15/10/11

Ο άνθρωπος «σκεπτόμενος θάνατος»

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ, Τα επίχειρα της προοπτικής, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 52

Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής του Κώστα Καναβούρη, ο αναγνώστης υποψιάζεται -διαισθάνεται θα ήταν ίσως το σωστότερο να πω- ότι εισέρχεται σε έναν τόπο, για την ασφαλέστερη διάβαση του οποίου καλό θα ήταν να έχει προηγουμένως ασκήσει την ικανότητά του να διακρίνει σώματα, πράγματα και τις σκιές τους στο ημίφως, καθώς και να μπορεί να ξεχωρίζει, ανάμεσα στους ακατάσχετους ψιθύρους, λέξεις και φράσεις που μαρτυρούν την αγωνιώδη θέληση και προσπάθεια του μοναχικού ανθρώπου να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή του στο κέντρο ενός παρόντος ζοφερού, βυθισμένου στα τραυματικά απόβλητα της ιστορίας -δικής μας και ξένης-,  απομονωμένου, ξεκομμένου από το παρελθόν και από το μέλλον. Από τα πρώτα κιόλας βήματά του, σ’ αυτόν τον τόπο, αντιλαμβάνεται ότι οι αισθήσεις του (που με περισσότερη ή λιγότερη συνέπεια τον στέργουν στην αντιμετώπιση της καθημερινής του πραγματικότητας) λειτουργούν πλημμελώς∙ αδυνατούν να ανταποκριθούν στην ιδιαιτερότητα των όσων, πραγματικά ή σαν σε όνειρο, τεκταίνονται στις αρυμοτόμητες εκτάσεις του.
Όλες, εκτός απ’ αυτήν την ακοής, η οποία, ενδυναμωμένη, θα έλεγε κανείς, από τη σχετική αδρανοποίηση των άλλων, δεν περιορίζεται στην απλή σύλληψη των ήχων, αλλά μπορεί και προχωρεί στη σύνθεση των εικόνων, των συμβάντων και των καταστάσεων που προκάλεσαν ή συνεχίζουν να προκαλούν αυτούς τους ήχους. Γεγονός που οφείλεται, κατά πάσα πιθανότητα, στην αναπαραστατική-αναδημιουργική, αυτών των εικόνων, συμβάντων και καταστάσεων, φωνή του πάσχοντος, στο κέντρο μιας υπέρογκης υπαρξιακής ερημιάς, ποιητικού υποκειμένου.
     Πώς αλλιώς να αισθανθεί και πώς αλλιώς να ξεκινήσει κανείς να μιλάει για Τα επίχειρα της προοπτικής, όταν η πρώτη εικόνα-σύμβολο που προβάλλει, με το ξεκίνημα της ανάγνωσης, είναι αυτή του πεθαμένου καβαλάρη επάνω σε ένα πληγωμένο άλογο, τριγύρω έρημα πρόσωπα, σπασμένοι καθρέφτες, και η ατμόσφαιρα βαριά, διαπερασμένη από τις οιμωγές και τους ανάκουστους ψιθυρισμούς των ηττημένων, στους οποίους ο ποιητής επιθυμεί διακαώς, πλην εμμέσως, να αποδώσει δικαιοσύνη. Κάτι που κάνει επικαλούμενος μνήμες, ατομικές και συλλογικές, πλην εντέχνως προσωποποιημένες, και καταφεύγοντας σε σύμβολα πρόσφορα για την κατάδειξη της μόνιμης αίσθησης που τον διακατέχει και τον κατατρίβει: της αίσθησης του ανεπίστροφου των προσώπων και των πραγμάτων∙ κάτι που, ωστόσο, δεν εμποδίζει τα τετελεσμένα γεγονότα της ιστορίας να διεμβολίζουν διαβρωτικά, ενίοτε και ανατρεπτικά, το παρόν∙ όχι ακριβώς τα ίδια τα γεγονότα, αλλά ο συναισθηματικός απόηχός τους, που φτάνει ακατάπαυστα κατά κύματα, ενσπείροντας έναν απροσδιόριστο φόβο, κάποτε εμπλουτισμένο με στοιχεία του εφιάλτη. Γεγονός που μπορεί να οφείλεται στον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το όνειρο και η ονειρική, ενγένει, ατμόσφαιρα, στην ποίηση του Κώστα Καναβούρη, με συνέπεια η πραγματικότητα συχνά να περιβάλλεται με γνωρίσματα του ονείρου, να εξαϋλώνεται, να γίνεται μετέωρη, ολισθηρή, επίφοβη και αβέβαιη, ενώ, αντίστοιχα, το όνειρο τείνει να πάρει διαστάσεις και δυνατότητες της πραγματικότητας. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο ο φόβος και ο εφιάλτης, αλλά ένας φόβος και ένας εφιάλτης που, με τον καιρό, έχουν γίνει οικείοι, έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του οικόσιτου ζώου.
     Εντωμεταξύ, ο πανταχού παρόν, κάποτε με τελετουργική επισημότητα, θάνατος δεν αίρει ούτε επικαλύπτει τις ενεργές υπερρεαλιστικές καταβολές του ποιητή και οι τελευταίες δεν τον αποπροσανατολίζουν στην αγωνιώδη προσπάθειά του να εντοπίσει τις απώτατες ρίζες της μοναχικής ατομικότητάς του στην ιστορία, επιστρατεύοντας συνειρμικούς μηχανισμούς της μνήμης, της γλώσσας και της προσωπικής του οδύνης. Δεν τον αποπροσανατολίζουν, τον θωρακίζουν, ωστόσο, με μία «αλεξίπονη» λεκτική υπεροπλία, η οποία δεν του επιτρέπει να βυθιστεί στην απελπισία, παρά την ενδιάθετη λύπη του∙ παρά τη βεβαιότητα που τον διακατέχει ότι το παιχνίδι είναι οριστικά χαμένο∙ ότι περιβάλλεται από ένα παρόν που «σχεδόν ποτέ δεν δίνει αυτά που σου χρωστάει / Κι όταν τα δίνει πάλι λίγα είναι»∙ ότι το μέλλον επιφυλάσσει πολλή απελπισία, αφού είναι μια χώρα «όπου το σκοτεινό επωάζεται από μόνο του».
     Παντού, σε όλο το φάσμα της συλλογής, συναντά κανείς πρωτοπρόσωπες αναφορές και επικλήσεις σε σύμβολα και ιδέες με/από τις οποίες ο ποιητής γαλουχήθηκε πνευματικά, πίστεψε και προδόθηκε ή εγκαταλείφθηκε μόνος στην ερημία ενός παρόντος που δεν έχει τίποτα να του προσφέρει. Μονίμως κυριευμένος από την αίσθηση της πνευματικής και ιδεολογικής ένδειας, που του προκαλεί έναν πόνο σχεδόν σωματικό, δεν παύει να στρέφει τη σκέψη του στους αδικαίωτους νεκρούς οι οποίοι, εν μέσω ερειπίων, οφείλουν να το πάρουν απόφαση «Πως έτσι γίνανε τα πράγματα». Όπως, εξάλλου, το πήρε απόφαση κι αυτός, που αισθάνεται την εσωτερική του ωδίνη να προσκρούει στο σκληρό και αιματοβαμμένο κέλυφος της αδιάφορης πολιτείας, που στους δρόμους της κυκλοφορεί ελεύθερα ο θάνατος, ενώ το αίμα, σε όλες τις χρωματικές του εκδοχές, χύνεται ακατάπαυστα, ώσπου κάποια στιγμή σωματοποιείται και παίρνει τις διαστάσεις και τη μορφή ενός προσηνούς, εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας του, εφιάλτη. «Το παρελθόν δεν πρόλαβε να γίνει παρελθόν», είναι διαρκώς παρόν, γι’ αυτό και το πραγματικό, το σωματικά και πνευματικά βιωνόμενο παρόν, υποσκάπτεται επικίνδυνα ή και καταργείται ακόμα, με συνέπεια την εφιαλτική αλλοίωση των φυσικών φαινομένων: «Βρέχει χωρίς βροχή» και «το αίμα κυλάει χωρίς αίμα». Όσο για την ελευθερία, αυτή κατακτάται ή επανακτάται μόνο με τη λυπημένη επιστροφή στο σώμα, την τόσο μακρινή κι ωστόσο κοντινή πατρίδα του μόνου και ανυπεράσπιστου ανθρώπου, με την όλο παρηγορητικές μνήμες πανίδα και χλωρίδα της. Αυτή η επιστροφή δεν έχει τέλος∙ είναι ατέρμονη. Είναι η σκληρή τιμωρία όσων αφέθηκαν και παρασύρθηκαν από την προοπτική ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης πραγματικότητας∙ όσων, εν ονόματι ενός κατακερματισμένου πια οράματος, αρνήθηκαν να παραδεχτούν ότι η μοίρα του κόσμου παραμένει εσαεί αναλλοίωτη στην καρδιά του χρόνου και της ιστορίας –όσες προσθαφαιρέσεις κι αν κάνεις δεν αλλάζει. Όσων δεν θέλησαν να υποταχθούν και να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι, εντέλει, παρά ένας «σκεπτόμενος θάνατος».

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας                  

Δεν υπάρχουν σχόλια: