3/12/11

Αποδόμηση και κριτική

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
 
Η θεωρία της αποδόμησης, προσδιόρισε ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης και κριτικής του φιλοσοφικού κειμένου. Η μετακριτική απέναντι στο κείμενο της παράδοσης απομακρυνόταν, μέσα από αυτές τις αναλύσεις, από την εξωτερική και δυνητικά αναγωγική μορφή προς όφελος μίας εγγενούς κριτικής των προϋποθέσεών του. Αντίστοιχος τρόπος κριτικής αποτελούσε και η μετακριτική της παράδοσης από τον Αντόρνο, όταν δήλωνε στην Αρνητική Διαλεκτική ότι ο κριτικός αυτοστοχασμός δεν «επιτρέπεται να αφήσει έξω τις κορυφαίες εξάρσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας». Πολύ περισσότερο όταν καθόριζε ως καθήκον της φιλοσοφίας να αναρωτιέται για τη δυνατότητα της φιλοσοφίας, με τον ίδιο τρόπο που διερωτόταν ο Καντ για την δυνατότητα της μεταφυσικής μετά την κριτική του ορθολογισμού (Αντόρνο, Αρνητική Διαλεκτική, σ. 15).
Η εγγενής κριτική του Αντόρνο προσδοκούσε τη διεύρυνση της καντιανής κριτικής, χωρίς όμως την εγκαθίδρυση ενός υπερβατικού υποκειμένου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κριτική απομακρύνεται από την αντίληψη που μας κληροδότησε η νεωτερική σκέψη πάνω στην ανάγνωση της παράδοσης. Οι κριτικές αναγνώσεις της νεωτερικότητας προσδιορίζονταν από ένα εκείθεν έναντι του φιλοσοφικού κειμένου. Η μετακριτική του Χέρντερ και του Χάμαν στην Κριτική του καθαρού λόγου επικεντρωνόταν σε ένα τυφλό σημείο για την καντιανή θεωρία που ήταν η γλώσσα. Στον Μαρξ και αργότερα στον Λούκατς η φιλοσοφική κριτική παρέμενε ανεπαρκής και έπρεπε να συμπληρωθεί με ένα εξωτερικό σημείο κριτικής. Τότε, μία ριζοσπαστική κριτική δεν θα μπορούσε να βεβαιωθεί στα όρια του φιλοσοφικού κειμένου, αλλά εκτός, μέσα από τη προσφυγή στο κοινωνικό. Η ύστερη νεωτερικότητα εγκαινιάζει την εγγενή κριτική ως τον κατεξοχήν τρόπο του φιλοσοφείν, ενώ η σύνδεση αυτού του τρόπου με το μερικό και το απόσπασμα είναι προφανής.
Ένας τέτοιος τρόπος ανάγνωσης εκκινεί από ένα όριο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Το όριο αυτό αναφέρεται στην ίδια την ισχύ της Μεταφυσικής και των φιλοσοφικών κειμένων της, που καθίσταται απόλυτη. Γι’ αυτή τη θεωρία, η υπέρβαση του κειμένου δεν παρέχει τα κριτικά πλεονεκτήματα που αναγγέλλει και προσδοκά. Στον ορισμό της ιδεολογίας, ο Μαρξ επισημαίνει ότι μία κυρίαρχη τάξη δημιουργεί «κυρίαρχες έννοιες» στις οποίες δίνεται μια γενική και περιεκτική μορφή και αυτό «όσο περισσότερο η κυρίαρχη τάξη είναι αναγκασμένη να παραθέσει το συμφέρον της ως συμφέρον όλων των μελών τής κοινωνίας». Αυτές οι παραστάσεις εμφανίζονται, στη συνέχεια, ως αιώνιες αλήθειες. Η ιδεολογία απορρέει, λοιπόν, από αυτήν τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιαίτερη παράσταση που έχει την αξίωση να προσδιορίζεται ως καθολική. Όμως, για τη θεωρία της αποδόμησης μια τέτοια διάκριση ανάμεσα σε ένα καθολικό ισχύον και σε μια μερική παράσταση, η διάκριση ανάμεσα στο a priori και το a posteriori, συνιστά μια φιλοσοφική διάκριση και με αυτόν τον τρόπο η αναγγελία αυτού που ασκεί κριτική διακηρύσσει πολλά, αλλά στην πραγματικότητα δεν λέει τίποτα. Ο Ντεριντά, στο δοκίμιό του «Βία και μεταφυσική. Ένα δοκίμιο πάνω στη σκέψη του Εμμανουήλ Λεβινάς» (Derrida, 1978, σ. 79) δήλωνε -αναφορικά με το εγχείρημα του Λεβινά να δημιουργήσει ένα εκείθεν της δυτικής οντολογίας- ότι για να απευθυνθείς σε κάποιον Κινέζο πρέπει να του απευθύνεις το λόγο στα κινέζικα. Για να ασκήσεις κριτική στη δυτική μεταφυσική πρέπει να απευθυνθείς στη γλώσσα της.
Χαρακτηριστικό κείμενο μιας τέτοιας κριτικής είναι το «Cogito και ιστορία της τρέλας» του Ντεριντά, που συνιστά μια κριτική στο βιβλίο του Μ. Φουκώ πάνω στην Ιστορία της Τρέλας.
Ο Ντεριντά αναφέρεται στην πρόθεση που αναγγέλλει ο Φουκώ σε αυτό το κείμενο, να γραφεί μια ιστορία της ίδιας της τρέλας, βάζοντας την τρέλα να μιλήσει για τον εαυτό της. Ο Φουκώ επιθυμούσε η τρέλα να γίνει το υποκείμενο του βιβλίου του, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης: το θέμα του, ο αφηγητής στο πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας του. Η τρέλα να μιλήσει για τον εαυτό της. Ο Φουκώ διακήρυσσε ότι δεν επιθυμούσε να γράψει μία ιστορία της ψυχιατρικής, αλλά της ίδιας της τρέλας, στην πιο σφριγηλή της κατάσταση, πριν αιχμαλωτιστεί από τη γνώση. Ένας τέτοιος στόχος δείχνει μια υπερβολική αξίωση που δεν μπορεί ποτέ να υλοποιηθεί. Ο Ντεριντά επισημαίνει ότι «η ατυχία του τρελού, η ατέλειωτη ατυχία της σιωπής του είναι ότι ο καλύτερος εκπρόσωπός του παραμένει αυτός που περισσότερο τον προδίδει. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος προσπαθήσει να αποδώσει την ίδια τη σιωπή του, έχει ήδη περάσει στην πλευρά του εχθρού, την πλευρά της τάξης, ακόμα κι αν αυτός μάχεται εναντίον της και θέτει υπό ερώτηση την καταγωγή της» (Derrida, 1978, σ.34). 
Η εσωτερική κριτική υποδηλώνει την αδυναμία μιας υπέρβασης. Παράδειγμα εσωτερικής κριτικής δεν αποτέλεσε μόνο η αποδομητική θεωρία του Ντεριντά. Ο τρόπος αυτός της κριτικής υπήρξε κοινός τόπος για το «φιλοσοφικό συμβάν» που ονομάστηκε φιλοσοφία του εξήντα στη Γαλλία. Η επίκληση του ομοιώματος από τον Ντελέζ, οι προσπάθειες εγκαθίδρυσης της περιστασιακής λογικής από τον Ζ. Φ. Λυοτάρ, συνιστούν παραδείγματα που συγκλίνουν σε έναν αντίστοιχο τρόπο ανάγνωσης. Εάν όμως ο Λόγος είναι απόλυτος θεσμικά, τότε η κριτική κινείται στα περιθώρια του κειμένου, στις υποσημειώσεις του, στην αναδιανομή του μερικού. Στο Cogito και ιστορία της τρέλας ο Ντεριντά σημείωνε ότι ο Λόγος υπερέχει θεσμικά και άρα «δεν μπορούμε να απευθυνθούμε εναντίον του παρά μόνο μέσω αυτού, δεν μπορούμε να διαμαρτυρηθούμε παρά μόνο σε αυτόν και μέσα στο πεδίο του. Ο Λόγος μας αφήνει μόνο τη προσφυγή στα στρατηγήματα και στις στρατηγικές» (Derrida, 1978, σ. 36). Η παρουσίαση μιας ιστορίας της τρέλας καθώς και μια επανάσταση απέναντι στο Λόγο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εντός των ορίων του και σε συμφωνία με τον εγελιανό νόμο, του οποίου την ύπαρξη διέβλεπε μέσα στο κείμενο του Φουκώ, ακόμη κι αν δεν υπήρχε μια άμεση αναφορά σε αυτόν.
Η ανάγνωση του φιλοσοφικού κειμένου καθίσταται ένα στρατήγημα. Ο φιλόσοφος της αποδόμησης προσποιείται την απόλυτη επικράτηση του κειμένου της παράδοσης.  Παράλληλα, αναζητά μέσα σε αυτό ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες δεν θα μπορούσε να απαντήσει. Αντιλαμβάνεται ότι η γλώσσα της παράδοσης αν και δηλώνει τη θεσμική ομοφωνία της παραμένει βαθύτατα αμφίσημη. Άρα, αυτή η συνθήκη πρέπει να καταδειχθεί. Ο Ντεριντά προτείνει μια ιδιαίτερη ανάγνωση του κειμένου η οποία πάντα εγγράφεται στα περιθώρια ενός άλλου προϋπάρχοντος. Στο Περί γραμματολογίας (Derrida, 1976, σ.158) παρατηρούσε ότι η ανάγνωση πρέπει πάντα να επιδιώκει μια συγκεκριμένη σχέση -θα λέγαμε αντιπαράθεση­- η οποία δεν είναι αντιληπτή από το συγγραφέα, ανάμεσα σε αυτό που αξιώνει και αυτό που δεν αξιώνει μέσα από το σχέδιο και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί.
Για μια τέτοια φιλοσοφία η θεσμική υπακοή στο όλον προωθούσε την ανάπτυξη της μερικότητας, του αποσπάσματος, της «κριτικής στο περιθώριο του κειμένου» ως μιας ικανοποιητικής στρατηγικής. Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται, στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας,  δηλώνουν ταυτόχρονα την αδυναμία να υπερβούμε το όλον, αλλά και την άρνηση της τυραννίας του. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί στο σύνολό της αυτή η φιλοσοφία επιβεβαιώνει αυτό το γεγονός. Αποδόμηση, διασπορές, διαφορά ή «διαφωρά» ή διαφέρον, ασυνέχεια, μοριακή επιθυμία, επιθυμητικές μηχανές κ.ά. Οι επιθυμητικές μηχανές του Ντελέζ αντικαθιστούν το cogito, ενώ για τον Λυοτάρ η απόρριψη του καρτεσιανού υποκειμένου δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ανεξάρτητα από μια αντίστοιχη κριτική στην έννοια της παράστασης, της σημασίας ή της αλήθειας, αφού αυτές οι έννοιες διαμορφώνουν ένα όλο και η κριτική στη μία απαιτεί μια κριτική στην άλλη. Η εμμονή στην εικόνα του μοριακού δημιουργεί μια αντίστοιχη πολιτική δέσμευση που επικεντρώνεται στις ποικίλες μειοψηφίες στο πεδίο της πολιτικής, του σεξ  και των αντίστοιχων γλωσσικών παιγνίων.
Υπάρχει η υπόγεια σχέση -πάνω στην οποία πρέπει να διερωτηθούμε- ανάμεσα στο αίτημα της εσωτερικής κριτικής του κειμένου της παράδοσης, τη θεσμική επικράτηση του όλου, με τη μη σύζευξη των γλωσσικών παιγνίων  και τις στρατηγικές της μεταμοντέρνας αριστεράς. Αλλά αυτή η διερώτηση ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο.

Ο Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: