Ο αριστερός Πιέτρο Ινγκράο «απαντά» στον «αγανακτισμένο» Στεφάν Εσέλ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Από το στρατιώτη στο σύντροφο
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ, Η αγανάκτηση δεν αρκεί, μτφρ. Τόνια Τσίτσοβιτς, εκδόσεις Εύμαρος, σελ. 57
Μολονότι ο Ινγκράο διαθέτει τα εχέγγυα ενός σημαντικού -και πολυγραφότατου- θεωρητικού, το τελευταίο του βιβλίο δεν υπόσχεται μια συστηματική προσέγγιση των «Αγανακτισμένων» ή, πιο γενικά, των αντιστάσεων που αναδύονται σήμερα στο έδαφος της κρίσης της πολιτικής· «να είστε ευγενικοί με τα γεράματά μου», επαναλαμβάνει ο ίδιος τρυφερά. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, και παρά την εντύπωση που ενδεχομένως δημιουργεί ο τίτλος του, το βιβλίο απέχει μακράν από την «αγωνία» αυτοεπιβεβαίωσης ενός ιστορικού κομμουνιστή ηγέτη, και μάλιστα με τη αξιοσέβαστη διαδρομή του Ινγκράο στο «σύντομο» 20ό αιώνα.
Βασική «αρετή», λοιπόν, του βιβλίου είναι ακριβώς αυτά που δεν κάνει· επί το θετικότερο, η προσπάθεια ενός παλαίμαχου αντιστασιακού και ηγετικού κομματικού στελέχους να μιλήσει απλά σε ευρύ κοινό, για τις συντεταγμένες ενός δυσεπίλυτου προβλήματος: «τη μεγάλη και δύσκολη πρόκληση να κρατήσεις τη δύναμη και τη ζωντάνια ενός πλουραλιστικού υποκειμένου μαζί με τον πλούτο και την ποικιλία του ανθρώπινου όντος» (σ. 24). Στις πενήντα εφτά σελίδες του βιβλίου δεν θα βρει κανείς συνταγές ή βεβαιότητες επ’ αυτού. Θα βρει, όμως, ένα πλαίσιο για τις δυνατές απαντήσεις, ο ορισμός του οποίου θα επιχειρηθεί σε δύο «στιγμές», όσα και τα μέρη της συζήτησης του Ινγκράο με τους πανεπιστημιακούς Αλμπέρτο Ολιβέτι και Μαρία Λουίζα Μπότσια, που αποτελούν το υπό συζήτηση βιβλίο.
Στιγμή πρώτη: η πολιτική
Στιγμή πρώτη: η πολιτική
Στην κοινωνική αναταραχή των τελευταίων χρόνων, ο Ινγκράο βλέπει «την άλλη όψη της κρίσης της πολιτικής»: παρακμή των κομματικών σχημάτων, κενό εκπροσώπησης, διάχυτος ατομικισμός, συνυφασμένος με την ηγεμονία της αγοράς, κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η κρίση αυτή, εντούτοις, δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά διά της πολιτικής: «Αν δούμε μόνο όσα συμβαίνουν μέσα στον περίβολο του πολιτικού συστήματος δεν αντιλαμβανόμαστε το πραγματικό μέγεθος της κρίσης [καθώς] οι θεσμοί εκπροσώπησης έχουν αλλάξει σε σχέση με τους βίαιους μετασχηματισμούς που υπέστησαν οι χώροι κοινής διαβίωσης: τα εργοστάσια, τα γραφεία και τα σχολεία, οι μητροπόλεις και τα προάστιά τους, οι τρόποι μετακίνησης και επικοινωνίας» (σ. 27-28).
Η επιμονή στην πολυπλοκότητα της πολιτικής είναι ο λόγος που ο Ινγκράο διαφωνεί με τον Στεφάν Εσέλ, και ειδικότερα με την εξίσωση αγανάκτησης-στράτευσης την οποία επιχειρεί ο γάλλος αντιστασιακός στο περσινό του βιβλίο με τίτλο Αγανακτήστε» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη). Ο Ινγκράο, σε αντίθεση με τον Εσέλ, διακρίνει το συναίσθημα από την πολιτική. Δεν θεωρεί αμελητέο το πρώτο∙ κάθε άλλο: αντιλαμβάνεται την αγανάκτηση ως αναγκαία προϋπόθεση της συλλογικής δράσης. Γνωρίζει όμως τα όρια του προσωπικού βιώματος, όταν αυτό αδυνατεί να εγγραφεί σε κοινωνική σχέση, παλινδρομώντας τελικά μεταξύ ατομικισμού και λαϊκιστικής-ηθικολογικής καταγγελίας του υπάρχοντος. «Βλέπω», γράφει ο ίδιος επ’ αυτού, «να υπερισχύει μια ηθική κριτική του εκφυλισμού των κομμάτων, της διαφθοράς και της κερδοσκοπίας της τάξης των πολιτικών. Συμμερίζομαι τους λόγους και την αυστηρότητά της. Μα η αγανάκτηση δεν εξηγεί τις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις. Η απλή καταγγελία, κατά κάποιον τρόπο, τις συγκαλύπτει» (σ. 28).
Ινγκράο και Εσέλ διαφωνούν, κατ’ αντιστοιχία, και στην εκτίμηση του μεγαλύτερου κινδύνου που διατρέχουν σήμερα τα κινήματα. Ο Εσέλ φοβάται πως η συσσώρευση μίσους και απόγνωσης από εκείνους που στερούνται το ψωμί και την ελευθερία μπορεί να εκβάλει σε αντιδράσεις αποκλειστικά αρνητικές. Ο Ινγκράο, αντίθετα, θεωρεί πιο επικίνδυνη την αναποτελεσματικότητα της άμορφης και «ανάδελφης» αγανάκτησης, της πολιτικά άναρθρης ελπίδας. Απορρίπτει, έτσι, το δίπολο «βία - μη βία» ως άξονα για της δημόσια συζήτηση (σε αντίθεση με τον απροϋπόθετο ειρηνισμό του Εσέλ). Κι ενώ παραδέχεται την αναποτελεσματικότητα μιας (αποκλειστικά) βίαιης σύγκρουσης με ορίζοντα την κατάληψη της εξουσίας, αναλογίζεται την εμπειρία της αντίστασης και καταλήγει στο προφανές: είναι «η ένοπλη δράση του εχθρού [που] σε εξαναγκάζει να απαντήσεις με τα όπλα» (σ. 34).
Αυτό που σε τελική ανάλυση διαφοροποιεί τους δύο στοχαστές είναι ότι ο Ινγκράο επιχειρεί, από τη μια να αναδείξει την ταξική θέση και τις συγκεκριμένες «τεχνικές» καθυπόταξης και αλλοτρίωσης ως –μεταξύ άλλων- αιτίες της πολιτικής σύγκρουσης (αιτίες που ο Εσέλ είτε παραγνωρίζει είτε ηθικοποιεί) και, από την άλλη, να συμβάλει στην επινόηση ενός μοντέλου πολιτικής στράτευσης που δεν θα θυσιάζει –όπως το παλιό χρεοκοπημένο παράδειγμα- την ελευθερία εντός του συλλογικού υποκειμένου χάριν της ενότητας, ακόμα κι αν σκοπός της τελευταίας είναι η ελευθερία στους χώρους εργασίας και κοινωνικής ζωής (σ. 25).
Στιγμή δεύτερη: η ποίηση
Η ελευθερία για την οποία γίνεται λόγος δεν αποτελεί για τον Ινγκράο προσωπικό προνόμιο, αλλά συλλογική κατάκτηση. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος έχει επίγνωση της εσωτερικής σύγκρουσης «που βιώνει ένας νέος, αγόρι ή κορίτσι, κάθε φορά που η συλλογική δράση και το αίσθημα ότι ανήκει κάπου έρχονται σε αντίθεση με την προσπάθειά του να είναι ελεύθερος» (σ. 23). Είναι στο σημείο αυτό που ο προβληματισμός περνά στη δεύτερη «στιγμή». Αν μέχρι τώρα το ζήτημα ήταν η διεύρυνση της πολιτικής, η αμφισβήτηση του παραδεδομένου συντακτικού και της γραμματικής της, από εδώ ο Ινγκράο αμφισβητεί ότι το (εκάστοτε) λεξιλόγιο της πολιτικής είναι ο μοναδικός ή, έστω, ο ανώτερος κώδικας απόδοσης της πολύμορφης ανθρώπινης εμπειρίας. Ο ίδιος θα υποδείξει την ποίηση ως πρακτική άσκησης του δικαιώματος στην αμφιβολία (και τελικά στην προσωπική ελευθερία), ως μονοπάτι, δηλαδή, η διάβαση του οποίου απαιτεί το χαμήλωμα των φώτων και της έντασης που συνδέονται με τη δημόσια/πολιτική ζωή.
Η άσκηση αυτή της ελευθερίας δεν είναι αποκομμένη από τον «έξω» βίο των κοινών υποθέσεων: «Αδάμαστο εύθραυστο/ πώς το φωνάζεις στον κόσμο/ λουλούδι ποτισμένο στο βιολετί/ σαν στον άνεμο τρέμοντας/ ξεδιπλώνεις το έμβλημά σου», γράφει κάπου ο Ινγκράο, ψηλαφώντας με το ποιητικό ιδίωμα τη συγκίνηση του πολιτικού αγώνα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, από την άλλη, η ποίησή του δεν είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα· είναι ο τρόπος «για να πω πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν με άλλο τρόπο» (σ. 45).
Από το στρατιώτη στο σύντροφο
Σε όποιο κώδικα κι αν διατυπώνεται, το κεντρικό ερώτημα παραμένει: πώς διασώζει κανείς «αυτό που μένει» σε καιρούς συνώνυμους της ρευστότητας; Και πώς το αίτημα για ελευθερία ισορροπεί μεταξύ μιας κατασταλτικής ενότητας και της διάλυσης του «σμήνους» των αγωνιζόμενων, που «δεν μπορεί εύκολα να ενοποιηθεί, φτιάχνεται και διαλύεται στην προσωρινότητα της συνεύρεσης των διαφορετικών μοναχικοτήτων» (Κ. Δουζίνας, «Ενθέματα», 5.6.2011);
Η απάντηση δεν βρίσκεται, νομίζω, στην αναγγελία του «θανάτου του λενινισμού», την ταύτιση μάλλον του τελευταίου με τη σταλινική του απολίθωση. Πιο πειστικός είναι ο ισχυρισμός ότι «ένα πολύτιμο καθήκον μπορεί [σήμερα] να ολοκληρωθεί από μικρές μειοψηφίες» (σ. 33) που, θα λέγαμε, αποτελούν το «ίζημα», αυτό που μένει, όταν το «σμήνος» διαλύεται. Ουδείς λόγος για μειοψηφίες στρατιωτών που εκτελούν (militante < miles), αλλά για συντρόφους που συνεργάζονται στην οργάνωση πολύμορφων αγώνων (ας θυμηθούμε τον Λένιν του «Τι να κάνουμε»...) και ζουν μαζί μοιράζοντας το ψωμί (compagno < cum panis). Η επιμονή στη φιγούρα του συντρόφου, όσο και η αναδιατύπωση της έννοιας της «πρωτοπορίας» ως καινοτομίας [1] που σέβεται και αξιοποιεί την ελευθερία, ίσως να είναι η βάση για μια «κοινά αποδεκτή, ενεργή σχέση», σαν αυτή που ζητά ο Ινγκράο ως επιστέγασμα της αγανάκτησης. «Ο σύντροφος [εξάλλου]», γράφει ο Μάριο Τρότα, θεωρητικοποιώντας τη διάκριση στρατευμένου και συντρόφου, «είναι ο μοναδικός που μπορεί να προδώσει στ’ αλήθεια, αφού δεν προδίδει μια ιδέα, αλλά πραγματικά πρόσωπα».
[1] Mario Trotta, «Cum Panis», Αφέντες του τίποτα, υπηρέτες κανενός, Ελευθεριακή Κουλτούρα 2001
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών
*Τα θέματα που προκύπτουν από το βιβλίο του Πιέτρο Ινγκράο είναι εξαιρετικά επίκαιρα και μπορούν να πυροδοτήσουν έναν γόνιμο διάλογο. Την επόμενη Κυριακή, γράφει ο Άλκης Ρήγος.
«Α»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου