23/12/11

Ο ποιητής και η ιστορία (του)

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Συγκατοίκηση με το παρόν, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 72

Η ποίηση του Πατρίκιου, όπως διαμορφώνεται στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σφραγίζεται από τη σκηνοθεσία μιας αργόσυρτης, βαριάς και αποπνικτικής ατμόσφαιρας. Η μετάβαση στους ευέλικτους ρυθμούς της μεταπολιτευτικής καθημερινότητας θα είναι ελεγχόμενη και συνεκτική, αφού μόνο δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της άλλαξαν, ενώ τα βασικά εξελίχθηκαν ή απλώς μεταποιήθηκαν. Στην τελευταία, πιο πρόσφατη φάση της, οι προϊούσες αλλαγές αξιολογούνται, οι αφετηρίες ανακαλούνται, η διαδρομή συνοψίζεται, φωτιζόμενη υπό το φως των επιλογών του παρόντος.
Τα ερωτικά μας όνειρα συντηρήθηκαν
από τις αμετάβλητες φωτογραφίες
των γυναικών που είχαμε αγαπήσει.
Τα πολιτικιά μας όνειρα νικήθηκαν
απ’ τις μεταβαλλόμενες βιογραφίες
των ηγετών που κάποτε μας είχαν πείσει.

Για παράδειγμα η συνομιλητικότητα, το πιο προφανές και ίσως το πιο έντονο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ποίησης, ιδιαίτερα αυτής των πολιτικών ποιητών. Στον Πατρίκιο της πρώτης περιόδου διακινεί την ασφυξία, τη μπόχα του θανάτου, τις ηττημένες λέξεις, ουσιαστικά είναι ένας μονόλογος που διαλέγεται με τη συλλογική περίσκεψη. Στην επόμενη φάση, δημιουργεί τις γέφυρες ώστε η προσωπική ταυτότητα να βρει έρεισμα, καταφύγιο και δικαίωση: η απεύθυνση γίνεται επικοινωνία. Στην τελευταία φάση, η συνομιλητικότητα είναι η απαραίτητη συνθήκη ώστε η επίμονη ανάκληση των φαντασμάτων των ηττημένων λέξεων να αποσυνδεθεί από την προσωπική διαδρομή και να εγγραφεί ως οιονεί διάλογος με τα πράγματα και τον πόνο τους. Ενδεικτικοί, του εύρους αυτής της διαδικασίας, είναι οι τίτλοι των ποιημάτων, «Κουβεντιάζοντας με τον Αρχίλοχο» και «Κουβεντιάζοντας με τον Πίνδαρο».
Η ανά χείρας συλλογή έχει δομηθεί με έναν ανάλογο τρόπο, σε τρεις φάσεις. Ξεκινά με «Το σπίτι», ένα ποίημα σε έξι μέρη, όπου ανακαλούνται μνήμες οικογενειακές, της εποχής της εφηβείας, και ακολουθεί το τρίπρακτο ποίημα «Στα δάση».
Έναν καιρό περπάτησα κι εγώ στα δάση
περισσότερο κυνηγημένος παρά κυνηγός

Στη συνέχεια, τα «σκόρπια» ποιήματα αποτυπώνουν νότες, στιγμιότυπα και σκέψεις, περιγράφουν όλο τον «ενδιάμεσο χώρο», συνομιλώντας ακόμα και διακειμενικά, με όσα συνέβησαν, με ό,τι υπήρξε.
Πάλι κοιτάζω παλιές φωτογραφίες
από διαδηλώσεις, πορείες, συγκεντρώσεις
σε δρόμους, σε γήπεδα, σε πλατείες
φωτογραφίες του ’65, του ’68, του ’74, του ’81.

Η συλλογή καταλήγει στα «Τρία ποιήματα για τη Ρένα» (αναφορά στην πρόωρα χαμένη σύντροφο του ποιητή), και τελειώνει με το ποίημα σε επτά μέρη, «Υμνώ το σώμα»:
Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου
που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν
που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα
που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις
αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος
γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει
ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα.

Κατά τη γνώμη μου, η συλλογή αρθρώνεται σαν σύνοψη της όλης της διαδρομής του Πατρίκιου, και είναι η δομή της, η με τόση ακρίβεια φιλοτεχνημένη, που εμπεδώνει το αισθητικό στίγμα της ποίησής του: ένας ήπιος ρεαλισμός, που υφαίνεται πάνω στην προφορικότητα της γλώσσας του σαν «τέχνη ταπεινή», με ακρίβεια γεωμετρική και χάρη κοσμητική.
Η συνολική διαδρομή του Τίτου Πατρίκιου, διαδρομή ποιητική αλλά και εν ταυτώ πολιτική, δεν εγγράφεται στις εξαιρέσεις αλλά στις βασικές εκδοχές του κανόνα. Έχει διάρκεια, συνεκτικότητα, «αναμονές» που αξιοποιούνται στη συνέχεια, είναι μια διαδρομή ιστορικά συνήθης, ακόμη και προβλέψιμη από ένα σημείο και μετά. Το ερώτημα, το διακύβευμα της «τελικής κρίσης», είναι τι συνιστά και τι απογράφει ως κατορθωμένο έργο, ως στίγμα πνευματικό και κοινωνικό. Και ήταν η διάρκεια που έδωσε αυτό το άνυσμα του έργου, η συστηματική προσθήκη νέων σελίδων, που όντως δικαιολογούν την αναγκαιότητά τους. Και ήταν το βαρύ συμβολικό φορτίο, με αναφορές στην ποίηση της ήττας αλλά και σε τόσες άλλες κρίσιμες στιγμές της αριστεράς, που ζητούσε από τον Πατρίκιο να ανατάξει τις ηττημένες λέξεις. Αυτό το έργο δεν το ανέλαβε, φυσικά ούτε και ως ποιητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: