17/12/11

Παθών και παθημάτων ιστορία, εντός Ιστορίας

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΤΕΡΟΣ, Το τελευταίο τραμ, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 200                                                          

Γνωστός δημοσιογράφος (διευθυντής παλαιότερα του «Ριζοσπάστη» και συντάκτης σήμερα της «Αυγής») και με πολυετή αγωνιστικό βίο στο χώρο της Αριστεράς, ο Θανάσης Καρτερός εμφανίστηκε όψιμα στην πεζογραφία μας, σε ηλικία εξηντατριών ετών. Στην πρώτη του κατάθεση, που φέρει τον τίτλο «Ο σύντροφος Πολύφημος και η μισή αλήθεια: ιστορίες για όσους επιμένουν» (εκδ. Καστανιώτης 2010) ο συγγραφέας αναμετριέται -μπρεχτικώ τω τρόπω- με τα χρονίζοντα ερωτήματα και τις λειψές απαντήσεις της Αριστεράς, προσφέροντάς μας σε μικρά «σφηνοειδή» κείμενα ένα πλήθος ερεθισμάτων, εστιασμένων στην ανάγκη για έναν ριζοσπαστικό αναστοχασμό στο ποικιλόμορφο εσωτερικό της τελευταίας. Τέτοιον που να ανταποκρίνεται -το κατά δύναμιν, πάντα- στις πιεστικές απαιτήσεις, τις οποίες η ανελέητη πραγματικότητα των καιρών μας εγείρει.

Ένα χρόνο αργότερα, ο συγγραφέας στρέφεται στη μυθιστορηματική φόρμα, συγγράφοντας ένα βιβλίο- κατάθεση, που υποδύεται πειστικά το αυτοβιογραφικό κείμενο και επιχειρεί να συνθέσει διαλεκτικά τις μακρο- και μικροιστορικές αιτιότητες των δραματικών περιστατικών που σημαδεύουν τη ζωή ενός παιδιού, που μεγαλώνει μέσα στο ασφυκτικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων.
Ο προέφηβος Θησέας Κατακουζηνός ζει, μαζί με τη νεαρή μητέρα του και την ευεργέτρια των δυο τους κυρα-Μαρία, σε μια φτωχική συνοικία της Θεσσαλονίκης. Στεγάζονται σε ένα μισορημαγμένο κτίριο -ιδιοκτησίας ενός οικονομικώς αναβαθμισθέντος δωσιλόγου- ευλόγως λοιδωρούμενο απ’ όλους ως «Βίλα Βρόμα». Ο σύζυγος και πατέρας Μενέλαος Κατακουζηνός, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από τη γυναίκα του και νυμφευμένος με αυτή δια της παραδοσιακής διαδικασίας του «προξενιού», εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, εξαιτίας της συμμετοχής του στον εμφύλιο. Το γεγονός δημιουργεί μια διπλοεγγραφή στον ρευστό ακόμα ψυχισμό του παιδιού: Στη μια πλευρά του μυαλού του εγκαθίσταται η ντροπή, έναντι των θριαμβευτών και σαδιστικώς ρεμβανσιστών δωσιλόγων, που ηγεμονεύουν πλέον απολύτως -τόσο ιδεολογικώς όσο και εμπραγμάτως- επί του συνόλου των ταλαίπωρων συμπολιτών τους, των μετανοημένων αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Στην άλλη εγκαθίσταται το κρυφό καμάρι του γιού για την αγωνιστική στάση του πατέρα του και τη θαρραλέα ανάληψη εκ μέρους του τού αναγκαίου κόστους που προέκυψε από αυτή του την επιλογή.
Μέσα στην καθημαγμένη και αγρίως ανθρωποφαγική κοινωνική πραγματικότητα της συνοικίας (μικρογραφία της χώρας ολόκληρης), ο Θησέας εισπράττει το ένα ράπισμα μετά το άλλο. Αρχικώς βιώνει την αναπόφευκτη -δεδομένης και της πολύχρονης απουσίας του Μενέλαου- σχέση πάθους της μητέρας του με έναν άλλο άντρα, πρώην αριστερό και νυν «φιλήσυχο πολίτη», καθώς και τη συνακόλουθη κοινωνική και δικαστική καταδίκη των δυο τους. Στη συνέχεια αποφασίζει εν θερμώ να διακόψει κάθε σχέση με τη μητέρα του, η οποία και αναχωρεί με τον εραστή της και βιώνει την ταπεινωτική επιστροφή του πατέρα του, που με καθυστέρηση πολλών ετών υποτάσσεται στις πιέσεις των νικητών, υπογράφει δήλωση νομιμοφροσύνης και καταντά σκιά του παλαιού εαυτού του. Εν τέλει ο μικρός γίνεται κοινωνός και της τελικής πράξης του δράματος, της αυτοχειρίας του πατέρα του, που αφήνει την τελευταία του πνοή στις ράγες απ’ όπου διαβαίνει «Το τελευταίο τραμ».
Η εποχή είναι, ως γνωστόν, αρκούντως σκληρή. Το έλεος δεν περισσεύει από κανέναν, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για «μοιχαλίδες», μετανοηθέντες «Βουργάρους» και –κυρίως- ανήλικα θύματα που από κάθε άποψη αδυνατούν να διαχειριστούν στοιχειωδώς μια πραγματικότητα που εμφανώς -και με δραματικό τρόπο- τα υπερβαίνει. Στη θέση της ανύπαρκτης αλληλεγγύης ποζάρει ένας μαζικός, επιδεικτικός οίκτος, που μέσα από την επίπλαστη συμπάθεια προς τα αδύναμα θύματα των καιρών, τα ματώνει περισσότερο απ’ ό,τι θα το ‘κανε κι η πλέον απροκάλυπτη εχθρότητα (Στην περίπτωση της «μοιχαλίδας», εννοείται, ακόμη και τούτος ο επιφανειακός οίκτος απουσιάζει εξ’ αρχής. Στη θέση του εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως ένας νοσηρότατος -και συμβατός με τα χρηστά ήθη και συμπλέγματα της εποχής- κανιβαλισμός).
Ώριμος πλέον ο Θησέας, ήρωας-αφηγητής του μυθιστορήματος, αναμετριέται καθ’ όλη τη διάρκεια της πυρετικής κατάθεσής του με τους Μινώταυρους που τραυμάτισαν και δεν σταματούν να στοιχειώνουν τη ζωή του. Τα ερμηνευτικά εργαλεία που κατά τη διάρκεια της ζωής του εμπλούτισαν τον στοχασμό του, του επιτρέπουν να δώσει κάποιες επιμέρους ερμηνείες (τις προφανέστερες, τέλος πάντων, εξ αυτών), δεν του δίνουν ωστόσο τη δυνατότητα ν’ ανασυγκροτήσει λυτρωτικά τις ατάκτως εριμμένες, στο ασυνείδητο και τη συνείδηση της άγουρης ηλικίας του, πλίνθους και κεράμους. Η αναμέτρηση με αυτό το πλήθος των προσωπικών και ιστορικών στοιχημάτων -πρόωρη ηλικιακώς και εξόχως τραυματική εφ’ όρου ζωής- αντέχει εντυπωσιακά στις εκ των υστέρων απόπειρες αυτολύτρωσης, υπενθυμίζοντας ότι στις πραγματικές ανθρώπινες τραγωδίες η νέμεσις δεν συνεπάγεται αυτομάτως την κάθαρση.
Χρησιμοποιώντας έναν καλοδουλεμένο όσο και φορτισμένο μακροπερίοδο λόγο, και ενισχύοντας το κείμενό του με μια εικονοποιία που παραπέμπει στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Θανάσης Καρτερός καταφέρνει να ενσταλάξει στη σκέψη του αναγνώστη τη συνειδησιακά ρέουσα αγωνία του ήρωα, συνδέοντας υποδειγματικά την τραυματική προσωπική του ιστορία με την οδυνηρή μετεμφυλιακή Ιστορία της ήττας, της ταπείνωσης και του ακατάπαυστου -και υλικώς αποδοτικότατου, κυρίως- ρεβανσισμού των αχρείων. Ρεβανσισμού άκρως επίκαιρου και σήμερα, με διαφορετική σκηνοθεσία, μα διόλου ηπιότερη πλοκή.
                                                                            
Ο Νίκος Κουνενής είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: