ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, Βαθέος γήρατος, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 96
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο του Γιάννη. Και δεν μιλάω για το δικαιολογημένο κόμπιασμα που αισθάνομαι, τη συστολή της όποιας κριτικής μου διάθεσης, το συναισθηματικό μπούκωμα, να αναφερθώ στα ποιήματα ενός αδερφικού φίλου που «έφυγε» πριν από λίγους μήνες∙ ούτε για το φυσιολογικό και αναμενόμενο πάγωμα του διλήμματος «Βαθέος γήρατος ή βαθέος ύπνου» στο δεύτερο σκέλος της διάζευξης, αναφορικά με την παραλήπτρια των ποιημάτων του, την υπέργηρη μητέρα του, όσο για την απρόσμενη -αν και για όσους ήξεραν με οδύνη και με φόβο αναμενόμενη- υπαγωγή του «αποστολέα»-ποιητή στον ίσκιο του ίδιου σκέλους: του «βαθέος ύπνου». Με αποτέλεσμα το εν λόγω βιβλίο, ως έκφραση μιας συγκεκριμένης αγωνίας και ως φορέας ενός ευανάγνωστου μηνύματος, να παραμείνει αφενός ανεπίδοτο και αφετέρου ανεπίστροφο. Άλλο αν ισχύει, πλέον, ως ένας ακόμα σταθμός μιας σχεδόν σαραντάχρονης, εντυπωσιακά εύκαρπης, ποιητικής πορείας και ως ένδειξη μεταθανάτιας αγωνίας θανάτου, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο, και μάλιστα χωρίς ίχνος μεταφυσικής.
Το κείμενο που συνθέτουν τα επί μέρους ποιήματα της συλλογής μοιάζει με σταυρό, αμέσως μετά την αποκαθήλωση του μόλις μεταστάντος, με άμεσα αντιληπτά, σχεδόν ψαύσιμα τα ίχνη της οδύνης του και την πρόθεσή του να εισχωρήσει στον μετέωρο, μεταιχμιακό, χώρο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, με οδηγητήριο νήμα αισθήματα και μνήμες ιδιωτικές, συχνά υπερβολικά προσωπικές που, όμως, στην υπερβολή τους, ξεπερνούν τα όρια της ατομικότητας και μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσουν σαν ανοιχτές προτάσεις επικοινωνίας με τη φθορά, τον θάνατο και το πένθος. Θα τολμούσα να πω ότι πρόκειται για ποιήματα όχι ακριβώς εξορκιστικά του επικείμενου ή, εν πάση περιπτώσει, αναμενόμενου τέλους, αλλά της ζωής, που, πεισματικά παρατεινόμενη, υπάρχει ο φόβος να ξεθωριάσει και να θαμπώσει τα κάποτε απαστράπτοντα τιμαλφή της μητρικής μνήμης∙ κι ακόμα, υφέρπει και διακριτικά εκδηλώνεται ο φόβος, μήπως κι εκλείψει ο φορέας της -ο ποιητής- πριν από το ένσαρκο -και ωστόσο άσαρκο- περιεχόμενό της.
Το δημιουργημένο από τα ποιήματα, άκρως σαγηνευτικό κι επικλινές προς το χαώδες κενό της ανυπαρξίας, πεδίο αποτελεί και το σημείο διασταύρωσης δύο μοναχικών οδών: η μια απ’ αυτές οδηγεί τον ποιητή στα περασμένα και η άλλη οδηγεί, αενάως, την, εν στάση ευρισκόμενη, μητέρα σε ένα ακινητοποιημένο κι όμως επίμονα μετακινούμενο στο εδώ και στο τώρα παρόν. Όσο για το μέλλον, αυτό μάλλον απουσιάζει και στον βαθμό που αχνά διακρίνεται, προοιωνίζεται ζοφερό, προφανώς εξαιτίας της νηφάλια εκδηλωνόμενης κι ωστόσο οδυνηρής βεβαιότητας για τον αδιαμφισβήτητα επικείμενο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χωρισμό. Την πρώτη οδό, αυτήν που οδηγεί στα περασμένα, διανύοντας ακατάπαυστα ο ποιητής, ικανοποιεί την ανυποχώρητη ανάγκη του για διαρκείς επισκέψεις στις πρώτες ηλικίες του, επενδύοντας αισθήματα «σε γεγονότα κοινότατα/ του απωτάτου παρελθόντος» αυτής της απλής μητέρας-γριάς, της ανάξιας λόγου απλής γυναίκας κι όμως ιερής∙ αυτής της «ιερής δήμιας», που τον κατασκοπεύει έως θανάτου∙ που η άσκοπη κινητικότητά της, η «υστερόγραφη ζωντάνια της», δεν καλύπτει την εξαΰλωση του σώματός της, δεν εμποδίζει τη διαπίστωση της μετάλλαξής της σε ίσκιο.
Αποτεινόμενος στη μητέρα του ενεργοποιεί τον μηχανισμό μιας ιδιότυπης μνημοτεχνικής∙ χωρίς την ανάγκη υποστηρικτικών ικριωμάτων, βασισμένος σε συμπτωματικά και φευγαλέα αναδυόμενες μνήμες σκηνών, λόγων που ειπώθηκαν και μετέωρων χειρονομιών, συνθέτει ένα φορτισμένο συναισθηματικά και συγκινησιακά παρόν, στο κέντρο του οποίου συντελείται και, ταυτόχρονα, επισημαίνεται, κάποτε με σπαραγμό ψυχής, η εναλλαγή των ρόλων του καθενός. Εκείνη, δέσμια αρχέγονων αντανακλαστικών, επιστρατεύοντας την τελευταία ικμάδα της μητρικής της ιδιότητας-φύσης, μολονότι ανήμπορη κι εξαρτημένη απολύτως από τον γιο, έχοντας καταντήσει άθυρμα στα χέρια του, θυμίζοντάς του ένα κουρδιστό ανθρωπάκι των παιδικών του χρόνων, αγωνιά και ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Ενώ αυτός, με βαθιά αφομοιωμένους τους ρόλους του γιου, του πατέρα και του συζύγου, στοργικός, ενίοτε ανταγωνιστικός, τη συντροφεύει στο σημείο όπου θα ταυτιστούν οι ηλικίες τους, κάτω από τον προστατευτικό ίσκιο του από πολλά χρόνια εκλιπόντος συζύγου της και πατέρα του. Η σχέση τους, ωστόσο, ωραιοποιημένη τώρα από τις μνήμες, από τη θολή, θερμαντική και, συνάμα, διαβρωτική ατμόσφαιρα των περασμένων, με καταλαγιασμένες τις διεκδικήσεις, τις περιφρουρητικές της ιδιωτικότητας του καθενός ρήξεις, ενστάσεις κι εντάσεις, δεν υπήρξε πάντα ιδανική. Σε κάποιο σημείο, εκεί που ενεδρεύει το τέλος, αχνοφέγγουν οι λησμονημένες ή και ασυνειδητοποίητες τύψεις της μιας και οι μόλις αφυπνιζόμενες, έστω με τη μορφή του ενδεχόμενου, του άλλου. Μόνο που γι’ αυτόν οι τύψεις δεν είναι κάτι το απευκταίο, απεναντίας τις προσδοκά∙ σ’ αυτές έχει εναποθέσει τις ύστατες ελπίδες του, με τη σκέψη ότι μπορεί να δράσουν ως φάρμακο κατά της λήθης, την οποία όχι μόνο δεν θέλει αλλά και απεχθάνεται. Το ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να τις επικαλεστεί, αυτό είναι μια άλλη οδυνηρή υπόθεση.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου