17/12/11

Πεθαίνω αλλά χαμογελώ

ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΠΑΝΩΡΙΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Δάφνες Δόξης

         -Αφύπνιση, Κύριε, λέει η Οικία.
Ο Αλέξανδρος ξυπνά. Τα χάπια ύπνου έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Η καινούργια οξειδωμένη ημέρα έχει ήδη ξεκινήσει.
         -Καλημέρα σας, Κύριε, τον χαιρετά το Σπίτι.
      -Καλημέρα Οικία, απαντά ο Αλέξανδρος και συνεχίζει μηχανικά, έγερση, πλύσιμο, πρόγευμα, ενημέρωση.
         -Μάλιστα, Κύριε.
Το Σπίτι εκτελεί την εντολή. Ο Αλέξανδρος σηκώνεται, το κρεβάτι βυθίζεται στο πάτωμα, εμφανίζεται ο δίσκος με το πρωινό, ο Αλέξανδρος το καταναλώνει. Ξαφνικά απών. Επανέρχεται.
        -Ωραίο ξημέρωμα, ουδέτερος.
        -Μάλιστα, Κύριε, ουδέτερο και το Σπίτι.
        -Τι; λέει ο Αλέξανδρος. Ξανά απών. Όμως γιατί σαν… τρομαγμένο;
        -Τρομαγμένο; Το Σπίτι δεν καταλαβαίνει.

Ο Αλέξανδρος όμως έχει ήδη επιστρέψει και πάλι. Η προηγούμενη στιγμή δεν υπήρξε, κι έτσι,
      -Ενημέρωση, λέει. Ο τοίχος ως Οπτικοηχόραμα. Στην οθόνη, η Πόλη, τα μέγαρα, οι μεταλλικοί δρόμοι, επίγεια και εναέρια οχήματα, ψηλά οι Σφαίρες Φωτός, κι ένα Θωρηκτό Διαστήματος που ανυψώνεται προς τα άστρα. Ο σπίκερ: Επίκειται ελαφράς εντάσεως βροχή.
      -Αρκεί, λέει ο Αλέξανδρος, η οθόνη εξαφανίζεται, ο Αλέξανδρος αφουγκράζεται, δεν ακούγεται τίποτε, πρέπει να αναχωρήσει, αλλά πριν καλεί τον Βοηθό Οικίας.
       -Άλφα!
       -Κύριε, το Βιονικό Ανδροειδές εμφανίζεται αμέσως. Με προγραμματισμένο χαμόγελο, Υποβάλλω τα σέβη μου, Κύριε. Διαταγές.
Ο Αλέξανδρος σαν αφηρημένος.
       -Το Όχημα…, μικρή σιωπή και μετά,… έτοιμο;
       -Μάλιστα, Κύριε.
Η μικρή σιωπή επιμένει.
       -Βρέχει; ο Αλέξανδρος αλλού.
       -Μάλιστα, Κύριε.
       -Να ελέγξεις τις τουρμπίνες. Έχουν πρόβλημα.
       -Μάλιστα, Κύριε.
       -Πήγαινε.
Το Ανδροειδές Άλφα αναχωρεί. Ο Αλέξανδρος το κοιτάζει.
       -Μια στιγμή.
Το Ανδροειδές σταματά, στρέφει, Ορίστε, Κύριε.
       -Χωλαίνεις κι ακούγεσαι βραχνός.
       -Βλάβη στο σύστημα κίνησης και στις φωνητικές μου χορδές, Κύριε.
       -Απευθύνθηκες στο Εθνικό Συνεργείο Ανδροειδών;
       -Μάλιστα, Κύριε. Απεργεί. Επ’ αόριστον.
       -Θα στείλω τεχνικό της Εταιρείας να σε επιδιορθώσει.
       -Σας ευχαριστώ, Κύριε, και βγαίνει.
Ο Αλέξανδρος μόνος. Αλλά όχι. Εκεί, μπροστά του μια ξαφνική απώλεια. Θέλοντας να την αγνοήσει ντύνεται την βιοϋγιεινή ενδυμασία του και εξέρχεται της Οικίας. Έξω μια λυπημένη βροχή. Μια όξινη βροχή. Πέφτει αδιάφορη επί δικαίων και αδίκων.
Ο Αλέξανδρος δισταχτικός ενώπιον του Οχήματος.
        -Νομίζω πως κάτι ξέχασα, λέει άσχετα. Περιμένει χωρίς να περιμένει. Τέλος επιβιβάζεται.
        -Εντολή προορισμού, Κύριε, το Όχημα.
        -Θα οδηγήσω εγώ, ο Αλέξανδρος.
       -Μάλιστα, Κύριε. Καταθέτω πληροφορίες. Οι εκτός λειτουργίας κινούμενοι δρόμοι παραμένουν και σήμερα ανενεργοί. Η Δεξιά Πτέρυγα της Πόλης πλημμυρισμένη πολτώδες υλικό, λόγω βλάβης στο σύστημα ανακύκλωσης λυμάτων. Πρέπει να παρακαμφθεί.
        -Να την παρακάμψουμε, λοιπόν, ειρωνικά ο Αλέξανδρος. Άλλο νέο;
   -Εξερράγη Σφαίρα Φωτός. Βραχυκύκλωμα. Πιθανώς. Το συμβάν προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αποτέλεσμα: Καταστράφηκαν δέκα επιπλέον Σφαίρες Φωτός.
       -Δυστυχώς εμείς, εσύ και εγώ, αδυνατούμε να τις επιδιορθώσουμε, σαρκαστικά ο Αλέξανδρος. Δεν ανησυχώ. Θα το πράξει η Πολιτεία. Εν ευθέτω χρόνω. Επομένως αναχωρούμε πάραυτα.
Το Όχημα κινείται σε δρόμους γεμάτους σκουπίδια, απορρίμματα, λιμνάζοντα ύδατα. Τα πανύψηλα κτήρια κλειστά. Σε ένα πεζοδρόμιο ξαπλωμένος ανάσκελα ολόγυμνος άνδρας. Πληγωμένος; Αναίσθητος; Ασθενής; Νεκρός; Πιθανώς υποκρίνεται. Ο Αλέξανδρος προσπερνά. Στην επόμενη στροφή, στη μέση του δρόμου, νεαρός ρακένδυτος του κάνει μια απροσδιόριστη χειρονομία. Ζητά βοήθεια; Τον απειλεί; Τι; Ποιος ήταν; Μεταλλαγμένος; Παρίας; Σαρκοφάγος; Ξένος; Μπορεί κάτι άλλο. Τον αγνοεί, μπαίνει στη λεωφόρο Ελευθερίας. Προπορεύονται δυο ψηλόλιγνα πλάσματα. Ακούγοντας το Όχημα ακινητοποιούνται, στρέφουν απότομα, άκαμπτα, πρόσωπα οστεώδη, μάτια σκιστά, κόρες κατάμαυρες, κρανία φαλακρά. Ο Αλέξανδρος ελαττώνει ταχύτητα. Αλλά πριν τα πλησιάσει, με ένα αστραπιαίο άλμα εκτινάζονται στην κορυφή πανύψηλου κτηρίου, συσπειρωμένα κοιτάζουν κάτω το όχημα και χάνονται πηδώντας στις πίσω στέγες.
        -Εξωγήινοι μετανάστες, λέει ο Αλέξανδρος. Δεν μας γνώρισαν και δεν τους γνωρίσαμε. Φυσικό, αφού όλοι παραμένουμε ξένοι μεταξύ μας. Ως εκ τούτου αδύνατη η επικοινωνία μας.
Συνεχίζει να οδηγεί προσεχτικά. Η λεωφόρος αρχίζει να ανηφορίζει. Μια μεγάλη νησίδα της με καχεκτικούς θάμνους, μια μικρή φωτιά, κάθονται τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Ακούγοντας το Όχημα τινάζονται όπως νευρόσπαστα, του κάνουν χυδαίες χειρονομίες, επιδεικνύουν τα γεννητικά τους όργανα, ένα αγόρι ουρεί, το κορίτσι σηκώνει τη κοντή βρόμικη φούστα του, γυμνή, θωπεύει το αιδοίο της, χαχανίζει, ένα γέλιο ζωώδες.
«Θαυμαστός νέος κόσμος», σκέφτεται ο Αλέξανδρο. «Πολτώδης».
Πεντέξι μικρά παιδιά απροσδιορίστου φύλου και ηλικίας πετάγονται ξαφνικά μπροστά του, φρενάρει απότομα, τα παιδιά ακίνητα, τα μάτια τους άδεια, ρουθουνίζουν, του δείχνουν τα μικρά κοφτερά δόντια τους σαν θυμωμένα τρωκτικά, μετά φεύγουν, τρέχουν, χώνονται σε ένα μισοερειπωμένο κτήριο, το τελευταίο παιδί στέκεται, γυρίζει, βγάζει τη γλώσσα του, μέσα έξω σαν ερπετό, κουνάει τους γοφούς του, κακαρίζει, μπαίνει στο κτήριο, ο Αλέξανδρος ακούει το γέλιο του ακόμη κι όταν έχει σταματήσει.
    -Συνεχίζουμε, λέει. Το Όχημα ξεκινά γρήγορα. Πιο αργά, παρακαλώ. Το Όχημα επιβραδύνει, κινείται με μικρούς κραδασμούς. Τι συμβαίνει;
       -Ανωμαλίες του δρόμου, Κύριε. Σας είχα ενημερώσει.
       -Ανέλαβε οδήγηση, λέει ο Αλέξανδρος ακόμα ταραγμένος από πριν. Ειδήσεις, παρακαλώ.
       -Μάλιστα, Κύριε.
Το μικρό Οπτικοηχόραμα του Οχήματος μεταδίνει, εικόνες και νέα.
«Κρατικό εναέριο όχημα συγκρούστηκε με Σφαίρα Φωτός. Νεκρός ο οδηγός, το πενταμελές πλήρωμα και διερχόμενοι πεζοί εκ των θραυσμάτων. Καταστράφηκαν κτήρια. Άλλες εσωτερικές ειδήσεις. Οι κυκλοφορούντες να αποφύγουν το κέντρο της Πόλης διότι στην Πλατείας Ειρήνης και Ομόνοιας, πέριξ του μουσουλμανικού τεμένους, συγκρούονται οι αναγνωρισμένες από το κράτος ιδιωτικές ομάδες Πρασίνων και Κυανών. Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσαν από κοινού, η αντιπαράθεσή τους θα διαρκέσει μέχρι την δωδεκάτη νυκτερινή ώρα. Ζητούν την κατανόηση των πολιτών, διότι…»
    -Κλείστο, σχεδόν εξοργισμένος ο Αλέξανδρος. Η οθόνη νεκρώνεται. Λοιπόν, ναι, ένας αστεροειδής θα μας σώσει!
          -Τι εννοεί ο Κύριος;
          -Τίποτε δεν εννοεί ο Κύριος. Συνέχισε να οδηγείς, παιδί μου. Σταμάτησε η βροχή;
          -Μάλιστα, Κύριε. Περί την δεκάτη προ μεσημβρίας ώρα.
       -Σοβαρά; Περί την δεκάτη, ε; Κακώς! Διότι αν συνεχιζόταν θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σε έναν ευλογημένο κατακλυσμό.
          -Δεν σας κατανοώ.
          -Ούτε κι εγώ με κατανοώ, σαρκαστικά ο Αλέξανδρος.
Αλλά ήδη έχει φτάσει στον Οίκο της Εταιρίας, στο γραφείο του εργάζεται μέχρι το απόγευμα, πριν αναχωρήσει τον καλεί ο Γενικός Διευθυντής, όταν τελειώσει η τυπική συνεργασία τους, ο Διευθυντής φιλικός.
          -Πώς είναι η κατάσταση της Μητέρας, Αλέξανδρε;
          -Στάσιμη, Κωνσταντίνε. Δυστυχώς δεν έχει πλέον επαφή με το περιβάλλον.
          -Λυπηρό.
        -Η ασθένειά της είναι ανίατη. Μπορεί να διαρκέσει χρόνια ως έχει, μπορεί όμως και να φύγει από τη μια στιγμή στην άλλη. Θα την επισκεφτώ σε λίγο.
          -Και η Ελεάνα;
          -Σε καλλιτεχνική αποστολή, με πικρή ειρωνεία ο Αλέξανδρος, Κάπου στα νησιά Μπαρμπάντος, νομίζω. Μελετά την καθαρότητα του φωτός σε ένα παρθένο περιβάλλον, με πληροφορεί.
          -Μάλιστα. Λοιπόν, μη σε κρατώ άλλο. Καληνύχτα, ες αύριον.
          -Καληνύχτα, Κωνσταντίνε.

Στο Κέντρο Υγείας η Μητέρα του χαμογελάει σαν μαραμένο άνθος. Οι ρυτίδες του προσώπου της βαθιές χαράδρες γεμάτες πεθαμένα όνειρα.
          -Λοιπόν, ήσουν καλός μαθητής σήμερα;
          -Πολύ καλός, Μητέρα.
        -Τότε πρέπει να σου δωρίσω ένα όμορφο παραμύθι. Τον Σεβάχ τον Θαλασσινό ή τον Κλέφτη της Βαγδάτης; Ποιό προτιμάς;
         -Τον Κλέφτη της Βαγδάτης, που πέταξε στον ουρανό μ’ ένα μαγικό ιπτάμενο χαλί.
      -Κι εμένα μου αρέσει. Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό… Η φωνή της σβήνει, τα μάτια της κλείνουν, το κεφάλι της γέρνει σαν κουρασμένο τριαντάφυλλο, ο Αλέξανδρος την κοιτάζει ανυπεράσπιστος.
         -Καληνύχτα, Μητέρα.
Βγαίνει έξω στη βάρβαρη, οξειδωμένη, εχθρική νύχτα, επιβιβάζεται στο Όχημα.
         -Εναέρια διαδρομή, λέει ουδέτερα, το Όχημα ανυψώνεται αργά.
         -Προορισμός, Κύριε.
         -Στο Νησί των Θησαυρών, με κλαυσίγελο ο Αλέξανδρος. Εάλω η Πόλις, κι έτσι μακριά, μακριά, μακριά…
Ένα πεφταστέρι κυλάει στο πρόσωπο της νύχτας και χάνεται στο άπειρο.

 3 Δεκεμβρίου 2011

Ο Μάκης Πανώριος (Κεφαλονιά, 1935) είναι πεζογράφος και ηθοποιός. Τελευταίο του βιβλίο, «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου», εκδόσεις Οξύ

Δεν υπάρχουν σχόλια: