Ανέκδοτη μαρτυρία
Αφήγηση ΠΑΝΤΕΛΗ ΔΡΟΣΑΤΑΚΗ
Εκεί στην Ξάνθη, μας κάλεσε σε έκτακτο προσκλητήριο ένας λοχαγός Γεώργιος Παπαδόπουλος*, ίδιος στο παρουσιαστικό με τον αργότερα δικτάτορα, μάλλον αυτός ήταν, δυναμικός, σκληρός και πολύ μεταξικός. Μας λέει: «Το 16ο Σύνταγμα Πυροβολικού Σερρών χρειάζεται άτομα για να συμπληρωθεί και να φύγει στην Αλβανία. Ας πάτε εθελοντικά. Να βγείτε δυο μέτρα έξω από την γραμμή». Βγήκα πρώτος. Νόμιζα πως ο πόλεμος ήταν ένας περίπατος. Έτσι πήγα μεταξύ των πρώτων στην Αλβανία, μόνος Κρητικός, γιατί οι περισσότεροι ήταν στην 5η Μεραρχία.[1].
Πήγα, άλλαξα τρία μέτωπα και κατέληξα στο Πόγραδετς, στα σύνορα Αλβανίας-Σερβίας. Εκεί θυμάμαι (πώς στέκω ακόμη;) τσαντηρώσαμε σ’ ένα μέρος που ήταν τρία μέτρα το χιόνι. Κόψαμε κλάδες από τα δέντρα και τις στρώσαμε πάνω στο χιόνι και στηρίξαμε τα αντίσκηνα. Εκεί με μια χλαίνη που, αν την έβαζες μπροστά σου, έβλεπες το πρόσωπα του άλλου,[2] και μια κουβέρτα το ίδιο, μείναμε και κοιμηθήκαμε.
Είμαστε πυροβολικοί στο υψηλό μέρος και από κάτω οι πεζικαραίοι σ’ ένα επίπεδο μέρος. Κάθε πρωί ερχόντανε 15-20 στρατιώτες με κρυοπαγήματα, για να πάνε στα μετόπισθεν κι από ’κει στην Πυργού, που τους χειρουργούσαν και τους θεραπεύανε. Ήμουνα μ’ ένα λοχία από την Ξάνθη, Πλουμίδης λεγότανε, και μου ’λυσε την απορία, γιατί αυτοί παθαίναν κρυοπαγήματα κι εμείς ψηλά λιγότερα. Κάποιοι το κάνουν επίτηδες, δεν αντέχουν. Αρκεί να βγάλεις την κάλτσα και να απογυμνώσεις το πόδι σου στο χιόνι κι έπαθες. Κάποιοι αυτοπυροβολούνται στα δάκτυλα. Αυτοί δεν ξαναγυρίζουν στο μέτωπο.
Φύγαμε κάπως γρήγορα, ενώ οι δικοί μας πολεμούσαν στο μέτωπο, να πάμε στην Καστοριά να πολεμήσομε και να σταματήσομε τους Γερμανούς. Ταξιδεύαμε μια βδομάδα στα ελληνικά εδάφη. Η κάθε πυροβολαρχία είχε τέσσερα πυροβόλα, επτά στρατιώτες σε κάθε πυροβόλο, σύνολο 28 άτομα. Τραβούσε ο ημιονηγός το άλογο και ακολουθούσε ο πυροβολητής, όπως εγώ, και παρακρατούσε το πυροβόλο. Έτσι πεζοπόροι τα μεταφέραμε. Και μόλις φτάσαμε στα ελληνικά εδάφη, είδαμε τους Γερμανούς απέναντί μας.[3]
Περνούσαμε-περνούσαμε, χωρίς να μας δώσει σήμα ο αξιωματικός: «Παιδιά, σταματήστε, γιατί φτάνομε τους Γερμανούς». Βλέπομε ένα τζιπ και σταματάει και τρεις αξιωματικοί Γερμανοί με τα πιστόλια. Τότε δυστυχώς ο αξιωματικός μας είπε: «Μαζέψτε τα όπλα». Τα μαζέψαμε, τα κάναμε ένα σωρό και τα κάψαμε. Ύστερα βάλαμε τα πολυβόλα μέσα στην εκκλησία και ο αξιωματικός μας είπε: «Παιδιά, σκορπιστείτε. Όπου μπορεί ο καθένας να πάει». Οι Γερμανοί δε μας πειράξαν.
Εγώ πήρα ένα μουλάρι και μαζί με άλλους ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Όταν περνούσαμε την Καλαμπάκα σε μια γέφυρα χωρίς κάγκελα και βαδίζαμε ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, βλέπω ένα Γερμανό που με κοίταζε και γέλαγε. Την ώρα που ήμουνα ακριβώς πάνω στην γέφυρα, έρχεται κατευθείαν και με σπρώχνει και έπεσα από δύο μέτρα. Έκανα μια τούμπα και με τη φυγόκεντρη δύναμη βρέθηκα πάλι καβαλάρης κάτω απ’ τη γέφυρα. Το άλογο σκοτώθηκε κι εγώ έχασα τις αισθήσεις μου για μισή ώρα περίπου. Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα τον εαυτό μου και είδα πως δεν είχα τραύματα. Δε βρήκα άνθρωπο να μου δώσει τις πρώτες βοήθειες και πήρα σιγά-σιγά το δρόμο με τα πόδια και από την Καλαμπάκα διέσχισα τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα, το θεσσαλικό κάμπο.
Διακόνευα. Ύστερα συνάντησα και τους άλλους στρατιώτες. Πότε μου δίνανε ένα ξεροκόμματο ψωμί, πότε όχι. Ο κάμπος τότε δεν είχε τίποτε. Όλα περιφραγμένα κι ο ιδιοκτήτης φρουρός με το τουφέκι. Είκοσι επτά μερόνυχτα κι ‘φτάσαμε στην Αθήνα στην περιοχή Ρουφ που είναι τα τρένα, και βρήκα ένα παλιό τρένο και με πήρε ο ύπνος πάνω σ’ αυτό κι έχασα τις αισθήσεις μου. Ερχόντανε γυναίκες και ρωτούσανε αν είδα τους άντρες τους, αλλά δεν μπορούσα να δώσω απάντηση. Μια γυναίκα μου λέει: «Εσύ είσαι άρρωστος». Φεύγει και μετά μία ώρα έρχεται ένα ασθενοφόρο και με παίρνει και με πήγε στο Μαράσλειο. Εκεί έμεινα δύο μέρες και ύστερα βλέπω ένα γιατρό από την Έμπαρο. Σπανογιαννάκης λεγόταν, θείος της Μαρίας του Λαγουβάρδου, και μου λέει: «Μη φοβάσαι». Έμεινα ακόμη δέκα ημέρες. Ύστερα, μου έδωσε παρατάσεις να μείνω στη Ριζάρειο. Έντεκα μήνες έμεινα εκεί με τη βοήθεια μιας μικροβιολόγου Κατίνας Παπαματθαιάκη[4] ως εσωτερικός νοσοκόμος κι ύστερα μ’ έστειλε στο 18ο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Ζάππειο για να βοηθώ τους ανάπηρους. Τρεις μήνες έμεινα εκεί.
Τότε ήρθε από την Έμπαρο και μου λέει για ένα καΐκι που έφευγε την Πέμπτη για την Κρήτη. Πάμε και δίνουμε από ένα χιλιοπεντακοσάρικο. Πήγαμε την Πέμπτη, ήταν ένα ψαροκάικο του Ανεμογιάννη, κι ο υπάλληλος είχε εξαφανιστεί. Ήταν απατεώνας. Δεν μας κρατούσαν πια. Κοιμόμουνα μέσα στα ξύλα του μαγειρείου του 14ου νοσοκομείου. Αργότερα μπήκαμε με τον Μπαρίτη σ’ ένα καΐκι και ήρθαμε στο Ηράκλειο. Στην Ανάβυσσο μας άφησε να βρούμε τρόφιμα. Πάμε σ’ ένα καΐκι που ξεφόρτωναν χαρούπια. Με 1,5 κιλό χαρούπια περάσαμε από νησί σε νησί 14 ημέρες και με δυο ξινολέμονα και πολτό ντομάτας που πήραμε από τη Σαντορίνη με 100 φράγκα που είχα δανειστεί από ένα αξιωματικό.
Φτάσαμε στην Έμπαρο με το αμάξι του Χουζουράκη.[5] Εκεί έφαγα και δυνάμωσα λιγάκι. Το Φλεβάρη οργανώθηκα στο ΕΑΜ από το Μιχάλη Παπαδάκη που ήταν υπεύθυνος. Σ’ όλη την κατοχή δουλέψαμε όσο μπορούσαμε και αργότερα που έφυγαν οι Γερμανοί το πληρώσαμε ακριβά... Εγώ όμως και όλοι μας δε μετανιώνουμε καθόλου, γιατί απλά κάναμε το χρέος μας.
[1] Η Πέμπτη Μεραρχία Κρητών έφυγε από το Ηράκλειο το διάστημα από 20 ως 25 Νοεμβρίου 1940 με διαδοχικές νηοπομπές.(Γ.Ε.Σ.- Δ.Ι.Σ. Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα 1967.) Ο Π. Δροσατάκης πήγε στο Μέτωπο αρχές Νοεμβρίου.
[2] Η κατάληψη του Πόγραδετς σύμφωνα με το πολεμικό ανακοινωθέν έγινε στις 30-11-1940.
[3] 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία από βορρά και ανατολάς και ταυτόχρονα έπλητταν με συγκεντρωτικά πυρά τα οχυρά που κάλυπταν την ελληνική μεθόριο προς Βουλγαρία και είχε υπογραφεί ανακωχή.
[4] Ο Δροσατάκης αναφέρεται σε γνωστά από την Έμπαρο και τη Βιάννο πρόσωπα.
[5] Από τον Φεβρουάριο του 1942 και μετά οργανώθηκε η Κρήτη στο Ε.Α.Μ. Η Έμπαρος, το χωριό του Δροσατάκη, καθώς και η γειτονική επαρχία Βιάννου πέρασε με μεγάλη πλειονότητα στο Ε.Α.Μ., στήριξε το Αντάρτικο της Δίκτης που διέμενε σε μικρή απόσταση και άρχισε να συγκροτείται στην αρχή του 1943. (Αντώνης Σανουδάκης (επιμ.), Απομνημονεύματα καπετάν Μαν. Μπαντουβά, Αθήνα 1979. Μαρτυρία Γ. Χρηστάκη. Και ανέκδοτη αφήγηση του Μιχάλη Παπαδάκη, γραμματέα του Μαν. Μπαντουβά για το αντάρτικο ως τη διάλυσή του τον Σεπτέμβριο του 1943)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου