συνδικαλιστικά στάθηκαν η αιτία.
Εκείνα τα πολιτικά γκρίζα χρόνια, λίγο πριν καταφθάσουν οι «εθνοσωτήρες» της εφταετίας, ο χωροφύλακας ήταν ο πιο τακτικός επισκέπτης στα σπίτια τους. Πετούσε ένα ξερό «σε θέλει ο διοικητής», χωρίς άλλη εξήγηση. Γύριζαν το βράδυ από το τμήμα σε κακό χάλι. Τα σημάδια κακοποίησης πάνω τους ήταν φανερά. Η ανάκριση, πάλι η ανάκριση, μουρμούριζε η μάνα του Αντώνη και την έπαιρναν τα κλάματα. Κλείσε τη πόρτα, ντρέπομαι να με βλέπει το παιδί σ’ αυτή την κατάσταση, ψιθύριζε εκείνος, όσο η γυναίκα του καταγίνονταν με τις πληγές του στη κουζίνα.
Η καταπατημένη αξιοπρέπεια, η κακοποίηση και η προσπάθεια εξευτελισμού των γονιών τους, εξαγρίωσε, πες καλύτερα φαρμάκωσε τις παιδικές ψυχές. Το τάξανε στον εαυτό τους, ορκίστηκαν γι’ αυτό, πως μια μέρα αυτό το απαίσιο, άχρωμο μικρό κτίριο απέναντι από τη Νομαρχία που στέγαζε την αστυνομία, θα το γκρέμιζαν. Δεν ξέχασαν την υπόσχεση, και έφηβοι πια στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα. Ο Αντώνης μαστόρεψε τη βόμβα, που έπιαναν τα χέρια του και σκάλιζε βιβλία και περιοδικά που έγραφαν γι’ αυτά τα πράγματα. Άγρια χαράματα ξεκίνησαν για το στόχο τους. Ο ρακοσυλλέκτης και το μικρό κοριτσάκι που κρατούσε από το χέρι δεν περιλαμβάνονταν στα σχέδια τους. Εμφανίστηκαν λίγα δευτερόλεπτα πριν την έκρηξη.
Εκείνος άντεξε στα τραύματα του, η μικρή όχι.
               
***
Έσερνε τα βήματα του, καθώς έφευγε από το αστυνομικό τμήμα. Η κούραση, κι αυτό το αίσθημα ναυτίας που τον τυραννούσαν όση ώρα εξιστορούσε το προ δεκαπενταετίας συμβάν στον αξιωματικό υπηρεσίας, τον έκαναν να υποφέρει τώρα έξω στο κρύο πιο πολύ. Τράβηξε χωρίς να βιάζεται προς το κέντρο της πόλης. Πόσο άλλαξε η γενέθλια πόλη από τη μέρα του φευγιού του. Τίποτα δεν έμεινε ίδιο, τίποτα δεν του θύμιζε τον παλιό καιρό. Αλάνες και σοκάκια, χαμηλά σπίτια με αυλές και μπαχτσέδες, όλα θυσία στο βωμό του σύγχρονου, του μοντέρνου τρόπου ζωής. Κοντοστάθηκε χαζεύοντας μπροστά στις στολισμένες βιτρίνες των μαγαζιών, όταν ένοιωσε το χέρι κάποιου στον ώμο του. Για λίγο έμειναν αγκαλιασμένοι καταμεσής στο δρόμο. Περπάτησαν άσκοπα κάμποση ώρα, σιωπηλοί, παραδομένοι στις σκέψεις τους.
«Θα μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο», έσπασε πρώτος τη σιωπή ο Μάκης. Ο άλλος συνέχισε να βαδίζει με το ίδιο αργό βήμα, δίχως να απαντά. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος του.
«Άργησα Μάκη... φαίνεται πως άργησα πολύ. Δεν με πίστεψαν, με πήραν για μυθομανή, μπορεί και για τρελό. Από την μισάνοιχτη πόρτα του διοικητή άκουσα τη στιχομυθία με τον αξιωματικό υπηρεσίας στον οποίο προηγουμένως είχα αφηγηθεί τα γεγονότα. Τέτοιες χρονιάρες μέρες, λέει, τους φορτώνονται όλοι οι πειραγμένοι, όλοι οι μουρλοί, και διηγούνται τις τρέλες τους. Δεν ανέφερα για σένα τίποτα, ούτε πρόκειται ποτέ να το κάνω.»
«Δεν θα πάψεις να βασανίζεσαι επιτέλους; Η υπόθεση έχει πάει στο αρχείο εδώ και χρόνια. Μη νομίζεις ότι αυτή η ιστορία δεν στοίχισε και σ’ εμένα. Όμως τι να κάνω, έχω παιδιά, σπίτι, δουλειές, υποχρεώσεις. Να τα  τίναζα όλα στον αέρα; Το είπες κι εσύ, το παραδέχεσαι, δεν θέλαμε να βλάψουμε κανένα. Ήταν η κακιά η ώρα, η ατυχία, τι να πω. Ύστερα, μην ξεχνάς ρε Αντώνη, σε περιμένουν στο σπίτι η γυναίκα σου, η κόρη σου...»
«Ίσως να χεις δίκιο», ψιθύρισε ο άλλος και χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Λοιπόν, απόψε μέρα που είναι, έχω καλέσει κάνα δυο φίλους να γιορτάσουμε τον ερχομό της καινούργιας χρονιάς. Θα γιορτάσουμε μαζί. Θα γνωρίσεις και τους δικούς μου. Τόσες φορές τους έχω μιλήσει για σένα και δεν έτυχε να σε γνωρίσουν. Μετακόμισα, ξέρεις από το πατρικό, έκτισα δικό μου σπίτι. Να, εδώ έχω και την διεύθυνση για να μην μπερδευτείς»

***
Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού έκαναν την εμφάνισή τους με το σούρουπο. Το γιορτινό τραπέζι, στο σπίτι του Μάκη, έτοιμο. Έριξε αυτός μια τελευταία ματιά στις ετοιμασίες της γυναίκας του, και ικανοποιημένος γέμισε το ποτήρι του κρασί. Οι καλεσμένοι του ήρθαν, η ώρα περνούσε, και μόνο η απουσία εκείνου τον γέμιζε ανησυχία. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, φόρεσε βιαστικά το πανωφόρι του. «Πάω να τον φέρω», είπε στη γυναίκα του, φεύγοντας. Είδε το φώς στα παράθυρα του πατρικού του Αντώνη και πήρε να ανεβαίνει τις σκάλες. Στο τελευταίο πριν από τη πόρτα σκαλί, άκουσε τον πυροβολισμό από μέσα. Έμεινε ακίνητος, παγωμένος, αμήχανος, χωρίς καμιά αντίδραση, καμιά σκέψη. Όχι, δεν ήθελε να μπει μέσα, δεν ήθελε να δει, ούτε να ξέρει τίποτα.
Κάθισε αποκαμωμένος στο κεφαλόσκαλο, κι έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπο του. Από μακριά οι φωνές, τα γέλια, η μουσική δυνάμωναν. Τα πρώτα βεγγαλικά, φώτισαν το σκοτεινό ουρανό. Έμπαινε ο καινούργιος χρόνος.


Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Τεκίδη (Σέρρες, 1952), «Το όνειρο αργεί», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τραμάκια

Δεν υπάρχουν σχόλια: