23/12/11

Η μελαγχολία της Τεργέστης

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΦΑΚΗ

JAN MORRIS, Τεργέστη∙ η έννοια του πουθενά, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 243

Μια φλοίδα γης στο βορειότερο μυχό του κόλπου της Αδριατικής, η Τεργέστη, περικυκλωμένη από τη βραχώδη, αφιλόξενη κοιλάδα του Καρστ και από τη σημερινή Σλοβενία, κοντά στα σύνορα της Κροατίας, προσαρτημένη στην Ιταλία μόλις το 1954. Ένας θύλακος του λατινικού και του γερμανικού πολιτισμού στη δυτική εσχατιά του σλαβικού κόσμου, των βαλκανικών ηθών και της γλαγολιτικής γραφής του Κύριλλου και του Μεθόδιου. Σχεδιασμένη ως αυτοκρατορικό επίνειο της Βιέννης, στην περίοδο των Αψβούργων, η Τεργέστη συγκροτήθηκε ως ένα γλωσσικό, θρησκευτικό, φυλετικό μωσαϊκό Ιταλών, Σλοβένων, Κροατών, Αρμενίων, Εβραίων, Ελλήνων, Τούρκων, Αλβανών, Μαυροβούνιων, Άγγλων, Γάλλων, Γερμανών. Μεταξύ 1711 και 1919, το άλλοτε μεσαιωνικό ψαροχώρι της Αδριατικής μεταμορφώθηκε σε διεθνές λιμάνι και ο πληθυσμός του από 7.000 έφτασε τις 220.000 ψυχές. Ένα πρώτο συμπέρασμα για την πόλη, σύμφωνα με την Τζαν Μόρις (1926), δείχνει ότι η Τεργέστη θα ήταν μάλλον ορθότερο να καταταγεί σε έναν «κατάλογο» γεωγραφικών και ιστορικών λαθών, παρά στη λίστα των ιταλικών πόλεων.

Η συνάντηση του πνεύματος των Αψβούργων με το επιχειρηματικό δαιμόνιο μιας ανερχόμενης αστικής τάξης είναι αυτό που φέρνει τον 19ο αιώνα την άνθηση της Τεργέστης, μιας πόλης όπου ο Ερμής κι ο Ποσειδώνας υπήρξαν «οι κυρίαρχες θεότητες, μαζί με τους ημίθεους που ακούνε στο όνομα Πρόοδος, Εμπόριο, Βιομηχανία και Αφθονία» (σελ. 206). Οι αργοί ρυθμοί της αυτοκρατορίας με «τις παράλογες εμμονές της για τους κανόνες, τα αξιώματα, τους κανονισμούς, την εθιμοτυπία», το στόμφο της, που «είχε μιαν αξιαγάπητη κωμικότητα» (σελ. 46), την οποία δεν θα πρέπει να συμμερίζονταν ιδιαίτερα οι επίδοξοι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές που υφίσταντο ανελέητη καταπίεση, συνδυάστηκαν με την αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου, των τραπεζών, των ναυτιλιακών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Μετά το 1850 η πόλη, με τις τέσσερεις σιδηροδρομικές γραμμές της να μεταφέρουν αγαθά τεσσάρων ηπείρων, είχε την όψη της Καλιφόρνιας στην εποχή του πυρετού του χρυσού και η «αυγή του 20ου αιώνα τη βρήκε ως ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου, έναν μείζονα συνδετικό κρίκο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.» (σελ.19)
Ο υποθετικός επισκέπτης της Πιάτσα Γκράντε (σημερινή Πιάτσα Ουνιτά) στα τέλη του 19ου αιώνα πιθανόν θα εντυπωσιαζόταν από το πλήθος των διερχόμενων ντόπιων και τουριστών, με ομπρελίνα και εβένινα μπαστούνια, μπροστά στο επιβλητικό κτήριο του Κυβερνείου, υπό τους ήχους του τραμ που θα διέσχιζε την πλατεία χτυπώντας το καμπανάκι του. Καλοντυμένες γυναίκες και αξιωματικοί του αυτοκρατορικού στρατού με χρυσές επωμίδες παίρνουν τον καφέ τους στο Φλόρα και ακούνε τη μπάντα να παιανίζει βαλς από το κιόσκι της, ανάμεσα στα δέντρα, προς την πλευρά της παραλίας. Στις προκυμαίες τα εμπορικά τρένα αγκομαχούν φορτωμένα με αγαθά και εργάτες που κάθονται στις επίπεδες στέγες των βαγονιών μέχρι να κατέβουν στην επόμενη παρακαμπτήριο. Οι φωνές των ψαράδων ανακατεύονται στεντόρειες με την πολυγλωσσία των βαλκάνιων λιμενεργατών που πηγαινοέρχονται στις νεωδόχους με πειράγματα και καυγάδες. Στο λιμάνι πλησιάζει ένα υπερωκεάνειο της Λόιντ Αουστρίακο και στις προβλήτες συνωστίζονται μικρά ατμόπλοια, μαούνες, ψαροκάικα και ιστιοφόρα. Από τις πλαγιές του Καρστ μια άγρια ριπή του Μπόρα σαρώνει τα πανιά τους και μια κυρία υψώνει με ένα επιφώνημα το χέρι για να φτάσει το καπελίνο της που ίπταται στον αέρα.     
Όλα αυτά μέχρι το 1919. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έρχεται η διάλυση της Αυστροουγγαρίας και η διάψευση της μεγαλεπήβολης ιστορικής προοπτικής της Τεργέστης. Η αλαζονεία του αυτοκρατορικού λιμανιού που φτιάχτηκε για να υπάρχει για πάντα, δίνει τη θέση της στην κατήφεια μιας πόλης που παραδίνεται σταδιακά στη φθορά, τα σημάδια της οποίας η Μόρις ανιχνεύει παντού στην αφήγησή της, συμπλέκοντας αριστοτεχνικά την ιστορία και το τοπίο της πόλης με τα προσωπικά της βιώματα. Η εικόνα της σημερινής Τεργέστης περνά υποχρεωτικά μέσα από την αχλή του αυτοκρατορικού της μύθου, μοιάζει να υπαινίσσεται η συγγραφέας. Σε ολόκληρο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η ίδια περιηγείται τακτικά την πόλη αναζητώντας την χαμένη της αίγλη.
Κυρίως η Μόρις αναπολεί την Τεργέστη των Αψβούργων. Τη μελαγχολική γοητεία μιας αριστοκρατίας που κυκλοφορεί με κομψότητα και χάρη τόσο στα πολυτελή μέγαρα της πόλης όσο και στην αφήγησή της, με διακριτική, πάντοτε, ειρωνεία: «… μπορούμε να φανταστούμε την αφρόκρεμα της Τεργέστης να γλιστράει ανάλαφρα, με τις βεντάλιες και τις εσάρπες της, μερικοί βαθύτατα κολακευμένοι επειδή κλήθηκαν στο σπίτι του μυθικού μαικήνα, άλλοι επιδεικνύοντας υπεροπτική συγκατάβαση.» (σελ. 63) Με την ίδια ατμοσφαιρική δεξιοτεχνία η Μόρις «βλέπει» τους απογόνους της μεσαιωνικής αριστοκρατίας της Τεργέστης, των λεγόμενων Δεκατριών Οικογενειών, να υποτάσσονται στη ροή της νέας τάξης πραγμάτων και τους φαντάζεται «ισχνούς και χλωμούς, να κινούνται σαν σκιές στα μισοσκότεινα δρομάκια [της Παλιάς Πόλης] ενώ γύρω τους η πόλη ζει την έκρηξη της δόξας της.» (σελ.76)
Η οικονομική άνοδος μιας φωτισμένης αστικής τάξης συμπορεύεται με την πολιτιστική άνθηση της Τεργέστης: τα θέατρα παρουσιάζουν Ίψεν και Στρίντμπεργκ, στο Τεάτρο Βέρντι διευθύνουν ο Τοσκανίνι κι ο Μάλερ, οργανώνονται λέσχες δημόσιων συζητήσεων, η Βιβλιοθήκη της Πόλης και οι σχολές ξένων γλωσσών ακμάζουν, ιδρύεται σύλλογος μαδριγαλιστών. Η συγγραφέας δεν κρύβει τη σαγήνη που ασκούν πάνω της οι καλλιεργημένοι αστοί της Τεργέστης: «αυτή είναι η τάξη η οποία έχει κρατήσει παντού την πολιτιστική ισορροπία, αμβλύνοντας την υπεροψία της αριστοκρατίας, αναχαιτίζοντας τη χυδαιότητα των μαζών.» (σελ.73-73) Από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα η πόλη ζει στον εκρηκτικό ρυθμό της Ιταλικής Παλιγγενεσίας και του αλυτρωτισμού του Γκαριμπάλντι, που θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην κατάρρευση της πολυεθνικής Τεργέστης των Αψβούργων. Στο κεφάλαιο με τον δηλωτικό τίτλο «Ο παραλογισμός της εθνικότητας» η συγγραφέας θα σχολιάσει με πικρία την καινούργια ιστορική τροπή, «υπογράφοντας» ένα μικρό πολιτικό μανιφέστο: «Νοσταλγούσα μια Ευρώπη που στη φαντασία μου αποτελούσε ένα ενιαίο σύνολο, με κοινές αξίες, συμπεριφορές και βλέψεις, και καθώς κοιτούσα τριγύρω μου στην Τεργέστη του 1946, είχα την εντύπωση ότι διέκρινα το φάντασμα αυτού του ιδεώδους.» (σελ.146)    
Φυσικά, από την Τεργέστη της Μόρις δεν παραλείπουν να παρελάσουν με εξαιρετικό χιούμορ (ειρήσθω εν παρόδω χάρη στη ρέουσα απόδοση της Αθηνάς Δημητριάδου) προσωπικότητες του πνεύματος που συνδέθηκαν με την πόλη. Ο φιλελεύθερος Γάλλος πρόξενος Μαρί-Ανρί Μπέιγ (διάβαζε Σταντάλ), πριν απελαθεί από τους αντιδραστικούς αυστριακούς ύστερα από πέντε μήνες παραμονής του στην πόλη, πρόλαβε να γράψει ένα μέρος από το αριστούργημά του Το κόκκινο και το μαύρο. Με σπαρταριστή διάθεση περιγράφεται και η περίπτωση του Φρόυντ που κατέφτασε στον Ζωολογικό Πειραματικό σταθμό της Τεργέστης, ως ιατρικός ερευνητής, με σκοπό «να λύσει έναν μυστηριώδη ζωολογικό γρίφο: πώς συνουσιάζονται τα χέλια.» (σελ.113) Τέλος, εκτός του Τεργεστίνου Ίταλο Σβέβο, ο πολύς Τζέιμς Τζόις, «υπήρξε συστηματικός πότης και θαμώνας των πορνείων της Τεργέστης (σελ.165), έγραψε ενόσω διέμενε εκεί «ολόκληρο το Πορτρέτο ενός καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των Δουβλινέζων, και σχεδίασε μεγάλο μέρος του Οδυσσέα» (σελ.116).
Σε τι έγκειται η γοητεία της σημερινής Τεργέστης, διερωτάται η Μόρις; Συγκριτικά διαθέτει λίγα αξιοθέατα και δεν βρίσκεται πλέον στο κέντρο των εξελίξεων. Για την ίδια τη συγγραφέα η πατρίδα της, η Ουαλία, μετρά περισσότερο, το Μανχάταν και το Σύδνεϋ της προσφέρουν μεγαλύτερες συγκινήσεις. «Κανένας πύργος, κανένα καμπαναριό που να δεσπόζει πάνω από τις στέγες αυτής της πόλης» (σελ.201) δεν προσδίδει στην Τεργέστη το δέος και τη «μυστικιστική αξιοπρέπεια» που χαρακτηρίζει πολλές άλλες πόλεις της Ιταλίας. Η απάντησή της είναι αμφίθυμη: Στην Τεργέστη, «περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θυμάμαι το χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, τους χαμένους φίλους, μ’ εκείνη τη γλυκιά tristesse που ονοματοποιεί την πόλη» (σελ.243). Ή «Με εκμαυλίζει η γοητεία ενός επακόλουθου που χάθηκε, μιας δύναμης που έσβησε, του χρόνου που περνάει … των μεγάλων πλοίων που πάνε για παλιοσίδερα!» (σελ.17)
Τελικά το θέλγητρο μιας πόλης με «χαμένο σκοπό» δεν είναι άλλο από την ατμόσφαιρα της παρακμής που διαχέεται στους δρόμους, στις πλατείες στα κτήρια ή στη θάλασσά της «που μου δημιουργεί μονίμως την εντύπωση της σκεφτικής και θλιμμένης» (σελ.95). Είναι μια πόλη-φάντασμα, μια πόλη στη σκιά αυτού που κάποτε υπήρξε, η οποία υποβάλλει στον επισκέπτη της το αίσθημα της μακάριας ακινησίας. Η Τεργέστη είναι κυρίως μια ιστορική διάψευση και ο καταλληλότερος τόπος για να προβάλλει η Μόρις τις δικές της προσωπικές διαψεύσεις. Συνοδεύει τον τίτλο του βιβλίου της, Τεργέστη, με τη φράση η έννοια του πουθενά, γιατί, τελικά, το κείμενό της μας ταξιδεύει σε έναν ανέφικτο προορισμό. Μας καλεί στα σπλάχνα της πόλης για να τραφούμε κι εμείς από τη μελαγχολίας της, ακούγοντάς τη να μας μιλά αδιάκοπα για όσα δεν συμβαίνουν πια εκεί: στο Μιραμάρε, στην Παλιά Πόλη, στην Πιάτσα Ουνιτά, στο Κανάλ Γκράντε, στο μέγαρο του βαρόνου Πασκουάλε Ρεβολτέλα.

Σημείωση:
Από το άνοιγμα, κιόλας, του βιβλίου, ο αναγνώστης που αγνοεί τα βιογραφικά της συγγραφέως, αντί της ρήσης που προτάσσεται από τον Γουόλες Στίβενς, θα ήταν προτιμότερο να συγκρατήσει την μικρή «απαραίτητη διευκρίνιση», ότι «Η Τζαν Μόρις ζούσε και έγραφε ως Τζέιμς Μόρις μέχρι το 1972, οπότε ολοκλήρωσε τη διαδικασία της αλλαγής του φύλου της.»

Ο Νίκος Κουφάκης είναι μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια: