ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Μαργαρίτα Βασιλάκου- Ο νιπτήρας |
Η Δανάη μπήκε λίγο προτού κλείσει η πόρτα στο τελευταίο βαγόνι του μετρό. Με την ψυχή στο στόμα και με τις τσάντες στα χέρια, πήγε και κάθισε σε μια γωνιά. Ένιωσε τυχερή που βρήκε ελεύθερη θέση εκείνη την ώρα της αιχμής. Κάρφωσε τη ματιά της στο τζάμι και έφερε στο νου της όλες τις υποχρεώσεις εκείνης της ημέρας. Θα πήγαινε στη νομική βιβλιοθήκη του δικηγορικού συλλόγου να φωτοτυπήσει κάποια άρθρα σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, κι έπειτα θα κατέληγε στο εμπορικό κέντρο του Χολαργού για να πάρει τα δώρα της Πρωτοχρονιάς. Την είχαν προσκαλέσει σε ρεβεγιόν φίλοι από τα φοιτητικά χρόνια. Πάντα ένιωθε αμηχανία όταν επρόκειτο να αγοράσει δώρα Χριστουγέννων και πασχαλινά. Δεν ήξερε αν αρέσουν περισσότερο τα χρήσιμα ή τα απλώς διακοσμητικά.
Από νευρικότητα έπαιζε με το λουρί της τσάντας της ή τσάκιζε τις άκρες των εφημερίδων που εξείχαν. Μόλις ο συρμός μπήκε σ’ ένα σταθμό σήκωσε τα μάτια της για να δει πού είχαν φτάσει. Δεν ήθελε για άλλη μία φορά από αφηρημάδα να βρεθεί στο Αιγάλεω. Αμπελόκηποι. Κόσμος πολύς στριμώχτηκε στο διάδρομο, και η Δανάη ένιωσε δυσάρεστα στην όλο και πιο αποπνικτική ατμόσφαιρα. Με δυσκολία έβγαλε ένα φυλλάδιο για να κάνει αέρα. Δεν πρόλαβε να το πάρει στο χέρι της και είδε τον άντρα που καθόταν απέναντί της να της δίνει ένα φάκελο. Τον κοίταξε με απορία, εκείνος όμως της μίλησε με τον πιο φυσικό τρόπο.
- Σας δίνω αυτήν την πρόσκληση... θα χαρώ πολύ να σας δω στην ποιητική βραδιά. Στις τρεις Ιανουαρίου. Στις οχτώ. Στον Ιανό. Αν έρθετε λίγο νωρίτερα, μπορούμε να τα πούμε και μ’ ένα ποτήρι κρασί, πρόσθεσε.
- Σας ευχαριστώ, ψέλλισε εκείνη και πήρε το φάκελο χωρίς να τον ανοίξει.
Άλλωστε ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο με τα βάρη που είχε στα πόδια της. Κοίταξε τον άντρα καλά καλά, αλλά δεν της φάνηκε ψώνιο. Τι είναι πάλι τούτο, αναρωτήθηκε. Εκείνος της χαμογέλασε και έδειξε να κατανοεί την αμηχανία της. Σηκώθηκε και μόλις ο συρμός σταμάτησε στον σταθμό του Ευαγγελισμού, χάθηκε στην πλατφόρμα ανάμεσα στο πλήθος.
Η Δανάη μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισε να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί και ένιωσε ικανοποιημένη. Θα το έλεγε στις φίλες της και θα το σχολίαζαν. Κι ας λένε με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχουν άντρες πια. Αυτή θα ανέτρεπε όλα τα επιχειρήματά τους. Κάποιος, άλλωστε, δεν είχε γράψει ότι μπορεί να σου προκύψει και το πιο απίθανο μόνο όταν βγεις από το σπίτι σου! Ποιος σοφός το είχε πει άραγε; Αδύνατον να θυμηθεί, αλλά τι σημασία είχε; Μολονότι κυκλοφορεί πολύ συχνά στους δρόμους, σε κύκλους νομικούς και όχι μόνο, τέτοια περίπτωση δεν της είχε παρουσιαστεί. Οι καινούριες γνωριμίες κινούνταν στο χώρο των συνεργασιών και των φιλικών σχέσεων και πέραν αυτών ουδέν. Πολύ σύντομα κάποιες προσδοκίες πήγαιναν χαμένες. Τον πρώτο καιρό αισθανόταν απογοητευμένη, αργότερα όμως συνήθισε και έτσι δεν την πείραζαν καθόλου οι φυγές και οι απουσίες. Εκείνοι βγαίνουν ζημιωμένοι, επαναλάμβανε στις φίλες της, μάλλον για να το πιστέψει πιο πολύ η ίδια. Κι εκείνες πάντα συμφωνούσαν όχι μόνο για να μην πληγώσουν τη φίλη τους, αλλά και γιατί κι αυτές είχαν ζήσει παρόμοιες καταστάσεις. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε, έλεγε με πικρό χιούμορ η Λουΐζα, το alter ego της. Αν ανοίξει η τύχη της μιας, θ’ ανοίξει για όλες μας, συμπλήρωνε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Ε, καλά μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα, την συμβούλευε μια εσωτερική φωνούλα. Από την Πλατεία Συντάγματος ανέβηκε αγκομαχώντας την Λυκαβηττού λόγω των πακέτων που κρατούσε, η διάθεσή της, ωστόσο, είχε βελτιωθεί. Θα άφηνε τις σακούλες στο γραφείο και μετά θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη του δικηγορικού συλλόγου για τις φωτοτυπίες. Η υπόθεση των λογοκλοπών γνωστού συγγραφέα την απασχολούσε τελευταία, καθώς είχε αναλάβει την υπεράσπιση κάποιου δημοσιογράφου από την επαρχία, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Γιάννης Βέλλης είχε αντιγράψει κείμενό του, δημοσιευμένο στο διαδίκτυο, χωρίς να αναφερθεί η πηγή του. Νέα εποχή, νέα ήθη, όπως θα έλεγε και ο μέντοράς της, ο μακαρίτης εδώ και λίγα χρόνια δικηγόρος, στο γραφείο του οποίου είχε κάνει την άσκησή της.
Στην δικηγορική εταιρεία εκείνη την ώρα επικρατούσε παγερή σιωπή. Μα τι συμβαίνει, αναρωτήθηκε. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου της και άφησε τα πακέτα να πέσουν σε μια πολυθρόνα κοντά στην μπαλκονόπορτα. Έβγαλε τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τα ακούμπησε στο γραφείο. Από το εξώφυλλο του περιοδικού «Γυναίκα» εξείχε ο φάκελος με την πρόσκληση. Τον πήρε και τον ακούμπησε κάτω από το δερμάτινο ντοσιέ.
Οι γιορτές πέρασαν και στις τρεις Ιανουαρίου όλα στο δικηγορικό γραφείο είχαν επανέλθει στον κανονικό τους ρυθμό. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα, πόρτες έκλειναν με θόρυβο, κόσμος μπαινόβγαινε ασταμάτητα. Η Δανάη ξανακοίταξε τις σημειώσεις της και συμπλήρωσε κάποια τελευταία σχόλια. Άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο. Δεν υπάρχουν νέα μηνύματα, διάβασε. Χρονιάρες μέρες, σκέφτηκε, ποιος έχει κέφια για ηλεκτρονικά μηνύματα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που λείπουν διακοπές σε χιονοδρομικά κέντρα. Ουφ! Τι θα κάνω το βράδυ, μονολόγησε και έκλεισε τον υπολογιστή βαριεστημένα. Πάλι στο σπίτι μόνη, θα βγάλω βόλτα την Λάρα στο άλσος και θα πέσω για ύπνο, αφού χαζέψω στην τηλεόραση. Νόμος και Τάξη σε καινούρια επεισόδια. Τα ίδια και πάλι τα ίδια.
- Νίνα, τι κάνεις απόψε; Ρώτησε την συνάδερφό της, που φάνηκε στην πόρτα του γραφείου της.
- Δεν έχω κανονίσει τίποτε προς το παρόν. Και ο Θάνος δεν απαντάει στο κινητό του. Ίσως να έχει εκπομπή στο ραδιόφωνο. Γιατί ρωτάς;
- Έχω μια πρόσκληση... όχι σε γεύμα, αλλά σε ποιητική βραδιά στον Ιανό. Δεν βρίσκω τον φάκελο με την πρόσκληση, αλλά θυμάμαι ότι ο τύπος στο μετρό, αυτός που μου την έδωσε δηλαδή, μου είπε την ώρα. Στις οχτώ, σήμερα στον Ιανό. Έχεις διάθεση να πάμε παρέα;
- Καμάκι στο μετρό; Είπε χαμογελώντας η Νίνα. Πολύ πρωτότυπος τρόπος για γνωριμία. Δεν θα’ ταν όμως καλύτερα να πας μόνη σου; Τι με θέλεις εμένα;
- Κι αν δεν έρθει;
- Μήπως συμμετέχει ο ίδιος στην εκδήλωση; της αποκρίθηκε η άλλη κλείνοντάς της το μάτι με πονηριά.
- Ιδέα δεν έχω... και είμαι τόσο περίεργη!
- Είναι καλός;
- Νόστιμος, δεν λέω. Αχ, ούτε το όνομά του ξέρω... Σκέτο μυστήριο η υπόθεση... Λοιπόν, θα’ ρθεις;
- Γιατί όχι! Θα ενημερώσω στο μεταξύ και τον Θάνο. Θα του πω ότι θα βγω με γυναικοπαρέα. Πρέπει να σου τον γνωρίσω! Θα φροντίσω να βγούμε και με κανένα φίλο του στην παρέα, συμπλήρωσε με ενθουσιασμό.
- Α, ωραία... Σ’ ευχαριστώ. Όσο για τον Θάνο, θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Νομίζω ότι είναι καιρός. Αλήθεια, τι με ήθελες;
- Μα ναι! Το ξέχασα. Βρήκα πολλές περιπτώσεις στο ίντερνετ, που είναι σχετικές με την υπόθεσή σου. Ακόμα και ο Νταν Μπράουν του Κώδικα Ντα Βίντσι σύρθηκε στα δικαστήρια, γιατί, λέει, είχε αντιγράψει το βιβλίο κάποιου άσημου συγγραφέα. Ο Νταν Μπράουν έγινε διάσημος, ο άλλος έμεινε στην αφάνεια. Θα σου στείλω το άρθρο με μέιλ.
Η αίθουσα του καφέ στον Ιανό ήταν γεμάτη. Οι δυο γυναίκες μπήκαν τη στιγμή που έπαιρνε τον λόγο ο πρώτος ομιλητής. Η Δανάη, ενθουσιασμένη, έσπρωξε την Νίνα και της ψιθύρισε.
- Να’ τος. Αυτός στη μέση είναι.
Η Νίνα κοίταξε προς το τραπέζι των ομιλητών.
- Μα αυτός είναι ο Θάνος μου, της απάντησε έκπληκτη. Μήπως κάνεις λάθος; Δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτήν την εκδήλωση, μουρμούρισε. Είσαι σίγουρη ότι είναι ο άνθρωπος του μετρό;
Η Δανάη δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ένιωσε να έχει στεγνώσει το στόμα της. Ναι, ήταν βέβαιη. Επρόκειτο για τον άντρα που της είχε δώσει την πρόσκληση. Η εικόνα του από το μετρό, τα βλέμματα, οι κινήσεις του ξαναζωντάνεψαν. Οι προσδοκίες της, όμως, για άλλη μία φορά διαψεύστηκαν.
- Μπορεί και να μην είναι αυτός. Τώρα δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρη, πρόσθεσε σχεδόν ψελλίζοντας, από αμηχανία και απογοήτευση.
Η Χρύσα Σπυροπούλου (Σέρρες, 1957) είναι πεζογράφος, φιλόλογος και μεταφράστρια. Το τελευταίο της βιβλίο, «Το μυστήριο της Αίγινας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου