10/12/11

Ενδόμυχα

ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΣΤΑΜΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Βιβλιοπωλεία
Νιώθω μια βαθιά απώθηση για τη φθορά του σώματος, του δικού μου και των άλλων. Όσο περνούν τα χρόνια είναι μοιραίο η απώθηση αυτή, η άρνηση της ανθρώπινης κατάστασης, να με βασανίζει ακόμα περισσότερο. Δεν είναι απλός φόβος, είναι αηδία που εκδηλώθηκε όταν ήμουν παιδί∙ αποκλείεται να ήμουν πάνω από τριών ή τεσσάρων ετών όταν βίωσα για πρώτη φορά πανικό μπροστά στη φθορά, μπροστά στο ακίνητο, το νεκρό, το άψυχο που αντιπροσώπευαν οι κούκλες με τις οποίες η μάνα μου είχε στολίσει το δωμάτιό μου. Οι αφύσικες εκφράσεις τους, η περίεργη μυρωδιά του πλαστικού, των συνθετικών μαλλιών και ρούχων με αναστάτωνε σε σημείο που αρνιόμουν να φάω. Έντονη ναυτία με οδηγούσε να σπρώχνω από μπροστά μου το επίμονο χέρι με το κουτάλι και να κοιτάζω τις κούκλες με τρόμο.
Η μάνα μου αναγκάστηκε να τις μεταφέρει από το δωμάτιό μου στο καθιστικό κι ύστερα την άκουγα για μέρες να μιλάει στο τηλέφωνο με την αδερφή και τις φίλες της, επαναλαμβάνοντας ότι ήμουν ένα παράξενο παιδί που αρνιόταν να φάει αν στο δωμάτιο υπήρχαν κούκλες. «Τις κοιτάζει λες και πρόκειται να ζωντανέψουν και να της επιτεθούν», αναμασούσε η μάνα μου το συμπέρασμά της, αν και η αλήθεια ήταν διαφορετική: ήταν ακριβώς η φριχτή ακινησία, τα παγωμένα χαμόγελα και βλέμματα που με απωθούσαν.
Και το σώμα μου με τρόμαζε, ειδικά όταν βρισκόμουν ακίνητη στο κρεβάτι μου τη νύχτα. Όταν έπαιζα με άλλα παιδιά, ξεφύλλιζα βιβλία, ή έβλεπα τηλεόραση, όταν ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο, ψωνίζαμε στην αγορά, ή περπατούσαμε στην εξοχή, ο τρόμος αυτός υποχωρούσε, ένα σωρό άλλα πράγματα τραβούσαν το ενδιαφέρον μου. Το βράδυ όμως στην ησυχία του δωματίου μου δεν κατάφερνα να μην αναρωτιέμαι τι φωλιάζει στο εσωτερικό του κορμιού μου. Τα άκρα ήταν εντάξει, το κεφάλι όμως και η κοιλιά ήταν μια άλλη ιστορία. Όσο και να τ’ άγγιζα, να τα μάλαζα με τα χέρια μου, δεν καταλάβαινα τι έκρυβαν στο εσωτερικό τους. Το στομάχι μάλιστα, με τους παράξενους ήχους που έκανε κατά καιρούς, με ανησυχούσε περισσότερο απ’ όλα. Κάποιες φορές έφτανα στο σημείο να έχω φαντασιώσεις, ότι ένα κοριτσάκι που μου μοιάζει, πιστό αντίγραφό μου για την ακρίβεια, ζούσε στην κοιλιά μου. Θα ερχόταν μια μέρα, ή μάλλον μια νύχτα, που το μικροσκοπικό πλάσμα θα αποφάσιζε να μου παρουσιαστεί, θα έσκιζε την σάρκα μου με τα σκληρά, μυτερά του νύχια και θα μου φώναζε: «Κου κου!» Κάθε πρωί ένιωθα μιαν ανείπωτη χαρά που τίποτε από όλα αυτά δεν είχε συμβεί μέσα στη νύχτα. Ήμουν πρωινός τύπος, γιατί δεν άντεχα την παραμονή με το σώμα μου σ’ ένα σκοτεινό, σιωπηλό δωμάτιο περισσότερη ώρα από όση ήταν απολύτως αναγκαία.
Μου άρεσε να διαβάζω ιστορίες κι όσο μεγάλωνα η αγάπη μου για τα βιβλία γινόταν εντονότερη. Μπορεί να σιχαινόμουν την οσμή του πλαστικού από το οποίο ήταν φτιαγμένες οι κούκλες, αλλά τη μυρωδιά του χαρτιού την λάτρευα. Συνήθιζα να χώνω το πρόσωπό μου στα καινούργια, φρεσκοτυπωμένα βιβλία και να εισπνέω βαθιά. Προσπαθούσα να μην τα τσαλακώνω κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, να τα διατηρώ σχεδόν όπως ήταν τη στιγμή που τα πρωτόπιασα στα χέρια μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μου άρεσε ποτέ να δανείζω βιβλία, προτιμούσα να τα χαρίζω. Αδύνατον να ξαναδιαβάσω ένα βιβλίο, όσο αγαπημένο κι αν ήταν, αν το είχε παιδέψει άλλος. Αισθανόμουν ότι η σχέση αποκλειστικότητας, που είχα αναπτύξει με την ιστορία και τους ήρωές της, εξανεμιζόταν. Τα αόρατα αποτυπώματα κι η ξένη μυρωδιά, που πίστευα ότι είχε απορροφήσει το χαρτί, έπαιρναν στη φαντασία μου δραματικές διαστάσεις που στέκονταν εμπόδιο στην αναγνωστική μου απόλαυση. Όπως φαίνεται, δεν ήταν μόνο οι κούκλες που με αναστάτωναν και με απωθούσαν, αλλά και οι άνθρωποι, όταν θεωρούσα ότι εισέβαλαν στο χώρο μου. Με τον καιρό, συγγενείς και φίλοι σταμάτησαν να μου δωρίζουν παιχνίδια, κι άρχισαν να μου προσφέρουν μόνο βιβλία, πιστεύοντας ότι έτσι θα μ’ έκαναν ευτυχισμένη.
Όσο περισσότερο βυθιζόμουν στις ψεύτικες ιστορίες των βιβλίων, τόσο λιγότερο μου άρεσε να με αγγίζουν. Η ατυχία μου ήταν ότι ήμουν ένα από τα γλυκά, μικροκαμωμένα πλάσματα με τις μπούκλες και τα μεγάλα, διεισδυτικά μάτια. Οι ενήλικες ήταν αδύνατον να μου αντισταθούν, ειδικά οι γυναίκες δύσκολα  συγκρατούσαν τα χέρια τους όταν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με μένα. Ήθελαν να μου χτενίζουν τα μαλλιά, να με φιλούν στο πρόσωπο, να χαϊδεύουν τα χεράκια και τα ποδαράκια μου, να κλείνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους την τρυφερή, σφιχτή σάρκα μου και να μου κόβουν τσιμπιές, να με γαργαλούν, να μου τραβούν τη μύτη και τ’ αυτιά, και πάλι από την αρχή. Τις άκουγα να σχολιάζουν μεταξύ τους, ότι κι εκείνες θα ήθελαν να φέρουν στον κόσμο ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα όταν παντρευτούν, και φούσκωνα από καμάρι. Σχεδόν με παρακαλούσαν να τους πω ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, κάτι που μάθαμε στο νηπιαγωγείο και λίγο αργότερα στο σχολείο ή ό,τι άλλο είχα ευχαρίστηση. Ένιωθα δυνατή, το επίκεντρο της συντροφιάς, ένα αξιοθαύμαστο πλάσμα που με τη γοητεία του μπορούσε να ελέγχει τους άλλους, μα ταυτόχρονα όφειλε να ικανοποιεί τις επιθυμίες τους, να τους διασκεδάζει με τις ικανότητες και τα χαρίσματά του. Απολάμβανα την προσοχή∙ αλλά μέχρι ενός σημείου. Μου άρεσε να έχω κοινό μα η έντονη κυκλοθυμία από την οποία έπασχα, και την οποία είχα κληρονομήσει από τη μητέρα μου, δεν μου επέτρεπε να νιώθω για μεγάλο διάστημα τα ίδια συναισθήματα -κι αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, μ’ εμπόδιζε απ’ το να διατηρώ την καλή μου διάθεση απέναντι σε οποιονδήποτε καλεσμένο, όσο θερμός, περιποιητικός ή γενναιόδωρος κι αν ήταν.
Ίσως αυτή η δυσθυμία, η καταπίεση που ένιωθα στις συντροφιές, να είναι ο λόγος που στις πρώτες τάξεις του δημοτικού μού δημιουργήθηκε μια περίεργη νεύρωση, μια οργανικά ανεξήγητη δυσκολία κατάποσης φαρμάκων, που δεν μου επέτρεπε να παίρνω όλα τα σιρόπια και τα χάπια που όφειλα, προκειμένου να ακολουθήσω τις φαρμακευτικές αγωγές που κατά καιρούς επέβαλλε ο παιδίατρος ώστε να αντιμετωπίσω τα κάθε λογής κρυολογήματα και μικρόβια για τα οποία ήμουν πάντα εύκολος στόχος. Το να είμαι άρρωστη, καθηλωμένη σ’ ένα κρεβάτι, χωρίς δυνάμεις για τίποτα, μπορεί να απέλπιζε τους δικούς μου, αλλά εμένα δεν με ενοχλούσε ιδιαίτερα: το έβλεπα  από τη μία σαν αφορμή για απομόνωση από έναν κόσμο που έβρισκα δυσάρεστο, κι από την άλλη σαν την καλύτερη ευκαιρία για να βυθιστώ χωρίς αντιπερισπασμούς στο μόνο αληθινό πάθος μου, τη λογοτεχνία.
Γι’ αυτό σου λέω ότι το βιβλιοπωλείο είναι ο ιδανικός χώρος για μένα. Το διαμέρισμά μου βρίσκεται ακριβώς από πάνω. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο τρόπο για να επενδύσω την περιουσία του πατέρα μου. Απασχολώ τρεις υπαλλήλους που λατρεύουν τα βιβλία, τουλάχιστον όσο κι εγώ. Ιδιαίτεροι, ξεχωριστοί άνθρωποι όλοι τους, ιδανικοί για το επάγγελμα του βιβλιοπώλη. Ξυπνάω και κοιμάμαι μ’ ένα βιβλίο στο κομοδίνο μου, -φίλους δεν έχω, ποτέ δεν παντρεύτηκα και τα παιδιά δεν ανήκουν στα ενδιαφέροντά μου- οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έρχομαι σ’ επαφή είναι οι πελάτες μου. Με το σώμα μου ποτέ δεν συμφιλιώθηκα μα βρήκα από την εποχή ήδη της εφηβείας μου έναν τρόπο να ελέγξω, να ναρκώσω τους φόβους μου: το φαγητό. Κρυμμένη μέσα σε διαδοχικά στρώματα λίπους, κρατάω μακριά μου τους ανθρώπους, απασφαλίζω πάθη έτοιμα να εκραγούν, διατηρώ την ψυχική ισορροπία μου. Κι όταν καμιά φορά στη μέση της νύχτας πασπατεύω το κορμί μου με αγωνία, όπως όταν ήμουν παιδί, ηρεμώ αμέσως, καθώς το σωσίβιο από λίπος που έχει συσσωρευτεί γύρω του, με προστατεύει από κάθε αόρατο κακό.

Η Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και δρ Ψυχολογίας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, «Εθισμός», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: