Ο λυρικός εκφραστής της ανθρώπινης πάλης
ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο Κώστας Μπαλάφας, που έφυγε την περασμένη Κυριακή από τη ζωή στα 91 του χρόνια, είναι γνωστός κυρίως ως φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης. Ως αυτός που αποτύπωσε την πορεία του ελληνικού στρατού στο Αλβανικό Μέτωπο και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Η θεματολογία του όμως ξεπερνούσε τα όρια του πολέμου. Εκτεινόταν στη σκληρή καθημερινότητα της Κατοχής, αλλά και της μεταπολεμικής, σύγχρονης Ελλάδας.
Η σχέση του με τη φωτογραφία ήταν μια σχέση βιωματική.
Γόνος αγροτών από ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους στα 11 του χρόνια να μεταναστεύσει κατ’ αρχήν στην Άρτα και μετά στην Αθήνα. Ένα τυχαίο γεγονός τού γνώρισε τον κόσμο της τέχνης αυτής, όταν ως υπάλληλος γαλακτοπωλείου, στα 13 του, επωμίστηκε τη φωτογράφιση κάποιων αμερικανών φιλοξενούμενων στην Πάρνηθα.
Άρχισε να την υπηρετεί από το 1939 στα Γιάννενα, όπου έζησε την εισβολή του στρατού του Μουσολίνι και όπου λίγο αργότερα έλαβε ενεργά μέρος στην Αντίσταση εναντίον των γερμανών κατακτητών, ως τυφεκιοφόρος του 85ου Συντάγματος τής 6ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Μέχρι το 2000 προσπάθησε να συγκρατήσει με το φακό του, με συνέπεια και με πείσμα, την ιστορία των μικρών και μεγάλων δρώμενων της χώρας και της ιδιαίτερης πατρίδας του, ως ιστορία τής καθημερινής πάλης για την επιβίωση και την ελευθερία.
Το επίκεντρο του έργου του υπήρξε ανέκαθεν, όπως κι ο ίδιος υποστήριζε, «ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή». Ακόμα κι εκεί που ο άνθρωπος, ως εικόνα, απουσιάζει, είναι αισθητή η παρεμβατική παρουσία του. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα «αντίρροπα ρεύματα του Αχελώου», όπου παρουσιάζει την καταστροφική για το περιβάλλον κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος του Αχελώου. Ή ακόμα και τα κοπάδια των προβάτων που διασχίζουν, ως μια συγκροτημένη λευκή αγέλη, τα βουνά.
Κατέγραψε ρεαλιστικά την πραγματικότητα, χωρίς να την αναπαραστήσει πιστά.
Χρησιμοποίησε τα μέσα του μοντέρνου και κινήθηκε ανάμεσα στη διαυγή και ανελέητη σκληρότητα του ντοκουμέντου και την ομιχλώδη ποιητικότητα τής αφαίρεσης.
Έφερε στο φως τα στυγερά εγκλήματα των κατακτητών, την οδύνη που μόρφωσε τα πρόσωπα των χαροκαμένων μανάδων τού ’40, τις αδρές γραμμές που χάραξε και τις ουλές που άνοιξε η ζωή στους μεροκαματιάρηδες των μεταπολεμικών δεκαετιών. Δημιούργησε εικόνες διεισδυτικές και εξπρεσιονιστικές, εφάμιλλες με εκείνες των πρωτοπόρων της γλυπτικής, Κόλβιτς και Μπάρλαχ.
Άφησε τις μορφές των μοναχών του Αγίου Όρους να προβάλλουν ως μαύρες, άυλες φιγούρες και να συνδέονται με τους βυθισμένους στην άχλη βράχους που αγναντεύουν.
«Ό,τι θέλω να φωτογραφίσω γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω», έλεγε. «Δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν αλλά έχουν ένα βαθύτερο νόημα. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Κι αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω».
Υποστήριξε έτσι την αυτονομία της τέχνης της φωτογραφίας και δεν προσέκρουσε στους σκοπέλους μιας εξιδανικευτικής ή γραφικής αφήγησης. Αποτύπωσε έναν κόσμο μέσα στις τονικές διαβαθμίσεις του ασπρόμαυρου που υπερέβαινε τα ατομικά χαρακτηριστικά του και αποτελούσε τη ξεχασμένη και αναγκαία στις μέρες μας έκφραση ενός συλλογικού υποκειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου