10/12/11

Μια μοναδική εικόνα του εμφυλίου

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΠΟΥΛΟΣ, Το Λαϊκό Διδασκαλείο Πελοποννήσου. Ένα φυτώριο Δασκάλων του ΔΣΕ στην περίοδο του Εμφυλίου, 1948, εκδόσεις Παρασκήνιο,  σελ. 79

Είναι αρκετά δύσκολο να προσεγγίσει κανείς, έχοντας γνώση των δεκαετιών της νύχτας της αντίδρασης που επακολούθησαν, τα θραύσματα μιας περιόδου στην οποία κάποιοι άνθρωποι πίστεψαν πως η «αρχαία εποχή» θα έφτανε στο τέλος της. Να διακρίνει τα ίχνη ενός προπλάσματος μιας ευνομούμενης, δημοκρατικής πολιτείας, όπου ο λαός θα αποφάσιζε, πραγματικά, για την μοίρα του. Και φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο (τώρα που οι ρύποι του αναθεωρητισμού επικαλύπτουν τα πάντα, επιστημονικοφανώς και με την νομιμοποιητική αύρα μιας δήθεν αξιολογικής ουδετερότητας), να ανιχνεύσει κανείς, κρατώντας τρομακτικά έκπληκτη την ψυχή του, κάποια σπαράγματα μέλλοντος, κάποιες τάσεις που δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιηθούν, μιας μεταιχμιακής συλλογικότητας σε καιρό πολιορκίας.

Για την καθημερινότητα μιας ιδιότυπης, ολιγομελούς, μη μάχιμης (με όπλα) μονάδας του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, μας μιλά ο Δημήτρης Παλαιολογόπουλος, με τρόπο λιτό, πολύτιμο για τον μελλοντικό ιστορικό. Στην Πελοπόννησο του 1948, στην ακόμα για λίγο ελεύθερη Πελοπόννησο, χωριά και σχολεία ερημωμένα. Οι περισσότεροι δάσκαλοι τα είχαν εγκαταλείψει, καταφεύγοντας στα, ελεγχόμενα από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αστικά κέντρα. Κάποιοι δάσκαλοι, αριστεροί ή απλώς τολμηροί ή απλώς ευσυνείδητοι (ή όλα αυτά μαζί), παρέμεναν βέβαια στις θέσεις τους. Κάποιοι άλλοι, αντάρτες, αποσπάσθηκαν από τις μάχιμες μονάδες τους κι επέστρεψαν στο διδακτικό καθήκον. Όμως δεν ήταν αρκετοί. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματιστεί στις 23 Δεκεμβρίου 1947, θεώρησε επιτακτική την ανάγκη τα παιδιά, ιδίως τα μικρότερα, να μην παραμείνουν αναλφάβητα. Αποφασίστηκε λοιπόν, μεταξύ άλλων, να ιδρυθεί το «Λαϊκό Διδασκαλείο Πελοποννήσου», μια σχολή που θα έβγαζε δασκάλους, οι οποίοι ταυτόχρονα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και ως πολιτικά στελέχη για τις αποδυναμωμένες οργανώσεις στα χωριά.
Διδάσκοντες και διδασκόμενοι, «εκ των ενόντων»: ένας καθηγητής της γυμναστικής και πτυχιούχος νομικής, ο Πάνος Γεωργόπουλος. Ένας δάσκαλος και εκπρόσωπος της Λαϊκής Παιδείας του νομού Αρκαδίας, ο Γιώργος Κολίντζας. Και μια δασκάλα, και επιθεωρήτρια των δημοτικών σχολείων Αρκαδίας, η Γωγώ Μαντά–Παπαϊωάννου. Οι σπουδαστές, στην πλειοψηφία τους νεαροί μαθητές των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου ή απόφοιτοι, καθώς και κάποιοι σαραντάρηδες. Η «Ακαδημία», όπως ο κόσμος την ονόμαζε, λειτούργησε σε δύο δίμηνες περιόδους: από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο, κι από τα μέσα Οκτωβρίου έως τις 21 Δεκεμβρίου του 1948. Ύστερα ήρθε η ενάτη μεραρχία...
Όσο αδιανόητη φαντάζει, ίσως, σήμερα, η απόφαση για τη συγκρότηση διδασκαλικής ακαδημίας εν καιρώ πολέμου, και μάλιστα λίγο πριν την τελική καταστροφή (παρότι αυτή δεν ήταν απολύτως ορατή, τότε), άλλο τόσο αδιανόητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι συνθήκες λειτουργίας της. Σχολή και ταυτόχρονα στρατιωτική μονάδα: με τη σημαία της, τους διμοιρίτες της και τις σκοπιές της (με ένα και μοναδικό όπλο, «μια παμπάλαια ιταλική αραβίδα με χωνευτή λόγχη και ένα μονάχα γεμιστήρα με σφαίρες»). Περιπλανώμενη και κυνηγημένη από χωριό σε χωριό. Με μια βιβλιοθήκη που περιείχε ελάχιστα παιδαγωγικά βιβλία, τα οποία κάηκαν τελετουργικά σε έναν αιφνιδιασμό του κυβερνητικού στρατού στα Τρόπαια. Συχνά με πρώτη ύλη για τα μαθήματα τις χειρόγραφες σημειώσεις των δασκάλων. Με έναν οδηγό αυτομόρφωσης (έκδοση της ΚΟΜΕΠ), τον οποίο οι μαθητές κρατούσαν «ευλαβικά, σαν ευαγγέλιο». Με έπαρση σημαίας και συσσίτια – αλλά και με γιορτές, εκδηλώσεις, ομιλίες, συνεδριάσεις και συνελεύσεις, αυτομόρφωση κι ελεύθερη συζήτηση.  
Ο διττός χαρακτήρας του Διδασκαλείου (σχολείο υποψηφίων δασκάλων και ταυτόχρονα στρατιωτική μονάδα), αλλά και η συγκεκριμένη συγκυρία (εμφύλιος στην πελοποννησιακή ενδοχώρα), έκανε επιτακτική την έγνοια μιας κοινωνικής αγκύρωσης, μιας διαρκούς διασύνδεσης με τις βαθιά ριζωμένες τοπικές νοοτροπίες και κοσμοεικόνες - κάτι όχι και τόσο δύσκολο, βέβαια, αν σκεφτεί κανείς την κοινή καταγωγή των διδασκόντων, των διδασκομένων και των τοπικών κοινωνιών που τους φιλοξενούσαν. Με θεμέλιο, όμως, τη βαθιά γνώση του τόπου και των ανθρώπων, τα μέλη αυτού του ιδιότυπου σχολείου ενδιαφέρθηκαν να διδάξουν και να διδαχθούν, εν σπέρματι, με βήματα προσεκτικά, και στο βαθμό που τους το επέτρεπε, προπάντων η  δύσκολη συγκυρία, αλλά και η ενδιάμεση θέση τους (ως μέλη μιας κοινωνίας αλλά και πρόπλασμα μιας άλλης, μελλοντικής), το ξεπέρασμα, ακριβώς, του παλιού, συνεχίζοντας να ποτίζουν το σπόρο που είχε φυτέψει προηγουμένως το ΕΑΜ σε  πιο ευήκοα, κάποτε, χωράφια.
Η παράθεση του προγράμματος των αντικειμένων διδασκαλίας και μόνο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, θα μπορούσε να μας προϊδεάσει για τα παραπάνω. Παιδαγωγική και διδακτική, ψυχολογία, ιστορία, φιλοσοφία, λαϊκοδημοκρατικά προβλήματα, υγιεινή και κατασκηνωτικά, τεχνικά, ωδική, γυμναστική και ελεύθερο φροντιστήριο (διαλέξεις από διανοούμενους του ΔΣΕ). «Παραδοσιακά» και αναμενόμενα μαθήματα, δίπλα σε άλλα που θα επανεμφανίζονταν χρόνια αργότερα στην  «επίσημη» εκπαίδευση. Αλλά και μαθήματα που έκτοτε δεν ξαναδιδάχθηκαν, που αποσκοπούσαν στην επίλυση πρακτικών ζητημάτων της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Διδασκαλία των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής, σε μια εποχή που «η ανταρτοκρατούμενη ύπαιθρος είχε τελείως εγκαταλειφθεί κι από τους γιατρούς». Μάθημα για τις κατασκηνώσεις, ως λύση για την απασχόληση και φύλαξη των παιδιών στις αγροτικές ιδιαίτερα περιοχές, με τους γονείς απασχολημένους στα χωράφια. Και δίπλα στα παραδοσιακά και τα άμεσα, τα μαθήματα για τα μελλοντικά: στο πλαίσιο των «λαϊκοδημοκρατικών προβλημάτων», το οποίο γινόταν «είτε από σπουδαστές, με μορφή εισήγησης, είτε ως κανονικό μάθημα μόνο από τον καθηγητή», θίγονταν ζητήματα για την ανοικοδόμηση της Ελλάδας, τον εξηλεκτρισμό, την εκβιομηχάνιση. Για ένα μέλλον, βέβαια, που δεν φάνταζε πολύ μακρινό, ίσως, εκείνα τα χρόνια, αλλά που όταν θα ερχόταν τελικά, θα ήταν δραματικά διαφορετικό.
Ως μαρτυρία, το συνοπτικό ημερολόγιο που κρατούσε ο σπουδαστής Δημήτρης Παλαιολογόπουλος, και το μεγαλύτερο μέρος του οποίου παρατίθεται ως παράρτημα του βιβλίου, είναι ένα μοναδικό και ανεκτίμητο ντοκουμέντο. Όχι μόνο γιατί γλύτωσε από την καταστροφή και τη λήθη των μετεμφυλιακών χρόνων, ούτε γιατί διασώζει μια σχετικά άγνωστη πτυχή της ιστορίας του εμφυλίου, αλλά, κυρίως, εξαιτίας της μοναδικότητας του συγγραφέα της. Δεν πρόκειται για την καταγραφή ενός κομματικού στελέχους, που βλέπει τα γεγονότα μέσα από την ήδη δομημένη «αφήγηση» στην οποία μετέχει, ή για το απομνημόνευμα ενός μπαρουτοκαπνισμένου καπετάνιου ο οποίος επιλέγει να θυμηθεί (επιλέγοντας και τι να θυμηθεί), μετά από χρόνια. Είναι μια συγχρονική περιγραφή, το σημειωματάριο ενός εφήβου, ενός τελειόφοιτου Γυμνασίου, που από ένα χωριό στη μέση του πουθενά καλείται να «καταταγεί» στο Λαϊκό Διδασκαλείο. Είναι το συνοπτικό χρονικό ενός νέου που, περπατώντας ο ίδιος ψηλαφητά, καταγράφει με τρόπο μοναδικό μικροσυμβάντα και μικρολεπτομέρειες που κανένας άλλος, με μεγαλύτερη πολιτική ή στρατιωτική διαδρομή, δεν θα καταδεχόταν να διασώσει, δεν θα μπορούσε να παρατηρήσει. Και μας παραδίδει έναν πολύτιμο θησαυρό, για όποιον ενδιαφέρεται, ακόμα, να καταλάβει τι ήταν πραγματικά ο εμφύλιος, πέρα από ρητορείες και εκ των υστέρων ανασυγκροτήσεις. Κάπως έτσι, μαθαίνουμε ότι τα πολυαναμενόμενα τρόφιμα που προορίζονταν για το νοσοκομείο του 3ου Συγκροτήματος του ΔΣΕ, τη νύχτα της 1ης Νοεμβρίου 1948, «ήταν σακιά με παξιμάδια»...
Το ημερολόγιο αποτυπώνει, με εκπληκτική λιτότητα, στις δυο τελευταίες του καταχωρήσεις, ανησυχίες ενός νέου, υποψήφιου πια δάσκαλου:
«Δευτέρα 20-12-1948: Είναι η τελευταία μέρα. Από το πρωί αρχίσαμε συζήτηση σχετικά με τη διδασκαλική μας ζωή. Έπειτα κάναμε συνέλευση, και προτού τελειώσουμε, φάγαμε. Κατόπιν εξακολούθησε μέχρι που τελείωσε. Το βράδυ είχαμε γενικό γλέντι.
Τρίτη 21-12-1948 (πρωί): Είναι η τελευταία στιγμή. Κατεβαίνουμε, πήραμε τα φύλλα πορείας, μίλησε για λίγο ο συναγωνιστής Γεωργόπουλος και αρχίσαμε να φεύγουμε…»   
Ο Πάνος Γεωργόπουλος αυτοκτόνησε τον Μάιο του 1949, στο χωριό του, προδομένος από μια γειτόνισσα. Κανένας από τους δασκάλους, και μόνο ελάχιστοι από τους μαθητές του Λαϊκού Διδασκαλείου Πελοποννήσου πρόλαβαν να δουν την κατασκευή του υδροηλεκτρικού εργοστασίου στον Λάδωνα, η οποία χρηματοδοτήθηκε, εν μέρει, από τις πολεμικές επανορθώσεις της Ιταλίας...
       
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μακάρι να διδασκόταν η Αργοναυτική εκστρατεία με τη πέτρα τού Ιάσονα, να προέβλεπε τις εξελίξεις