ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
Μαργαρίτα Βασιλάκου- Ένα με τη φύση |
Περπατούσε με χαμηλωμένα τα μάτια περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι σ’ ένα δρόμο στο κέντρο της πρωτεύουσας ακούγοντας τις φωνές των περαστικών (πότε δυνατές πότε σαν ψίθυροι) και τις φθαρμένες πλάκες του δρόμου να στενάζουν - τι περίεργες οιμωγές!
Κατέβαινε συχνά σ’ αυτό που λένε «Αθήνα» ακόμη κι αν κατοικείς στο πιο κοντινό προάστιο· δεν ήθελε να μένει στο σπίτι, τους είχαν πετάξει με τη βία οι αναμνήσεις που ήταν συγχρόνως και παρόν, σχεδόν πάντα αποκλειστικά παρόν ξεδιάντροπα ζευγαρωμένο με ήχους, περισσότερο ήχους παρά εικόνες. Έτσι, αποφεύγοντας το βλέμμα του χρόνου που ταυτιζόταν με το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου (γιατί ακόμη και οι πιο αφηρημένες έννοιες προσωποποιούνται), προσπαθούσε να διακρίνει μέσα από την έκφραση κάθε διαβάτη το συναίσθημα μόνο, το βάθος των αισθημάτων.
Γιατί όλα μοιάζουν τόσο μακρινά όταν μιλάμε για θάνατο; Ποιος είναι ο λόγος που η βίαιη επαναφορά δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με τις λέξεις των ανθρώπων; Πολλοί δε θέλουν να αναφέρονται σε ρητά, τα αποσπάσματα από κείμενα ή οι στίχοι από ποιητικά έργα προκαλούν μελαγχολία.
Τα σπίτια που παρατηρώ στην οδό Μαυρομματαίων (στα αριστερά, ανεβαίνοντας από την πλατεία Αιγύπτου), μισοεγκαταλειμμένα όσον αφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση, πνιγμένα στο πράσινο των ψηλών φυτών και δέντρων των εξίσου παρατημένων κήπων τους, δεν είναι οι Πύργοι των παιδικών μου χρόνων. Είναι μέγαρα που στέγασαν ανθρώπους τώρα νεκρούς, πεθαμένους εξαιτίας της στενής σχέσης τους με τη φύση και της αξίας που απέδιδαν στην αδιαφιλονίκητη, σύμφωνα με τους πολλούς, δύναμή της. Τίποτα δε μπορεί την συγκεκριμένη στιγμή να αποτελέσει την πρόφαση για μια συγνώμη δίχως αντίκρισμα. Δικαιολογημένη η ζήλεια για το αίσθημα που παρέμεινε σταθερό: κυριαρχεί της ιδέας του θανάτου γιατί είναι ισχυρότερο από την εικόνα, τόσο εύκολο να φθαρεί, τόσο συνηθισμένο να επικαλυφθεί από κάποιαν άλλη. Η Μονή του Ακαταλήπτου στην Πόλη, τα τετραώροφα σπίτια του Πέραν που γνώρισα μέσα από διηγήσεις, ξυπνούν το μουρμουρητό του νερού του Ιλισσού που κελαρύζει στο υδραγωγείο του Ουάλεντος. Όλα άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους για έναν και μόνο λόγο: είναι πεθαμένα.
Η πορεία σ’ ένα δρόμο της πρωτεύουσας επιβεβαιώνει την σημασία του παράγοντα τύχη. Αν εγώ βλέπω αυτά για τα οποία θα γράψω κάποτε, δεν σημαίνει ότι και οι υπόλοιποι θα έχουν την ευκαιρία, ζώντας, να θυμηθούν. Η δική μου θέση είναι ιδιαίτερα δυσμενής, αφού μέσα από την εικόνα (αν δεν είσαι τυφλός) αναπαρίσταται μια υποκειμενική πραγματικότητα η οποία γεννά τη συγκίνηση. Οι άλλοι -ώ, οι άλλοι-, δεν έχουν ανάγκη αυτήν τη μεταμόρφωση. Με σάρκα και οστά προσεγγίζουν το παρελθόν βουβοί, άφωνοι από την εύνοια του παρόντος.
Γρήγορα, όσο και αργά, βασανιστικά αργά, περνά ο καιρός. Οι ήχοι αντικαθιστούν το αντεστραμμένο είδωλο που σχηματίζεται στον ακίνητο τοίχο–χώρισμα· στη μία πλευρά της κάμαρας στοιβαγμένη η σοδειά της καλής εποχής, στην άλλη συνέρχεται ο Προμηθέας σφίγγοντας την πληγή του.
Ανεβαίνω στο λεωφορείο για να φτάσω γρήγορα στο Δρόμο. Βαδίζω με χαμηλωμένο το κεφάλι, αλλά αυτό δε με εμποδίζει να δω τον ζητιάνο ακριβώς απέναντι, στο πεζούλι του πάρκου, στηριγμένο στην προεξοχή από τσιμέντο, δαρμένο και γδαρμένο από την ορθοστασία και τον ήλιο ο οποίος, μέσα από τα θολά σύννεφα στέλνει δυνατές, σταθερές μέσα στην δίχως έλεος εξουσία τους, ακτίνες. Έχει δημιουργηθεί μία ομίχλη και αυτό με κάνει να απορώ: κάτω από το φως μιας λαμπρής μέρας που διαδέχτηκε κάποιο σκοτάδι φτιάχτηκε ο άνθρωπος ο οποίος ακίνητος τώρα, δίχως στόμα και άκρα εκλιπαρεί για την καλή διάθεση όσων τσακίζονται στις φθαρμένες πλάκες του κακοφτιαγμένου πεζοδρομίου, γεμάτου λακκούβες και χώμα. Οι ρίζες των μικρών δέντρων αναστατώνουν τις τσιμεντόπλακες, πετάγονται μ’ ένα θόρυβο που με κάνει να σταματήσω. Οι σκέψεις μου δεν έχουν κανένα νόημα, είναι περιττές και κυρίως άχρηστες: δεν μπορούν ν’ αλλάξουν την πορεία μου ούτε να δώσουν στον χρόνο κάποιο χρόνο για να χωνέψει την πραγματικότητα, ν’ ακολουθήσει εκείνος μια αντίστροφη πορεία που θα οδηγούσε στην πιο μικρή αλλά βεβαιωμένη αλήθεια.
Γνώριζες κάτι, μικρέ φιλόσοφε, όσο πρόφτασες να περπατήσεις τον δρόμο του καινούργιου σπιτιού σου;
Διαισθανόσουν, δάσκαλε, την αξία κάθε περαιωμένης πράξης και το αποτέλεσμά της μέσα στον αιώνα που ακολούθησε την θυσία κορμιού και πνεύματος;
Ήξερες, Φιλόλογε, τι σημαίνει ευαγγελισμός και φρόντισες ώστε εκείνος των δικών σου δασκάλων να αποκτήσει την αίγλη της μεταμόρφωσης μέσα από την γνώση και μόνον της μοναδικότητας της επιστροφής.
Εγώ δεν έχω καμία αποκρυσταλλωμένη αντίληψη για τα πράγματα των ανθρώπων, ούτε για την πλέον αξιοπρεπή πράξη τους - το θάνατο: είναι μια κίνηση προς τα εμπρός στο μεταίχμιο αυτού του περάσματος. Όπως οι περισσότεροι επεξεργάζομαι λογικά την εμπειρία και η απώλεια ακολουθεί τη δική της πορεία μέσα στο χρόνο: σιγά σιγά ξεθωριάζει. Όμως έτσι φθαρμένο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που γνωρίσαμε, σάρκα ή μέρος του πνεύματος προσιτό στους θνητούς, αποκτά μια αξία αδιαπραγμάτευτη, σχεδόν μυθική.
Κάπου θα καρφώσει το βλέμμα ο περιπατητής, κάτι θα παραπλανήσει την μνήμη ώστε να βγει από τον κύκλο που παράδοξα σχηματίζει το φως του ήλιου· τον σημαδεύει σαν προβολέας, είναι ο τιμητής, ευαγγελίζεται την αλλαγή, παράδοξη όπως όλες οι ανατροπές, καθώς οι δείχτες του ρολογιού κινούνται αργά.
Την αχλύ καμιά φορά συνοδεύει η λάμψη. Ανεβαίνοντας την οδό Μαυρομματαίων τα πόδια δεν ακουμπούν στη γη, το κεφάλι στέκει όρθιο, αμετακίνητο στην αρχή, ανασηκώνεται έπειτα ο αυχένας, τα μάτια στον ουρανό τυφλωμένα από έναν ήλιο του οποίου οι δίχως έλεος ακτίνες, έχοντας ασκήσει μια ανήλεη εξουσία, σβήνουν απότομα.
***
Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε με τον Σ. και η καθυστέρησή του, γνωρίζοντας πόσο συνεπής ήταν, μας έκανε ν’ ανησυχήσουμε. Ήταν υπερβολική η έγνοια μας μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο: είχε βρεθεί νεκρός από την προηγουμένη, και το γεγονός ότι το αστυνομικό δελτίο ανέφερε τις συνθήκες του θανάτου του ως «αδιευκρίνιστες», απάλλαξε τη θλίψη μας από την αγωνία. Δεν είναι παράδοξο αυτό· ό,τι είχε συμβεί είχε συμβεί με δική του θέληση, ο σεβασμός στις επιλογές του όχι μόνον απάλυνε τον πόνο αλλά έδινε και μια ουσιαστική απάντηση στα ερωτηματικά μας. Βλέποντας το σχεδόν άσαρκο κορμί του στον πάγκο του νεκροτομείου, συνειδητοποιήσαμε πόσο αβάσταχτο μπορεί να γίνει ένα φορτίο για κάποιον αδύναμο να περπατήσει σ’ ένα δρόμο στον οποίο τα τείχη που σιγά σιγά ορθώνονταν ολόγυρα, τον απέκλειαν.
Παρατήρησα τα αραιά μαλλιά του και το σημάδι από τα γυαλιά στο πάνω μέρος της μύτης. Τον φαντάστηκα μέσα στα βιβλία του, χωμένο στα γραπτά του. Έριξα ένα βλέμμα γύρω μου· η παγωνιά εκείνου του χώρου έκανε περισσότερο έντονη την αντίθεση με την φθινοπωρινή μέρα που περίμενε έξω. Ο ήλιος σίγουρα θα ήταν λαμπρός, το εκτυφλωτικό φως –αν σηκώναμε το κεφάλι ψηλά- θα μας έκανε να κλείσουμε τα μάτια και, ώσπου να συνέλθουμε από την παροδική τύφλωση, μπροστά μας θα είχαμε μια χρυσή φωτιά.
Περπατούσε με χαμηλωμένα τα μάτια περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι σ’ ένα δρόμο στο κέντρο της πρωτεύουσας ακούγοντας τις φωνές των περαστικών (πότε δυνατές πότε σαν ψίθυροι) και τις φθαρμένες πλάκες του δρόμου να στενάζουν.
Η Βερονίκη Δαλακούρα (Αθήνα, 1952) είναι ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια. Το τελευταίο της βιβλίο, «Καρναβαλιστής», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου