3/12/11

Τέχνες του αναστοχασμού στην ανθρωπολογία

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΡΙΚΟΥ

H μοναδική, ίσως, σταθερά που διαθέτει η επιστήμη της ανθρωπολογίας στην ιστορική της διαδρομή, είναι η επικέντρωση στην ετερότητα. Αυτή η διαρκής ενασχόληση με τον «άλλο» προϋποθέτει, παράλληλα, την επεξεργασία μιας τέχνης του αναστοχασμού πάνω σε ό,τι ο ανθρωπολόγος εκλαμβάνει ως αυτονόητο. Η τέχνη, εδώ, μπορεί να εκληφθεί, με την ευρεία έννοια, ως επινόηση τρόπων με τους οποίους διαχειρίζεται, κάθε φορά, ο ερευνητής την αμφισβήτηση του «οικείου» σ’ αυτόν κόσμου από τα δεδομένα της επιτόπιας έρευνας. Δεν είναι, όμως, τυχαίο ότι και η αναφορά στην τέχνη, με την ειδικότερή της σημασία, συνοδεύει κρίσιμες αναδιατυπώσεις  βασικών ερωτημάτων της ανθρωπολογίας.

Εξάλλου, η ιστορία της Ευρωαμερικανικής τέχνης, όπως εκτυλίσσεται παράλληλα με αυτή της ανθρωπολογίας, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, υποβοηθά τέτοιου είδους συσχετισμούς. Είναι γνωστό πως οι πρωτοπορίες του μοντερνισμού ανέδειξαν την «πρωτόγονη τέχνη» και επηρεάστηκαν από αυτήν για να ανατρέψουν τα καθιερωμένα. Η ανάλυση της «πρωτόγονης τέχνης» χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από τον Franz Boas, έναν από τους θεμελιωτές της ανθρωπολογίας, για να υποστηρίξει τη βασική ομοιότητα μεταξύ των νοητικών διαδικασιών όλων των φυλών και να επιφέρει ρήξη με τον «εξελικτισμό» (Boas, Primitive Art, 1927). Πέραν, όμως, των εμφανών διασυνδέσεων, οι καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα τείνουν να αμφισβητούν ποικιλότροπα, με το έργο τους, τα αυτονόητα της καθημερινότητάς τους. Αντίστοιχα, και οι ανθρωπολόγοι, γνωρίζοντας περισσότερα για τα αυτονόητα των «άλλων» (για τον «πολιτισμό» τους), επηρεάζουν και μεταβάλλουν καθιερωμένες στάσεις απέναντι στη διαφορά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η ανθρωπολογία και η τέχνη συναντώνται σε μια πολιτική αμφισβήτησης των παραδεδεγμένων. Συνάμα, συγκροτούνται, βέβαια, ως δραστηριότητες στο πλαίσιο θεσμών που κατευθύνουν με δεδομένους τρόπους αυτή την αμφισβήτηση. Εννοείται, συνεπώς, πως η μαθητεία στη δύσκολη τέχνη του αναστοχασμού δεν εξαρτάται μόνο από την επαγγελματική εξειδίκευση, αλλά και από την προσωπική, όσο και πολιτική, επιλογή να σταθείς κριτικά απέναντι στα αυτονόητα που σε διασφαλίζουν, καθηλώνοντάς σε σε κοινούς τόπους.  
Είναι αλήθεια πως, στην ανθρωπολογία, η αμφισβήτηση του αυτονόητου, συνδεδεμένη και με την μέθοδο της επιτόπιας έρευνας, κατέληγε, για δεκαετίες, στην επιβεβαίωση της επιστημονικής αυθεντίας του ανθρωπολόγου. Συγκεκριμένοι τύποι συλλογής και ανάλυσης δεδομένων και συγγραφής μονογραφιών, καθοδηγούσαν τον ερευνητή ώστε να αναγάγει τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής του επαφής με τους «ιθαγενείς» σε μια γενικεύσιμη επιστημονική γνώση για τον «άνθρωπο». Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όμως,  υπό την επιρροή του ρεύματος της «πολιτισμικής κριτικής», υπογραμμίστηκαν οι ευρύτερες σχέσεις εξουσίας-γνώσης στις οποίες μετέχει η ανθρωπολογική έρευνα και τονίστηκε η αναγκαιότητα του αναστοχασμού, κυρίως πάνω στον τρόπο αναπαράστασης  του «άλλου» κατά τη συγγραφή μιας εθνογραφίας.  Σ’αυτή την συγκυρία, η τέχνη (η λογοτεχνία, κυρίως) υποδείχτηκε ως δίοδος για την επινόηση νέων τρόπων να «γράφεται ο πολιτισμός» (Clifford & Marcus, Writing Culture, 1986). Σταδιακά, οι αναζητήσεις διευρύνθηκαν και αναδείχτηκαν, επίσης, κοινές καταβολές ως προς την «κριτική του πολιτισμού» μεταξύ της ανθρωπολογίας και της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης (Marcus & Myers, Traffic in Culture, 1995).
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των καλλιτεχνικών διερευνήσεων στις Η.Π.Α. της δεκαετίας του ’90 διευκόλυνε παρόμοιες διασυνδέσεις. Ήταν η εποχή που οι «άλλοι» και οι πολιτικές τους διεκδικήσεις για αναγνώριση της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους (εθνοτικής, σεξουαλικής, κ.ά.) αποτέλεσαν για πολλούς καλλιτέχνες το έναυσμα για μια «εθνογραφική στροφή» στην τέχνη, που χαρακτηρίστηκε από «ρεαλιστική» αποτύπωση μορφών ετερότητας (Foster, The Return of the Real, 1996). Οι ανθρωπολόγοι διεκδίκησαν, αρχικά, τη  δυνατότητα να στραφούν κριτικά  απέναντι σ’αυτού του είδους την καλλιτεχνική παραγωγή, εφόσον μεταχειριζόταν με ευκολία κάθε είδους διαφορά. Στη συνέχεια όμως, η κριτική λειτουργία υποβαθμίστηκε προς όφελος του πολλαπλασιασμού των συνεργασιών μεταξύ ανθρωπολόγων και καλλιτεχνών, στο επίπεδο των πρακτικών (με έμφαση, δηλαδή, στην επιτόπια έρευνα, την οποία χρησιμοποιούν, πλέον, πολλοί καλλιτέχνες)(Schneider & Wright, Contemporary Art and Anthropology, 2006).
Σήμερα, ορισμένοι επιχειρούν μια νέα ρήξη στην ανθρωπολογική σκέψη, υποστηρίζοντας πως είναι αναγκαία μια στροφή στην «οντολογία». Εναντιώνονται, μάλιστα, στον αναστοχασμό, καθότι τον αντιλαμβάνονται συνδεδεμένο με την επιστημολογία, κι αυτή με την αναπαράσταση, στην κριτική της οποίας θεωρούν ότι αναλώθηκε η κονστρουκτιβιστική ανθρωπολογία του ’80. Οι ανθρωπολόγοι αυτοί αναλαμβάνουν, τώρα, να υπερασπιστούν τη  δυνατότητα των λαών να αυτοπροσδιορίζονται σε οντολογικό επίπεδο: να εννοούν τον κόσμο με τους δικούς τους όρους, που δεν εξηγούνται μέσω της αναγωγής τους στην επιστημονική γνώση. Η προτροπή είναι «να σκεφτούμε μέσα από τα ίδια τα πράγματα» που δεν διακρίνονται από τις έννοιες (Henare, Holbraad & Wastel, Thinking Through Things, 2007): αν, λοιπόν, οι συνομιλητές του ανθρωπολόγου επιμένουν, για παράδειγμα, ότι μια σκόνη «είναι» δύναμη, τότε αυτός οφείλει να την αντιμετωπίσει ως δύναμη καθεαυτή και όχι ως μεταφορά (βλ. και σχετικό αφιέρωμα, υπό την επιμέλεια των Holbraad και Μπακαλάκη, στα Σύγχρονα Θέματα, τ. 112, σ. 12-43). Η έμφαση στην οντολογία τροφοδοτείται από διερευνήσεις στο πεδίο της «ανθρωπολογίας του υλικού πολιτισμού» όπου αναβαθμίζεται ο ρόλος των αντικειμένων, δεδομένου ότι τους αποδίδεται εμπρόθετη δράση (όπως στα κοινωνικά υποκείμενα). Συνδέεται, επίσης, με την ευρύτερη αμφισβήτηση των «νεοτερικών» διπόλων υποκείμενο/αντικείμενο, πολιτισμός/φύση, κλπ., που εγκαθιδρύουν τον «άνθρωπο» ως διάφορο από τον κόσμο και κυρίαρχο επ’αυτού (Latour, Nous navons jamais été modernes, 1991).
Η αναφορά στην τέχνη συνοδεύει και την «οντολογική» στροφή. Παραμένει, όμως, περιθωριακή και δεν έχει ευδιάκριτο ρόλο. Πράγματι, αν στο πλαίσιο της «πολιτισμικής κριτικής», η τέχνη παίζει τον ρόλο της βασιλικής οδού προς νέους τρόπους να κατασκευάζει κανείς παραστάσεις, εδώ φαίνεται να αποτελεί μια από τις πιθανές διόδους για να διαπιστωθεί πώς ενός είδους συλλογικός «νους»- που δεν είναι πλέον προνόμιο του ανθρώπου - επιμερίζεται σε κάθε «δρώσα» οντότητα. ‘Ενα καλλιτεχνικό έργο θεωρείται πως «υλοποιεί», πιο εύγλωττα, ίσως, από οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, έναν ιδιαίτερο τρόπο του «σκέπτεσθαι» (Küchler,“Materiality and Cognition”, 2005). Οπότε, η συνάντηση τέχνης και ανθρωπολογίας πραγματοποιείται, κυρίως, σε εννοιακή βάση (στην οποία, σημειωτέον, στηρίζεται πληθώρα σύγχρονων καλλιτεχνικών προτάσεων) και η έμφαση μετατοπίζεται από τις πρακτικές  (την επιτόπια έρευνα και τις παραλλαγές της) στις ιδέες που «υλοποιούνται» ως έργα (ως οντότητες, δηλαδή, με την δική τους δράση).
Μια τέτοια προοπτική επιφέρει, ενδεχομένως, μια ανανέωση στους τρόπους σκέψης (των ανθρωπολόγων, τουλάχιστον). Ωστόσο, όταν οι έννοιες ταυτίζονται με τα πράγματα και τα πράγματα εμφανίζονται καθεαυτά ως «δρώντα», αμφισβητείται ο κεντρικός ρόλος των κοινωνικών σχέσεων στην κατασκευή τους. Το κοινωνικό γίγνεσθαι μοιάζει, λοιπόν, να τίθεται πέραν της κριτικής, ενώ αποκρύπτεται και η εμπλοκή σ’ αυτό των σκεπτόμενων (επιστημονικά και όχι μόνο) κοινωνικών υποκειμένων. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και η τέχνη καταλήγει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως εικονογράφηση της ανθρωπολογικής θεωρίας, παρά ως μοχλός ανατροπής αυτής ή εκείνης της θεωρητικής και κοινωνικής κατασκευής. Αλλά, μήπως η αμφισβήτηση του «ανθρωποκεντρισμού» της ανθρωπολογίας από τους ανθρωπολόγους που «σκέφτονται διαμέσου των πραγμάτων» δεν συνιστά μια νέα άσκηση αναστοχασμού; Είναι ενδεικτικό, πάντως, ότι και αυτοί ενδιαφέρονται για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι διάγουν την ζωή τους, στο βαθμό που τους  αναγνωρίζουν τη δύναμη να αμφισβητήσουν την «οικεία»- στη «δυτική» επιστήμη της ανθρωπολογίας- θεώρηση του κόσμου (Henare, Holbraad & Wastel, ό.π.).
 Επαναδιατυπώνεται, λοιπόν, μέσα στα χρόνια, ένας ευρύτερος προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις της ανθρωπολογίας, της τέχνης και της καθημερινής πραγματικότητας. Ίσως είναι μια ανησυχία εγγενής σε ορισμένες επαγγελματικές πρακτικές, οι οποίες οδηγούν όσους επιθυμούν να καταπιαστούν με τα αυτονόητα, να αποστασιοποιούνται από αυτά και, εκ των πραγμάτων, να στέκονται κριτικά απέναντί τους. Πάντως, αν η καλλιτεχνική ή ανθρωπολογική παιδεία διευκολύνει προς μια ή άλλη κατεύθυνση, γνωρίζουμε όλοι πως την –πολιτική- τέχνη να αμφισβητείς τα καθιερωμένα, τη μαθαίνεις κατά βάση, και με ορισμένο αντίτιμο, στην καθημερινότητά σου.

Η Ελπίδας Ρίκου διδάσκει Ανθρωπολογία και Τέχνη στην ΑΣΚΤ

Δεν υπάρχουν σχόλια: