ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Μετά από μήνες ανομβρίας, η εμφάνισή τους στον ουρανό ήταν το λιγότερο αιτία ενθουσιασμού. Αν συνεχιζόταν για λίγο ακόμα αυτή η ξηρασία, κατά πάσα πιθανότητα οι σοδιές θα καταστρέφονταν έως τον τελευταίο σπόρο. Τώρα όμως, επιτέλους, ο ουρανός σκεπαζόταν σιγά σιγά από σύννεφα, και μάλιστα σύννεφα βαριά και γκρίζα, που υπόσχονταν μια βροχή που θα τόνωνε τα χωράφια. Και όσο μαζεύονταν στον ουρανό χωρίς να ξεσπά η πολυπόθητη μπόρα, τόσο οι άνθρωποι ήλπιζαν σε όλο και πιο παρατεταμένη βροχή. Ενώ είχε ξημερώσει με λιακάδα, το πρωινό πλέον ήταν μουντό, καθώς τα σύννεφα άφηναν όλο και λιγότερες ακτίνες του ήλιου να περάσουν. Και οι αγρότες χαίρονταν, ήταν θέμα ωρών, έλεγαν, να ρίξει μια μπόρα που θα πιτσίλαγε και τα πόδια του θεού. Τόσο ενθουσιασμένοι ήταν.
Και οι ώρες περνούσαν, και τα σύννεφα γίνονταν όλο και πιο πυκνά, αλλά ούτε μια στάλα βροχής, ούτε ένας κεραυνός δεν είχε πέσει. Αλλά οι άνθρωποι ξέρουν να υπομένουν, ξέρουν να βλέπουν κάτι καλό σε όλα τα στραβά που τους συμβαίνουν· και μόλις επιτέλους γίνει αυτό που επιθυμούν, ευχαριστούν το θεό που ασχολήθηκε τόσο αποκλειστικά και με φροντίδα με την περίπτωση τους. Έτσι και με τα σύννεφα, κάθε λεπτό που δεν ξεκίναγε η μπόρα ορισμένοι απογοητεύονταν, πίστευαν πως θα πεθάνουν από την πείνα, αλλά οι περισσότεροι έλεγαν ότι είναι καλύτερα έτσι, γιατί η βροχή θα έρθει ακόμα πιο ισχυρή, και θα κάνει τα φυτά τους δυνατά και υγιή και θα έχουν να τρώνε για μήνες, μπορεί για χρόνια. Και αυτό τους καθησύχαζε, έτσι λειτουργούσαν σε όλα τα πράγματα, έλεγαν ότι δεν πειράζει, ο κόσμος είναι γεμάτος πόνο κι εμείς αδύναμοι, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε, και κάποια μέρα όλα θα είναι καλύτερα, δεν μπορεί να μην είναι. Ο κόσμος είναι δίκαιος, και ο θεός φροντίζει τα παιδιά του.
Αλλά είχε φτάσει πια απόγευμα και τα σύννεφα κάθονταν από πάνω τους και όλο μαύριζαν και όλο βάραιναν, βασανιστικά. Πολλοί μιλούσαν για τη μεγαλύτερη βροχή που θα έβλεπαν ποτέ, άλλοι για τη μεγαλύτερη βροχή που θα είχαν δει οι πατεράδες και οι παππούδες τους, άλλοι για κατακλυσμό. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Μερικοί ευχαριστούσαν τα πνεύματα των προγόνων, που τους χάρισαν αυτό το ζωογόνο δώρο. Ναι, οι πρόγονοι πάντα τους φρόντιζαν. Οι πρόγονοι ήθελαν να βλέπουν τα παιδιά τους να ευτυχούν, όταν οι ίδιοι κάθονταν στους θρόνους των ουρανών. Δεν έχει καμία σημασία που πολλοί απ’ αυτούς, όσο ζούσαν, φέρονταν στα παιδιά τους σαν να ήταν τα χειρότερα αποβράσματα.
Και τα σύννεφα συνέχιζαν να πυκνώνουν και ο ήλιος άρχιζε να δύει, και οι άνθρωποι μιλούσαν για νυχτερινή μπόρα που θα δυνάμωνε τα σπαρτά, και θα τα ‘βλεπαν μια πιθαμή ψηλότερα όταν ξυπνούσαν το επόμενο πρωί. Ο ήλιος είχε σχεδόν πέσει, βάφοντας τον ουρανό χρυσοκόκκινο από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη είχε νυχτώσει. Τότε ήταν που έφυγε η πρώτη ψυχή. Μέσα στο σπίτι της ήταν, μεσήλικη και ήσυχη. Διάβαζε ένα βιβλίο, όταν απλά έπεσε απ’ την καρέκλα, χωρίς κανέναν ήχο. Και έμεινε εκεί. Στο δρόμο, απ’ έξω, δύο αγόρια σωριάστηκαν ξαφνικά, και δύο γαλάζιες λωρίδες έφυγαν απ’ τα κεφάλια τους προς τον ουρανό. Κανείς δεν το παρατήρησε, μέχρι που άρχισαν να σωριάζονται κι άλλοι, κι άλλοι, με τις γαλάζιες λωρίδες τους, σαν γιρλάντες, να κάνουν το θέαμα γιορτινό.
Επικράτησε αναταραχή, όσοι απέμεναν προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει, προτού πέσουν κι αυτοί κάτω, σαν μαριονέτες που ο χειριστής τους άφησε τα σύρματα, με τις γαλάζιες λωρίδες να ξεπηδούν απ’ τα κεφάλια τους και να εξαφανίζονται μέσα στα σύννεφα. Παραδόξως, δεν επικράτησε πανικός, φωνές και ουρλιαχτά. Όλα ήταν ήσυχα, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, αφού δεν ακουγόταν σχεδόν κανένας ήχος. Πολλοί πίστεψαν ότι κάποιος τους πυροβολούσε από μακριά με κάποιο εξελιγμένο όπλο· άλλοι ότι έπεσε πανούκλα· άλλοι ότι ήταν η οργή του Θεού· άλλοι απλώς δεν προλάβαιναν να σκεφτούν, πριν σωριαστούν και η γαλάζια γιρλάντα φύγει προς τα πάνω. Μέχρι να δύσει ο ήλιος εντελώς, δεν είχε μείνει κανένας ζωντανός, και ο ουρανός είχε γίνει γιορτινά γαλάζιος από τις λωρίδες που όλο και ανέβαιναν, ανέβαιναν, μέχρι που έφταναν στα σύννεφα και εξαφανίζονταν. Και τα σύννεφα πήραν τις ψυχές και τις έκαναν δικές τους, αφήνοντας να τα παρασύρει ο άνεμος, πιο άβουλα από ποτέ. Και δεν έπεσε ούτε στάλα βροχής.
Ο Χρήστος Τριανταφύλλου (Αθήνα, 1991), γράφει διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Το τελευταίο του βιβλίο, «Ο Ορκωτός λογιστής», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου