15/10/11

Απομεγέθυνση ή βαρβαρότητα;

ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

S. LΑΤΟUCHE, Sortir de la société de consommation, Les Liens qui Libèrent, 2010

Αν θέλεις να κάνεις κάποιον πλούσιο, μην του προσθέτεις χρήματα, να του αφαιρείς επιθυμίες
Επίκουρος

Μήπως η παρούσα κρίση αναγγέλλει ...το πέρας αυτής της αποκλειστικής βασιλείας της οικονομίας; Μήπως η παλαιά οικονομική σχέση με τον κόσμο πλησιάζει στο τέλος της;
Μ. Σέρ

Ζούμε «μια κατάσταση αφθονίας χωρίς ισότητα, χωρίς ειρήνη»
Ζαν Τζουν Μάι

Η αποανάπτυξη/απομεγέθυνση συνιστά ένα οικοπολιτικό ρεύμα-οδό με διάφορες τάσεις και παραλλαγές[1], οι οποίες κινούνται, κυρίως, ανάμεσα στις αντισυστημικές και χειραφετητικές προσεγγίσεις, στην ισχυρή αειφορία και στα πράσινα κινήματα, ή, ακόμα (λιγότερο ίσως), στη βαθιά οικολογία και στη «μίμηση» (Μπένγιαμιν). Και μάλιστα, και τούτο έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, χωρίς οι προσεγγίσεις αυτές να εξοστρακίζουν τον άνθρωπο της «κοινωνίας της απομεγέθυνσης» και της «εκούσιας και ευχάριστης απλότητας και λιτότητας» από την «τέχνη της ζωής». Η αποανάπτυξη/απομεγέθυνση δεν συνοψίζεται όμως σε κάποια «ηθική της λιτότητας». Δεν είναι συνεπώς ένα οικοπολιτικό ρεύμα ακραιφνώς (ακεραιοφρονικώς) οικοκεντρικό αλλά «οικο-ανθρωποκεντρικό».
Στο κέντρο της χειραφετητικής πορείας, προς την κοινωνία της απομεγέθυνσης και της αυτονομίας, βρίσκονται οι έννοιες της φρόνησης και της σοφίας, και όχι η έλλογη ορθολογικότητα ή οποιαδήποτε άλλη (νέα) ορθολογικότητα, που θα διαδεχόταν την παλιά κυρίαρχη ορθολογικότητα. Η πορεία αυτή δεν έχει σχέση με θρησκεία (ή αντιθρησκεία) ούτε με κάποια μορφή καντιανής κατηγορικής προσταγής, χωρίς βέβαια να αποποιείται οποιαδήποτε μορφή ηθικής της υπευθυνότητας (Γιόνας), στο πλαίσιο της «άσκησης» της μετατροπής του εαυτού και των άλλων. Η «ηθική» της απομεγέθυνσης, κατά την πορεία του μετασχηματισμού της κοινωνίας της μεγέθυνσης, συνεπάγεται και συναρθρώνει προσωπική πειθαρχία αλλά και στράτευση στον κόσμο.
Μπορούμε να πούμε ότι η καταγωγή των ιδεών, που συγκροτούν το ρεύμα αυτό, συνδέεται με την οικολογική κριτική (μη βιωσιμότητα των κοινωνιών της μεγέθυνσης) και την πολιτιστική (culturaliste) κριτική( που οδήγησε στη συζήτηση περί «μετα-ανάπτυξης). Και τις δύο αυτές κριτικές τις συναντάμε στον Καστοριάδη[2]. Με άλλα λόγια, η αποανάπτυξη ανήκει σ’ εκείνη την γενική (με αρκετές διαφοροποιήσεις πάντως) κατηγορία απόψεων που θεωρούν ότι η βαθύτερη ανάλυση των αιτίων της οικολογικής (αλλά και ανθρωπολογικής κρίσης) προϋποθέτει κριτική στάση απέναντι σε κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές[3] και παγιωμένα αξιώματα. Παράλληλα χρειάζεται, όμως, και αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμός των αξιών που τις συνοδεύουν, όπως η ανάπτυξη και η πρόοδος και η τυφλή «πίστη» στην τεχνοεπιστήμη[4]. Συνεπώς, πάνω σ’ αυτή τη διπλή κριτική αρθρώνεται το οποιοδήποτε σχέδιο για μια (νέα) κοινωνία αποανάπτυξης, η οποία, σύμφωνα με τον Latouche, στο παρουσιαζόμενο εδώ τελευταίο πόνημά του[5] (σ. 141-142), εξειδικεύεται σε δύο θεματικές: από την μια η αποανάπτυξη και η αυτονομία (όχι μόνο υπό την Καστοριαδική πολιτική διάταση αλλά και υπό την «τεχνική» διάσταση στον Illitch) και η οικολογική δημοκρατία και, από την άλλη, αποαποικιοποίηση του φαντασιακού και πραγμάτωση της κοινωνίας της αποανάπτυξης.
Η αποαποικιοποίηση του κυρίαρχου φαντασιακού προϋποθέτει μια πολιτιστική επανάσταση, να βγάλουμε δηλαδή «το σφυρί από το μυαλό που βλέπει παντού πρόκες» (κατά τον Μ. Τουέν), να βγούμε, με άλλα λόγια από την «επινόηση του οικονομικού»[6], και εκείθεν του οικονομικιστικού και του οικονομισμού, καθώς και από μια ζωή θεμελιωμένη στην όλο και περισσότερη παραγωγή και στην όλο και περισσότερη κατανάλωση, η οποία ως λακανικό «πραγματικό» (θα) επιστρέφει συνεχώς για να διαψεύσει την «πραγματικότητα». Να αναζητήσουμε κοντολογίς μια έξοδο από την ιδεολογία και την τεχνο-μεγαμηχανή της ανάπτυξης/μεγέθυνσης, ως μοναδικής και ενιαίας σήμερα σκέψης, και να υιοθετήσουμε την σπειροειδή «σοφία του σαλιγκαριού», την οποία περιέγραψε ο ΙIllitch (αλλά και οι Mayas και οι νεοζαπατίστας). Αυτό σημαίνει την αμφισβήτηση όλου του δυτικού φαντασιακού και της νεωτερικότητας, και όλης, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, της ψυχοκοινωνικής οργάνωσης του δυτικού ανθρώπου, αναφορικά με την θέαση του (νοήματος) κόσμου. Και αυτό μόνο συλλογικά μπορεί να γίνει, όχι απ’ τον καθένα μόνο του, ούτε από οργανώσεις που διεκδικούν ρόλο «πεφωτισμένης» πρωτοπορίας. Απομένει βέβαια το μέγιστο ζήτημα, η συγκρότηση των πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων που θα συστήσουν τους φορείς του μετασχηματισμού σε μια κοινωνία απομεγέθυνσης.
Τα σπέρματα της αποανάπτυξης στον Καστοριάδη προσπαθεί να (ανα)συγκροτήσει σε σχέδιο–πρόγραμμα ο Latouche[7]. Γι’ αυτόν (σ. 154) δεν αρκεί, όπως υποστήριζε ο Καστοριάδης, η παιδεία, η οποία δεν είναι δυνατή παρά μόνο εάν έχει πραγματωθεί η κοινωνία της αποανάπτυξης. Αντίθετα, πρέπει πρώτα να φύγουμε από την κοινωνία και το καθεστώς της κατανάλωσης, που καθιστά αδύνατη μια άλλη παιδεία (του να είσαι πολίτης). Οι αλλαγές στο κυρίαρχο φαντασιακό, στον τρόπο ζωής, σκέψης, ακόμα και διατροφής (slow food, η μαγειρική εκδοχή της απομεγέθυνσης) κλπ δεν αποφασίζονται από τον καθένα και ακόμα πιο δύσκολα για τους άλλους (και πώς, με νόμους; διά της βίας;). Δεν ισχύει το «από αύριο θα σκεφτόμαστε και θα πράττουμε διαφορετικά», ακόμα κι αν το επιθυμούμε, ακόμα κι αν υπάρχουν εναλλακτικές αξίες (αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας κλπ).
Για τον Latouche, η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού -παρότι συνιστά μια μακρά διαδικασία- γίνεται με αυτο-μετασχηματισμό. Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης είναι ως προς τούτο επανασταστικό: πρόκειται για αλλαγή, τόσο στο επίπεδο της κουλτούρας όσο και στο επίπεδο των δομών του δικαίου και των σχέσεων παραγωγής. Κοντολογίς, για τον Latouche (όπως και για τον Καστοριάδη) η κοινωνία αποανάπτυξης (όπως και η αυτόνομη κοινωνία) δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς έξοδο από τον καπιταλισμό (ο οποίος προηγήθηκε του συστήματος της οικονομίας της αγοράς). Διαδικασία βέβαια καθόλου απλή, αν δεν εννοούμε μια μαζική τρομοκρατία (σ. 159), διότι δεν θα καταργούσε το καπιταλιστικό φαντασιακό (το είδαμε με το που κατέρρευσαν τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού). Το θέμα συνεπώς είναι –για να βγεις από τον οικονομισμό και την μεγέθυνση- να ενσωματώσεις, όπως έλεγε ο Πολάνυι, τόσο υπάρχοντες κοινωνικούς θεσμούς που οικοδόμησε η οικονομία (π.χ. νόμισμα), σε μια άλλη λογική (π.χ. όχι για συσσώρευση και κτήση των μέσων παραγωγής, όχι για αποδοτικότητα αλλά για απλή ανταλλαγή και μονάδα αξίας). Ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις, τα πολιτικά υποκείμενα που μπορεί να γίνουν φορείς αυτής του μετασχηματισμού, ο Latouche, όπως και ο Καστοριάδης, απορρίπτει τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου ως φορέα αλλαγής: «Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας απαιτεί σήμερα την συμμετοχή όλου του πληθυσμού, εκτός από ένα 5% που δεν θα ήταν ευαίσθητο σ’ αυτή την απαίτηση», θέση που παραπέμπει σε «πληθυντικά υποκείμενα» ή στο «πλήθος» των Χάρντ και Νέγκρι. Πράγματι, όπως σημειώνει η Ι. Τσιβάκου,[8] στην εποχή της παγκόσμιας τεχνολογικής δικτύωσης της εργασίας και της (μειωμένης ή εξουδετερωμένης από την τεχνολογία) υπεραξίας, και της παγκοσμιοποίησης του πεδίου απόσπασης κέρδους, η εργατική τάξη δεν μπορεί να είναι φορέας μετασχηματισμού μιας κοινωνίας, αφού οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου δεν ενδιαφέρονται για την εκμετάλλευσή της σε εθνικό επίπεδο.
Οι παραπάνω θέσεις μπορούν να ευδοκιμήσουν σε περιόδους κρίσης, όπως η παρούσα; Είναι η αποανάπτυξη μια απάντηση στη κρίση;
Κατ’ αρχήν, για τις φτωχές χώρες, ιδίως της Αφρικής, ο Latouche θεωρεί ότι η κρίση μπορεί να θεωρηθεί ευκαιρία, ή ακόμα και ευλογία, για ν’ απαλλαγούν από τις αλυσίδες της οικονομικής εξάρτησης (εάν βέβαια κατορθώσουν και αυτοί ν’ απαλλαγούν από το οικονομικό φαντασιακό). Στις χώρες αυτές η ανύψωση του ΑΕΠ τους ήταν συνώνυμη με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντός τους και της κουλτούρας τους, την παραδοσιακή τεχνική τους και των κοινοτικών και αλληλέγγυων δεσμών τους, που ήταν «η ισχύς των φτωχών», σε μια οικονομία των αναγκών, της «ωφέλιμης» εργασίας και των συλλογικών αγαθών.
Τι γίνεται όμως με εμάς, τους βόρειο-δυτικούς «πλούσιους» (γενικά); Πώς μπορεί να μετασχηματισθεί η υλική στασιμότητα και η υλική ύφεση σε βελτίωση της ποιότητας ζωής και της ευημερίας; Μπορούμε να υιοθετήσουμε την «παιδαγωγική των καταστροφών» του F. Partant (ήδη από το 1978), ότι «τόσο το καλύτερο όσο μεγαλώνει και βαθαίνει η κρίση»; Είναι αυτός ο τρόπος για να αποφύγουμε την (τελική) αυτοκαταστροφή; Εκτός του ότι η έκβαση του ιδεολογικού ανταγωνισμού, ως συνέπεια της κρίσης, δεν είναι δεδομένη (και ούτε επίσης είναι αναπόφευκτη[9] μια ριζοσπαστική, χειραφετητική και αντισυστημική μεταστροφή), στην πραγματικότητα οι «αρνητές της ανάπτυξης» εγκλωβίζονται σε μια παραδοξότητα. Πράγματι, μπορεί να τους επισημάνει κανείς ότι από τον 20ό αιώνα πολλά κράτη βρίσκονται, ήδη, σε μηδενική μεγέθυνση ή και αρνητική. Η απάντηση γι’ αυτούς είναι καθαρή και καίρια: μια κοινωνία αποανάπτυξης δεν είναι αυτή την οποία υφίστανται και υπομένουν οι λαοί, αλλά αυτή την οποία επιλέγουν αυτόβουλα. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρβαρότητα από την μη μεγέθυνση, σε μια κοινωνία μεγέθυνσης (σ. 184), που οδηγεί, όπως είχε ήδη περιγράψει Α. Γκορζ (1974) σε ανεργία, αύξηση των πλουσίων και των φτωχών, εγκατάλειψη κοινωνικών προγραμμάτων, με ολοκληρωτικούς και λαϊκιστές δημοκόπους πάσης φύσεως να παραμονεύουν, όπως το έχουμε ήδη δει. Σ’ αυτήν ακριβώς την βάρβαρη κατάσταση βρισκόμαστε τώρα (ιδίως στην αλήστου μνήμης «ισχυρή Ελλάδα» της «ανάπτυξης για όλους - ανάπτυξη παντού»). Κυρίως όμως θα πρέπει να τονισθεί ότι μόνο η μείωση των ανισοτήτων, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής κρίσης[10], θα καταστήσει εφικτή και αποδεκτή μια αποαναπτυξιακή κοινωνία, αφού η μείωση αυτή βελτιώνει την συμβιωτική και αλληλέγγυα κοινωνία και γεννά συλλογική ευημερία (αλλά και αυξάνει τις δυνατότητες εναλλακτικών).
Με λίγα λόγια, η κρίση, αντί να μας εισάγει σε μια περίοδο αλληλοεξόντωσης και χάους ή και οικοφασισμού, μας προσφέρει μια ευκαιρία αναστοχασμού, αυτογνωσίας και αποδόμησης των κυρίαρχων αξιών και θεσμών και του επιπέδου ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας μας (κράτος). Η νέα «οικοσοσιαλιστική κοινωνία αποανάπτυξης» και εκούσιας-αυτόβουλης «λιτής αφθονίας», θα βασίζεται στην «από τα κάτω» πρωτοβουλιακή, όχι απαραίτητα ελευθεριακή, δράση, στην (αμεσο)δημοκρατική (αυτο)οργάνωση, στην οριζόντια δικτύωση και συσπείρωση, την αλληλέγγυα διαμοίραση και το συλλογικό αυτοπεριορισμό των αναγκών.
Τέτοια ελπιδοφόρα εγχειρήματα–πειράματα συλλογικής δράσης και αμφισβήτησης, τέτοιες ζωντανές νεο-ελευθεριακές και «μεταταναρχικές» (κατά την έκφραση του Α. Κιουπκιολή) ουτοπίες σε μικροτοπικό επίπεδο υπάρχουν (amap, κοινοτικοί λαχανόκηποι, δίκτυα τοπικών ανταλλαγών (Lets-Sel), πόλεις σε μετάβαση στην Μεγάλη Βρετανία, δίκτυα ισοδίκαιου εμπορίου, και κυρίως τοπικά εναλλακτικά-συμπληρωματικά νομίσματα και η επανάκτηση της πίστωσης με εναλλακτικούς τοπικούς θεσμούς[11] ). Απλώς πρέπει να οργανωθούν, να «ολοποιηθούν» και συστήσουν και ένα (νέο) πολιτικό πρόταγμα. Και πράγματι, όσον αφορά στο τελευταίο, διαφοροποιείται η αποανάπτυξη από τις μορφές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αλλά και ριζοσπαστικοποιείται από αυτές (όπως και από το κίνημα της εναλλακτικής (ετερο-)παγκοσμιοποίησης), αφού η κριτική της δεν αφορά στον νέο ή υπέρ-φιλελευθερισμό ή την «τυπική οικονομία» (Κ. Πολάνυι), αλλά στη λογική της μεγέθυνσης ως ουσίας του οικονομισμού και ως (τοξικής) πίττας-φούσκας που (αυτο)διατηρεί τον καπιταλισμό και τον κάνει «υποφερτό», προωθώντας γενικότερα την «έξοδο» από το «οικονομικό» (σ. 55). Πλην όμως, κατά την διαδικασία της μετάβασης, και στο πλαίσιο ενός πολιτικού ρεαλισμού (που δεν σημαίνει θεωρητικό συμβιβασμό) και μιας «ηθικής της υπευθυνότητας» (που δεν απεμπολεί μια ηθική της «πειθούς»), τα παραπάνω συγκεκριμένα «ρεφορμιστικά» εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αλλά και της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, μπορούν να γίνονται αποδεκτά ως «ρωγμές» μη κρατικόμορφες κατά Holloway[12] στο καπιταλιστικό σύστημα (υπό την προαναφερθείσα αναγκαία προϋπόθεση της συγκρότησής τους σε κάποιου είδους πολιτικό –μη κομματικό- σώμα). Από αυτή την άποψη, η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως ενιαία και μοναδική εναλλακτική λύση αλλά ως μήτρα εναλλακτικών (αποαναπτυξιακών) προτάσεων.
Πάντως, για τον Latouche (και όχι μόνο), μέσα από τις μεταπτώσεις της ιστορίας, η «επανοίκηση» του τοπικού (relocalisation) και, ιδίως, αφενός της υπαίθρου μέσω της μικρής οικογενειακής και αυτάρκους εκμετάλλευσης και εκείθεν της δημιουργίας της μικρής αγροτικής κοινότητας (που θεωρούσε ως το βιώσιμο μέλλον της ανθρωπότητας ο N. Georgescu-Roegen), και αφετέρου του βιοτεχνικού εργαστηρίου των μικρών πόλεων (villages urbains), συνιστά τη μόνιμη σταθερά της οικολογικής «ανθεκτικότητας» (resilience), της ικανότητας δηλαδή των οικοσυστημάτων (φυσικών και ανθρώπινων), μέσω της ποικιλότητας και της κατάτμηση των χώρων να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους και να διατηρούν την ποιοτική διάρκεια του δικτύου των αλληλο/διαδράσεων στο εσωτερικό τους.

Ο Τάκης Νικολόπουλος διδάσκει Δίκαιο και πολιτική περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου



[1] [1] Βλ. Τ. Νικολόπουλου, «(Aπό) ανάπτυξη ή (μόνο) απομεγέθυνση;» εφημ. Η Κυριακατικη Αυγή, «Ενθέματα», 24-1-2010, σ. 32-33
[2] C. Castoriades, Une societé à la dérive, Seuil, Paris, 2005, σ. 237
[3] Φ. Νικολόπουλος, Δοκίμια κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας, εκδόσεις Παπαζήση, 2004, σ. 40
[4] E. Dupin, «La décroissance, une idée qui chemine sous la récession», Le Monde diplomatique, août 2009, σ.20-21
[5] Adde, S. Latouche, D. Harpages, Le Temps de la décroissance, éd. Thierry Magnier, 2010
[6] S. Latouche, L invention de l’ économie, Albin Michel, Paris, 2005
[7] Adde, του ιδίου, «Κορνήλιος Καστοριάδης : στοχαστής της οικολογικής δημοκρατίας και πρόδρομος της αποανάπτυξης», εφημ. Η Κυριακάτικη Αυγή, «Ενθέματα» 8-5/2011, σ. 32-33
[8] «Η αριστερή αντίσταση στον νεοφιλελεύθερο λόγο», εφημ. Η κυριακάτικη Αυγή, «Ενθέματα», 27/3/2011
[9] Ζ. Ζίζεκ, «Η κρίση ως θεραπεία–σοκ», εφημ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 3-4-20011, σ. 37
[10] R. Reich, Le jours d’ après….Sans réduction des inégalités pas de sortie de la crise!, Vuiber, 2011
[11] Βλ J. Servet, Le grand renversement. De la crise au renouveau solidaire, desclée de brouwer, 2010
[12] J. Holloway, Ρωγμές στον Καπιταλισμό, εκδ. Σαββαλας, 2011, κυρίως σ. 29 

Δεν υπάρχουν σχόλια: